Κι εγώ ξένος μετανάστης σου, Ελλάς…
-Δύσκολα στη Βικτώρια φίλε, ε;
-Ε ναι. Μπορεί αυτοί να είναι ξεριζωμένοι, χωρίς τον ήλιο μοίρα, να μην έχουν σπίτι να μείνουν και πώς να ζήσουν. Αλλά το δράμα το ζουν οι άλλοι που περνάνε από εκεί κάθε μέρα και τους βλέπουν, για να πάνε στον ηλεκτρικό. Μη σου τύχει…
Και πού μένεις, είπες; Βικτώρια; Πω ρε φίλε. Μαυρίλα ε; Δύσκολα. Παντού μετανάστες, γεμάτη η πλατεία…
Άσε αρχηγέ μου, δύσκολα. Ξέρεις τι είναι να περνάς μέσα από κιλίμια απλωμένα, άστεγους, ζωντανά πτώματα με άδειο βλέμμα, για να πας στον ηλεκτρικό; Να φοβάσαι μη τυχόν τους αγγίξεις και κολλήσεις τη δυστυχία τους; Ναρκοπέδιο σκέτο. Μη σου τύχει…
Πας για καφέ, να δεις την ομάδα σου σαν άνθρωπος, να ξεσκάσεις, και δεν το ευχαριστιέσαι. Και τώρα θα τα κλείνουν από τις 12 λέει, λες κι είμαστε κολοκύθες. Κολοκύθια! Αυτούς θα τους κλείσουν πουθενά μη μας κολλήσουν κάτι; Θέλουμε τις γειτονιές μας, την πλατεία μας.
Απειλούν τη γειτονιά μας, υποβαθμίζουν τη ζωή μας, πέφτουν τα νοίκια, παρακμή. Κατάπιαμε τόσα πράγματα, τα παγκάκια που έφυγαν, την παιδική χαρά που έκλεισε, τον Μεγάλο Περίπατο. Απολύσεις, ψαλίδια, μισθούς, συντάξεις, ξενιτιά για τα παιδιά μας -παν να δουλέψουν, όχι να λιάζονται, σαν αυτούς. Αυτό όμως όχι! Ως εδώ. Μας έφεραν τους μαύρους, θα τους μαυρίσουμε εμείς. Λευκοί με μαύρες μπλούζες και κατάμαυρα μυαλά.
Ζούσανε τόσοι άνθρωποι εδώ, οικογένειες, νοικοκύρηδες στον τόπο τους. Πώς να μείνεις τώρα εδώ, με τόσους ξένους; Έφυγαν πολλοί, άλλοι κράτησαν τα σπίτια και τα έκαναν air-bnb, ευτυχώς έρχεται κάνας τουρίστας και αφήνουν κάποια λεφτά. Αλλά τώρα πάει και αυτό με τον ιό τους.
Κι άντε πες, υπάρχει ο ιός. Είσαι σίγουρος πως δε μας τον φέρνουν αυτοί εδώ; Γιατί δηλαδή κλείνουμε τα σύνορα σε χώρες που θα έφερναν τουρίστες, να τσουλήσει λίγο το εμπόριο, η οικονομία, και αυτούς εδώ τους αφήνουμε να έρχονται, ξέφραγο αμπέλι, και τους πληρώνουμε κι από πάνω; Τι, του ΟΗΕ είναι τα λεφτά για τα σπίτια; Έλα μωρέ, πες το κι έτσι, μάθε μπαλίτσα, στα εξηγώ ωραία και όμορφα.
Ας μου έδιναν και μένα λεφτά για σπίτια, όχι στεγαστικό από τις τράπεζες. Θα μου πεις, ποια σπίτια; Στον δρόμο μένουν. Εντάξει, το κάνουν για να μας εκθέσουν. Τώρα θα τους μάθουμε; Σε λίγο θα μας πούνε και ρατσιστές, όπως εκείνος ο Ακετονούμπο, που τον κάναμε άνθρωπο και μας κάνει τώρα εθνικά περήφανους, μπράβο το παλικάρι.
Είναι κόλπο για να αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας σου λέω. Εμάς τη χώρα του Ξένιου Δία, της χριστιανικής αγάπης, φιλανθρωπίας, αγαπάτε αλλήλους, αν έχετε δυο χιτώνες, δώστε τον ένα. Αφού δεν έχω χιτώνες, τι να τους δώσω; Δε φοράμε πια τέτοιους, αλλοιώθηκε ο τρισχιλιετής πολιτισμός μας, βλέπεις.
Έρχεται κάνας φιλάνθρωπος γέρος, να κάνει ψωνιστήρι, λεφτά τους δίνει δηλαδή, ευκαιρία να δουν χαΐρι, και κινδυνεύει και αυτός να τον πούνε ρατσιστή, ότι εκμεταλλεύεται καταστάσεις. Κάνε ψυχικό να δεις καλό, αχαριστία παντού.
Ποιο δράμα; Ξύπνα, με smart-phone έρχονται, τόσα συμπράγκαλα, περιουσίες ολόκληρες και τρώνε από τα έτοιμα. Αν το πιστέψεις αυτό, μπορείς να τα χάψεις όλα, ότι όλοι μαζί τα φάγαμε, αλλά μόνο εμείς τα χάψαμε, ατομική ευθύνη παντού, αλλά στις λαμογιές πάει συλλογικά, στα κέρδη πάλι όχι.
Για αυτό σου λέω, δεν έχει σημασία αν αυτοί είναι ξεριζωμένοι, δεν έχουν πού να μείνουν, έχασαν σύντροφο, παιδιά και συγγενείς, κλαίνε τους δικούς τους που είναι στον βυθό της θάλασσας ή στην καλύτερη σε άλλη χώρα, τους διώχνουν όλοι, τους δείχνουν με το δάχτυλο, τους θεωρούν αιτία για όλα τα δεινά, για τη φτώχεια και την ανεργία, να μην έχουν στον ήλιο μοίρα (αφού λιάζονται)…
Σημασία έχει που εγώ περνάω από εκεί για να πάω στον ηλεκτρικό, τους βλέπω κάθε μέρα και στενοχωριέμαι. Το δικό μας το δράμα ποιος θα το δει επιτέλους; Να γίνουμε κι εμείς ξένοι να μας προσέχουν και να μας ραίνουν στα αεροδρόμια;
Κι εγώ ξένος μετανάστης σου Ελλάς
Στη Λεωφόρο σε ζητώ και στη Βικτώρια…