Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο περίπατος του καθηγητή» του Δημήτρη Γληνού
“…η ξαδέρφη μου έλεγε πως άκουσε πως εσύ είσαι κακός άνθρωπος, να με συμπαθάς, δεν τα ξέρω και καλά πώς τα λένε – κομμουνιστής θαρρώ πως είπε – και πως θέλεις να μας χαλάσεις τη θρησκεία και τι σου φταίει η θρησκεία και να μην πηγαίνουμε πια στην εκκλησία, να μην κάνουμε σαρακοστή – σάματις κάνουνε σαρακοστή οι πλούσιοι, οι κλεφταράδες – και να σου χαλάσει ο Θεός το κεφάλι, παρά να μας χαλάσεις τη θρησκεία.”
Ο κομμουνιστής παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, στοχαστής και φιλόσοφος, Δημήτρης Γληνός, γεννήθηκε στις 22 του Αυγούστου 1882 και έφυγε από τη ζωή στις 26 του Δεκέμβρη 1943.
Δάσκαλος του έθνους, άφησε τη σφραγίδα του στο προοδευτικό και κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας. Οραματίστηκε την αληθινή λαϊκή παιδεία και έκανε σκοπό της ζωής του την οριστική κατάκτηση των πνευματικών αγαθών από το λαό.
Το διήγημά του «Ο περίπατος του καθηγητή» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» και χρόνια μετά στο Ριζοσπάστη.
Ο περίπατος του καθηγητή
του Δημήτρη ΓληνούΤόσες μέρες φυσούσε ο βοριάς και ο πυρετός με είχε δεμένο στο κρεβάτι. Σήμερα βγήκε ο ήλιος και είμαι καλύτερα. Ας βγω να περπατήσω λίγο κατά το βουνό. Ισως απαντήσω στους δρόμους του χωριού και καμιάν ανθρώπινη μορφή και ακούσω και καμιάν ανθρώπινη λαλιά εκτός από την ειρωνική φωνή της Μαρίας, που έρχεται κάθε μέρα και μου φέρνει το γάλα και μου σκουπίζει και κοιτάζει τι κάνω, για να τ’ αναφέρει σε κείνους που την έβαλαν να με υπηρετεί και να με κατασκοπεύει. Τα στενά δρομάκια του χωριού τα λιθόστρωτα, που ανηφοκατηφορίζουν, τα ρυμίδια όπως τα λέει η κυρα-Μαρία, πώς με κουράζουν! Σε κάθε πατησιά σκοντάφτω, γλιστρώ, πατώ με προσοχή. Μου φαίνεται πως θα πέσω, ερημιά, ψυχή στους δρόμους, στρίβω τις γωνιές, κοιτάζω τις αυλές. Μια φωνή παιδιακίσια ακούγεται σ’ ένα σπίτι, θα είναι ως εφτά χρονώ κοριτσάκι. Συρτή και τραγουδιστή και μονότονη σαν ψαλμωδία «ονομαστική ο, ο, ο, γενική του, ου, ου, δοτική τω, ω, ω, αιτιατική τον, ον, ον, κλητική ω, ω, ω» και πάλι το ίδιο και πάλι το ίδιο.
Είναι απομεσήμερο, η ώρα που τα παιδιά θα πάνε σκολειό. Η καμπάνα κτύπησε. Το παιδάκι διαβάζει το μάθημα, που θα πει σε λίγο. Ακουσα καλά – ξαφνιάζομαι, στήνω τ’ αυτί μου. «Δοτική τω, ω…, ω…» λέει πάλι η φωνούλα, χαμογελώ. Α! πώς την έπαθες κύριε παιδαγωγέ! Τ’ άκουσες καλά; Αγωνίστηκες τριάντα χρόνια, για να λυτρώσεις το μυαλό του Ελληνόπουλου απ’ αυτό το αεροκοπάνισμα κι άκουσες τώρα τη μικρή χωριατοπούλα μέσα στη χαμοκέλα, που θα τρώει σ’ όλη της τη ζωή το κριθαρένιο μαύρο παξιμάδι, όταν το ‘χει κι αυτό, να κλίνει ξεκόλλητο το άρθρο και με τη δοτική μάλιστα, όπως όταν ήσουνα και συ στην ίδια ηλικία. Καλά τα κατάφερες!
