Η Οδύσσεια των ηλιθίων
Ο εργάτης, ο τίμιος άνθρωπος, που τηρεί τους κανόνες, καταλήγει να θεωρείται συνώνυμο του βλάκα. Κι αν πειστεί από τον τραπεζίτη του, μπαίνει στην κατηγορία του πανύβλακα. Αλλά όσες φορές κι αν σκοντάψει, σηκώνεται πάλι και δεν τα παρατάει ποτέ.
Γνωρίζουμε πολύ καλά πως σε αυτήν την κοινωνία οι εργάτες, οι έντιμοι άνθρωποι, αυτοί που ακολουθούν τους κανόνες, καταλήγουν να θεωρούνται συνώνυμο του βλάκα. Αν μάλιστα δώσουν πίστη σε όσα τους λέει “συμβουλευτικά” ο τραπεζίτης τους, τότε περνάνε απλώς στην κατηγορία του πανύβλακα.
Σε μια άλλη αποστροφή, μαθαίνουμε ότι υπάρχουν ξεπερασμένα πράγματα και καταστάσεις, όπως ο Περονισμός, που παρόλα αυτά επιβιώνουν. Ότι το όνειρο του Μπακούνιν ήταν να μπει ο άνθρωπος πάνω από το κράτος και το κέρδος -δεν είναι ακριβώς λάθος, αλλά και ο συνεταιρισμός δεν είναι ακριβώς υπέρβαση του καπιταλισμού. Και πως ο Ρώσος αναρχικός ήταν τρελός, αλλά μπορεί να χρειαστεί ακόμα μεγαλύτερη τρέλα, για να τα βάλουμε με τους ισχυρούς και να τους νικήσουμε.
Και αυτά συμπυκνώνουν πιθανότατα όλες τις πολιτικές στιγμές της ταινίας “Η Οδύσσεια των Ηλίθιων”, με φόντο το Argentinazo του 2001, το “κίνημα της κατσαρόλας” στους δρόμους και τη χρεοκοπία (corralito) που βύθισε στην απελπισία τον εξαπατημένο λαό και τους χωρικούς μιας επαρχίας που συνεργάστηκαν για να φτιάξουν έναν συνεταιρισμό με το όνομα La Metodica. Παρόλα αυτά, η μετάφραση του τίτλου στα ελληνικά ήταν “Ηρωικά χαμένοι”, που είναι ελαφρώς παραπλανητικός -στο τέλος οι ήρωες δε χάνουν- και πιθανότατα επηρεασμένος από το “ανίκητοι ηττημένοι” του Βαρουφάκη -που μπορεί να ονειρεύεται μια διεθνή ταινία με τον Νταρίν- και το μήνυμα της ταινίας.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της είναι η ανθρώπινη ματιά στους χαρακτήρες που θέλουν να πάρουν πίσω ό,τι τους ανήκει και να την φέρουν στο λαμόγιο που τους την έφερε. Δεν είναι όμως thug life ληστές με κουμπούρια και πιστολίδια, δεν είναι σκληροί, μάτσο τύποι που πουλάνε μούρη και αλητεία, ούτε εκθαμβωτικές καλλονές που παίρνουν ονόματα ξένων πρωτευουσών για να μπουκάρουν στο Νομισματοκοπείο. Είναι μια παρέα μεσήλικα μπαρμπάδια, απλοί καθημερινοί άνθρωποι, σαν αυτούς που θα βρούμε στο καφενείο της γειτονιάς. Από αυτούς που έχουν μάθει να βγαίνουν (ηρωικά) χαμένοι στης ζωής τους το παιχνίδι, αλλά έρχεται η στιγμή που φτάνουν στο μη παρέκει. Εξαίρεση η ντόπια “εθνική, αστική τάξη”, με την τοπική επιχειρηματία που στηρίζει το όνειρο των συγχωριανών της, ενώ από το δικό της οικογενειακό περιβάλλον προέρχεται τελικά και ο μοναδικός κακοποιός που ακολουθεί άλλο δρόμο.
Η ταινία δεν παίρνει το νυστέρι της κοινωνικής ανατομίας για να φτάσει σε μεγάλα βάθη, δε διεκδικεί τις δάφνες μιας σπουδαίας ανάλυσης, δεν την απασχολεί καν να μας δείξει εκτενώς τι συνέβαινε τότε στη χώρα ή τι τύχη είχαν τα επόμενα χρόνια οι συνεταιρισμοί και η χίμαιρα της αυτοδιαχείρισης. Είναι απλώς ένα δίωρο για να περάσει καλά ο θεατής, που είναι και το βασικό ζητούμενο στο θερινό σινεμά και αυτό επιτυγχάνεται με το παραπάνω. Συμβάλλουν σε αυτό οι ήρωες, ο Νταρίν, η γενική ελαφρότητα με το πολιτικό άλλοθι και η ανθρώπινη ματιά σε μια λαϊκή κοινόητα.
Πίσω από όλα αυτά, μπορεί να διαφαίνεται κάποιο (ναι μεν) αλλά. Δεν υπονοώ όμως κάτι τέτοιο και ο λόγος είναι ότι παρά τις σεναριακές της ευκολίες, η ταινία δεν ξεχνάει να διαλέξει πλευρά. Πόσες ταινίες ξέρετε αλήθεια που έπιασαν στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης και το δράμα του λαού μας, τον ανθρώπινο πόνο και την τραγωδία που βίωσε σε μια σειρά επίπεδα; Έστω επιφανειακά, έστω αποσπασματικά, έστω δειλά ή από μια ανώδυνη σκοπιά, αλλά χωρίς να φοβηθεί να μιλήσει για αυτό, να κατηγορηθεί για “λαϊκισμό” και για διδακτισμό προς το κοινό της; Οι ελάχιστες εξαιρέσεις -που κάποιες μπορεί να έχουν και φαιδρά στοιχεία, όπως τα κλισέ του Παπακαλιάτη ή το πολιτικό άρλεκιν του Γαβρά) επιβεβαιώνουν απλώς τον κανόνα και δεν αρκούν για να σπάσουν την εκκωφαντική σιωπή των υπόλοιπων.
Η “Οδύσσεια των Ηλιθίων”, αντιθέτως, παίρνει θέση από τη σκοπιά των -κατά κανόνα- χαμένων που ψάχνουν εκδίκηση -με τον δικό τους τρόπο, στη δική τους μικροκλίμακα. Από τη σκοπιά αυτών που αρνούνται να είναι “οι ηλίθιοι της υπόθεσης”. Και τελικά δεν είναι, όχι γιατί στο τέλος τα καταφέρνουν, αλλά γιατί μπορεί να πέφτουν συνεχώς, αλλά δεν το βάζουν κάτω ποτέ. Βλάκας είναι μόνο όποιος τα παρατάει και δε δίνει τον δικό του αγώνα.
Και μόνο για αυτό, αξίζει να δει κανείς την ταινία.