Χαμογελάω πικρά για το θρίαμβο του αγώνα του «εκπαιδευτικού δημοτικισμού», της «Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης», της «νέας παιδαγωγικής» και του «νέου σχολείου εργασίας» στα 1938 και σκύβω το κεφάλι. Στην πόρτα κάθεται καταγής ένα γεροντάκι και λιάζεται. Μέσα είναι τρεις γυναίκες ακαθόριστης ηλικίας. Μεταξύ τριάντα και πενήντα χρονών, όλες οι γυναίκες είναι το ίδιο μισόγριες. Στο βάθος στέκεται πίσω από τον πάγκο ο κυρ-Αντώνης, ο μπακάλης, ως εξήντα χρονώ, αξούριστος, με μάτια μικρά και κόκκινα και πονηρά. Καθώς ζυγώνω όλοι με κοιτάζουνε. Μιλάνε σίγουρα για μένα σιγανά. Ο κακομοίρης! παίρνει τ’ αυτί μου. Χαιρετάω. «Αντίο σας» όλοι μ’ ένα στόμα.
Προσπερνώ. Η ομιλία συνεχίζεται για μένα. Παρακάτω είναι το σκολειό. Τα παιδάκια είναι μαζεμένα στο δρόμο. Φωνάζουνε, πηδάνε, σπρώχνονται. Καθώς φτάνω κοντά τους σωπαίνουν όλα και παραμερίζουν. Με κοιτάζουνε με φόβο και απορία. Ενα κοριτσάκι με κίτρινο φουστάνι, ξυπόλητο, με κοιτάζει με τα μεγάλα του γαλανά μάτια και το ξανθό κεφαλάκι του σαν ένα στάχυ στην άκρη της καλαμιάς. Τα προσπερνώ. Η σιωπή τους κρατάει λίγο ακόμα και ύστερα ξαναρχίζουν οι χαρούμενες φωνές. Ανηφορίζει τώρα πάλι σιγά ο δρόμος του βουνού, κατά τον Προφήτη. Το μοναστήρι ασπρίζει στον ήλιο. Στο τριγωνικό καμπαναριό οι καμπάνες σχηματίζουνε μια πυραμίδα.
Ο δρόμος είναι λιθόστρωτος και σκαλωτός. Οι χωριάτες έχουνε κάνει δουλειά παντού, γιατί οι βροχές παίρνουνε την κύσσηρη και σκάβουν λαγούμια και σπηλιές. Βλέπω τώρα το νησί σχεδόν ολόγυρα. Κατά την ανατολή κατεβαίνουνε οι πλαγιές μαλακά μαλακά με τα πράσινα χωράφια τους. Τα χωριά ασπρίζουνε σαν να είναι στημένα εδώ κι εκεί, κοκαλάκια του ντόμινου απάνω σ’ ένα πράσινο τραπέζι. Η Μέσα Γωνιά, η Οξω Γωνιά, ο Βόθωνας, η Μεσαριά, ο Καρτεράδος. Στην ακροθαλασσιά κοντά ο Μονόλιθος και το λιμάνι που χτίζεται τριάντα χρόνια και είναι πάντα ατέλειωτο. Τα εργοστάσια της ντομάτας υψώνουνε τις καμινάδες τους.
Πέρα κατά το βοριά σωριασμένα στ’ αχείλι της Καλδέρας του ηφαιστείου το Κοντοχώρι, τα Φηρά, το Φηροστεφάνι και ψηλότερα απ’ όλα το Μεροβίγλι και πάρα πέρα η Απάνω Μεριά. Κατά τη δύση γυαλίζει το πέλαγος με το στεφάνι τα νησιά, τη Θηρασιά, το Ασπρονήσι, τις Καμένες, ολόμαυρες από τη φωτιά του ηφαιστείου, και το πέταλο της Σαντορίνης με τις κρεμαστές και κοφτές πλευρές του. Στρώματα στρώματα πολύχρωμη η λάβα, μαύρη, γκρίζα σκούρα, κόκκινη, ασπριδερή και πάνω η ολόλευκη κύσσηρη σαν χιόνι τριάντα οργιές ψηλό, που σκεπάζει σαν ακροστεφάνι όλο το μισοφέγγαρο.
Το γαλάζιο σμάλτο της θάλασσας είναι χυμένο γύρω στο παιχνίδι αυτό το σκαλιστό, που πλαστούργησε η φωτιά τιναγμένη από τα έγκατα της γης. Ενα παιχνίδι οργιαστικής φαντασίας, άγριο και χαρωπό συνάμα, ειδύλλιο και τραγωδία, χαμόγελο απάνω στη λάβα, η Σαντορίνη. Και γαλήνη, γαλήνη παντού. Ανεβαίνω σιγά σιγά ολοένα ψηλότερα. Δεξιά στο δρόμο ένα χαλασμένο παλιό μοναστήρι. Μια εκκλησιά γκρεμισμένη. Οι μαρμαρένιοι σταυροί σκαλιστοί στα παραθύρια.
Μπαίνω σε μιαν αυλή μεγάλη λιθόστρωτη. Γύρω γύρω κελιά, χωρίς στέγη. Οι τοίχοι στέκονται μοναχικοί και συλλογισμένοι. Κανένα σημάδι από την παλιά ζωή. Η ζωή αυτή έσβησε μέσα στη σιωπή. Οι ψαλμωδίες, οι καμπάνες, τα λιβάνια, τα ράσα, οι ωχρές μορφές και τα μαύρα πάθη, που όργωναν τις ψυχές. Ολα τελειώνουνε μέσα στη σιωπή. Ετσι και η δική σου θλίψη και τα πάθη, που σε καρφώσανε πάνω σε τούτο το νησί. Γιατί όμως εσένα σε βαραίνει τόσο η σιωπή; που αργά ή γρήγορα όλα θα τα σκεπάσει με τον πέπλο της. Ολοένα ο δρόμος ανηφορίζει. Τώρα ανοίγεται μπροστά σου ο κάμπος της νοτιάς. Τα πράσινα χωράφια σμίγουνε με το γαλάζιο σμάλτο σε μιαν ίσια γραμμή κατά τη νοτιά. Στο βάθος αχνοφέγγουνε σαν ένα θαμπό κρύσταλλο τα βουνά της Κρήτης. Κοίτα τώρα γύρω γύρω τα πελαγίσια μάκρη τα θαμπά κρύσταλλα, με τις απαλές ρόδινες και μενεξελιές και αχνογάλανες γραμμές τους, τα νησιά της Ασπρης θάλασσας, την Ανάφη, την Αστροπαλιά, την Αμοργό, τη Δονούσα, τη Νάξο, τη Νιο, τη Σίκινο, τη Φολέγαντρο, τη Μήλο.
Φτάνω σε μια κολόνα μ’ ένα σιδερένιο σταυρό. Κάθομαι στη βάση της. Λίγο παραπάνω φαίνεται η πόρτα του Προφήτη. Μα δε ζυγώνω. Πώς θα με ιδούν οι καλόγεροι; Δε θα κάνουνε ξόρκι εκεί που θα πατήσω τα βήματά μου, για να διώξουνε το Σατανά; Κάθουμαι στη βάση της κολόνας και ακουμπώ την πλάτη μου στην πέτρα. Μπροστά μου κατηφορίζουνε τα χωράφια ολόλευκα, το χώμα τους είναι σαν χιόνι. Σου έρχεται να γυμνωθείς και να κυλιστείς μέσα σ’ αυτό, για να βγεις καθαρότερος. Ασπρη γη σαν το κορμί νέας γυναίκας.
Από το μοναστήρι έρχεται ένας χωριάτης. Είναι λίγο κουτσός, στραβοπόδης, αδύνατος και γέρος. Έρχεται κοντά μου. Κοντοστέκεται, τόνε χαιρετώ. – «Αντίο, αφεντικό. Δώσε μου ένα τσιγάρο». Του δίνω. – «Σ’ αρέσει ο τόπος μας αφεντικό;» – «Ναι, πολύ μ’ αρέσει». – «Καλός είναι, μα φτώχεια. Δε βρέχει. Ανυδρία πέντε χρόνια, δεν έχουμε να ζήσουμε τα παιδιά μας. Θα πεθάνουμε όλοι της πείνας». – «Μα εφέτος βρέχει, όλα θα πάνε καλά». – «Ας μας λυπηθεί ο Θεός». Κατεβαίνει κουτσαίνοντας και χτυπάει το ραβδί του στο λιθόστρωτο.
Κατεβαίνω σιγά σιγά σέρνοντας πάντα μαζί μου μια βαριά μελαγχολία μέσα σε τούτη την ομορφιά και τη γαλήνη. Στο δρόμο με προσπερνάει ένας νέος χωριάτης ως τριάντα χρονώ καβάλα στο γαϊδουράκι. Γυρίζει, με κοιτάζει, μου χαμογελάει πρόσχαρα, βγάζει τον κούκο του, «Χαίρετε κ. καθηγητά!» Ξαφνιάζομαι. Τον κοιτάζω. Ποιος είναι τούτος που με προσφωνάει έτσι; τι ξέρει από μένα; τι σημαίνει αυτός ο χαιρετισμός του; Λες να ξέρει, να νιώθει; Το βήμα μου έγινε λίγο πιο λαφρύ, λίγο πιο σίγουρο. Περνάω πάλι τα έρημα δρομάκια του χωριού. Τα παιδιά τώρα είναι μέσα στο σκολειό. Οταν προσπερνώ η δασκάλα ξεπροβάλλει πίσω μου το κεφάλι της στην πόρτα και με κοιτάζει περίεργα για ώρα πολλή.
Στο μπακάλικο είναι τώρα κι άλλοι, γριές και γέροι και η κυρα-Μαρία. Ολοι με κοιτάζουνε, με χαιρετάνε πρόσχαρα, «Αντίο σας! Καλώς ορίσατε!» Και πάλι σιγανομιλήματα πίσω μου, «Α! λέω μέσα μου. Τουλάχιστο με νιώθουνε, με συμπονούν οι άνθρωποι. Ξέρουν πως γι’ αυτούς βρίσκομαι εδώ. Πως τους έχω αφιερώσει τη ζωή μου». Πιο λαφρύς ακόμη στρίβω τα ρυμίδια, που με οδηγάνε στο κελί μου. Ο ήλιος γέρνει κατά το ηλιοβασίλεμα. Ας κλειστώ μέσα. Σε λίγο φτάνει η κυρα-Μαρία.
– «Αφεντικό, για σένα μιλούσαν όλοι στο μπακάλικο»
– «Και τι λέγανε, κυρα-Μαρία;»
– «Να, λέγανε πολλά, ξέρω γω; και πού να τα θυμάμαι; και λέγανε μαθές γιατί σε φέρανε εδώ και γιατί σε παιδεύουνε και δε σε αφήνουνε να μιλήσεις με κανέναν άνθρωπο, μηδέ κανένας άνθρωπος να ζυγώσει στο σπίτι σου, μηδέ να σου πει κανείς καλά καλά μια καλημέρα. Οι ανθρώποι φοβούνται και δεν ξέρουνε τι να κάνουνε. Μα σε λυπούνται. Γιατί είσαι ξένος άνθρωπος και δεν έχεις κανένα δικό σου εδώ πέρα και είσαι και άρρωστος και γέρος και είναι χειμώνας βαρύς και σε συλλογούνται. Και δεν ξέρουνε και γιατί σε παιδεύγουνε μαθές»
– «Και τι φαντάζονται, κυρα-Μαρία, για μένα, πως είμαι κανένας κακός άνθρωπος;»
– «Μα ξέρω γω; Οι άνθρωποι δεν ξέρουνε. Να, ήταν η κερα-Καλιώ κι έλεγε πως θα ‘χεις μαθές καμωμένα καμιά κακιά πράξη κι έπρεπε να σ’ έχουνε στη φυλακή και γιατί σε φέρανε εδώ και δε σε πήγανε στη φυλακή. Και η Πλουσώ του Φύτρου, η ξαδέρφη μου έλεγε πως άκουσε πως εσύ είσαι κακός άνθρωπος, να με συμπαθάς, δεν τα ξέρω και καλά πώς τα λένε – κομμουνιστής θαρρώ πως είπε – και πως θέλεις να μας χαλάσεις τη θρησκεία και τι σου φταίει η θρησκεία και να μην πηγαίνουμε πια στην εκκλησία, να μην κάνουμε σαρακοστή – σάματις κάνουνε σαρακοστή οι πλούσιοι, οι κλεφταράδες – και να σου χαλάσει ο Θεός το κεφάλι, παρά να μας χαλάσεις τη θρησκεία. Μα το Ρηνιώ του Καραμολέγκου έλεγε πως άκουσε μαθές πως κάτι έχεις κάνει κακό στο σπιτικό σου, πως δηλαδής κάποια ατιμία – κι αυτή δεν κοιτάζει τις δικές της τις μπομπές, που έχει τρία παιδιά καμωμένα με τρεις άντρες αστεφάνωτη, δυο χωροφυλάκοι κι ένας στην Αθήνα, που ήτανε δούλα. Και ήρθε και ο Μανόλης ο Πασσαλιάς κι έλεγε πως εσύ είσαι μαθές καλός άνθρωπος και πονάς τσοι φτωχοί και θέλεις να περάσουνε οι πλούσιοι τα έχει ντους στσοι φτωχοί. Και είπανε οι γυναίκες πως μακάρι, και αυτό είναι καλό και είπε ο κυρ-Αντώνης, ο μπακάλης, πως θέλεις να μοιράσουνε και τσοι γυναίκες και σε βρίζανε οι γυναίκες, κακό χρόνο να ‘χεις και να μοιράσεις τη δική σου γυναίκα και τσοι αδερφάδες σου και είπε ο Μανόλης ο Πασσαλιάς πως τότες καλά σου κάνουνε και είναι ντροπή εσύ ένας καθηγητής, ένας σπουδαγμένος άνθρωπος να θέλεις τέτοια πράγματα και ο καθένας έλεγε το δικό του και πού να τα θυμάμαι ούλα. Μα σε λυπούνται οι ανθρώποι, να το ξέρεις».
– «Σ’ ευχαριστώ, κυρα-Μαρία, και τους ευχαριστώ όλους, είναι όλοι καλοί και σπλαχνικοί άνθρωποι και γω τους αγαπώ. Μα δεν ξέρουνε, γιατί βρίσκουμαι εδώ. Θ’ αργήσουνε πολύ να το καταλάβουνε».
Ο Μανόλης ο Πασσαλιάς ήτανε ο χωριάτης που με είχε χαιρετήσει «Χαίρετε κ. καθηγητά» και μου είχε κάνει ανάλαφρη την περπατησιά. Εμεινα συλλογισμένος στο μισοσκόταδο, χωρίς ν’ ανάψω τη λάμπα, όταν έφυγε η κυρα-Μαρία. «Λοιπόν αυτά ξέρει ο “λαός” για σένα κ. καθηγητά. Μα τουλάχιστο σε συμπονάει, γιατί βλέπει να υποφέρεις. Καλό κι αυτό. Ας διαβάσω τώρα λίγο, ώσπου να με πάρει ο ύπνος ο λυτρωτής».
Έσβησα τη λάμπα κατά τις έντεκα. Κοιμόμουνα βαριά. Αξαφνα τινάζουμαι, ακούω να χτυπάει η πόρτα μου, προσπαθούν να την ανοίξουνε. Ποιος να είναι; Εγώ έχω αμπαρώσει και την πόρτα της αυλής. Ποιοι είναι τέτοια ώρα; Φωνάζω: – «Ποιος είναι;». – «Ανοίξετε, η χωροφυλακή». Τι να τρέχει; στοχάζομαι. Σίγουρα θα ήρθε καμιά κακή είδηση από το σπίτι μου και ήρθανε να μου τη φέρουνε. Σηκώνουμαι. Ανάβω το φως. Μεσάνυχτα περασμένα. Ανοίγω την πόρτα. – «Τι τρέχει;». Ο χωροφύλακας με κοιτάζει με ανήσυχα μάτια μέσα από το σκοτάδι. Τεντώνει το κεφάλι του και κοιτάζει μέσα στην κάμαρα στο βάθος. – «Ηρθαμε να ιδούμε. Μας είπανε πως κάποιος είναι εδώ. Πως μιλάτε με κάποιον». – «Μα εγώ έχω αμπαρωμένη και την οξώπορτα και κοιμάμαι δυο ώρες τώρα». – «Ενας χωριάτης ήρθε και μας είπε πως είδε κάποιονε να μπαίνει εδώ, πως μιλάτε με κάποιον. Δεν ήτανε κανείς εδώ;». – «Ποιος θέλετε να είναι; Από νωρίς κατά τις έξι ήταν η κερα-Μαρία. Κανείς άλλος δε ζυγώνει εδώ πέρα». – «Μας συγχωρείτε, έτσι μας είπε ένας χωριάτης και ήρθαμε να ιδούμε τι συμβαίνει. Καληνύχτα σας». – «Μα σταθείτε να κλείσω την οξώπορτα». – «Δεν ήρθαμε από την οξώπορτα, μην ανησυχείτε».
Είχαν έρθει από την ταράτσα, πηδώντας από το διπλανό σπίτι. Εκεί κάθεται, καθώς έμαθα την άλλη μέρα, ο Μανόλης ο Πασσαλιάς. Με άκουσε να διαβάζω δυνατά, καθώς φαίνεται, και ειδοποίησε την αστυνομία, πως κάποιος είναι μέσα και μου μιλάει.
Γιατί στριφογυρίζεις στο κρεβάτι και δε σε πιάνει ο ύπνος πια; Μα εσύ για να βγάλεις αυτό το λαό από το σκοτάδι και απ’ αυτή την ηθική σκλαβιά καθώς και από την πείνα, βρίσκεσαι εδώ. Γιατί λοιπόν τώρα πονείς τόσο πολύ;
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.