Η δολοφονία του κομμουνιστή δάσκαλου Παύλου Σταυρίδη στην Ακροναυπλία και ο πραγματικός στόχος
«Μωρέ δυο σφαίρες δεν πρόσεχαν για το Γληνό! Κρίμα!…» – Στόχος τους ήταν ο Δημήτρης Γληνός. Αυτόν σκόπευαν να εξοντώσουν.
Ένα από τα πρώτα «επιτεύγματα» της δικτατορίας του Μεταξά, έξι μόλις μήνες μετά από την επιβολή της στις 4 του Αυγούστου 1936, ήταν η μετατροπή του ενετικού φρούριου της Ακροναυπλίας σε φυλακή, για να «φιλοξενήσει» στελέχη του ΚΚΕ. Η Ακροναυπλία ήταν «ένα παλιό ενετικό φρούριο (Ιτς Καλέ) στο άκρο του Ναυπλίου – εξ ου και το όνομα Ακροναυπλία – χτισμένο σε απότομο βράχο, που, για να το προσεγγίσεις, έπρεπε να ανέβεις τριακόσια περίπου σκαλιά. Οι τοίχοι χοντροί και τα κρατητήρια φρικτά κι αβάσταχτα κάτω από τη γη. Στο παλιό αυτό φρούριο – φυλακή υπήρχαν τέσσερις μεγάλοι θάλαμοι και τρεις μικρότεροι. Αυτό το χώρο επέλεξε η δικτατορία του Μεταξά, με σκοπό να τσακίσει το ΚΚΕ τσακίζοντας τα στελέχη του που έκλεισε στο κάτεργο».1
Το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά χρησιμοποίησε κάθε μέσο στην προσπάθειά του να σπάσει το ηθικό των χιλιάδων εξόριστων και φυλακισμένων κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών, για να τους αποσπάσει «δήλωση μετανοίας». Ένας από αυτούς ήταν να τους απομονώσει από τους ηγέτες τους. Στα έξι χρόνια που λειτούργησε σα φυλακή η Ακροναυπλία, από τον Φλεβάρη του 1937 ως τον Φλεβάρη του 1943, «φιλοξένησε» εκατοντάδες κρατούμενους, στην πλειοψηφία τους ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος.
Οι πρώτοι Ακροναυπλιώτες μεταφέρθηκαν τον Φλεβάρη του 1937, ενώ κατά τους μήνες Μάη, Ιούνη και Ιούλη άρχισαν να μεταφέρονται από τα ξερονήσια του Αιγαίου οι πιο «επικίνδυνοι» κομμουνιστές.
Μπροστά και στη νέα κατάσταση οι κρατούμενοι δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Με την καθοδήγηση του ΚΚΕ οργάνωσαν τη ζωή τους μέσα από την Ομάδα Συμβίωσης και με ενότητα, πειθαρχία και δίνοντας πρωταρχική σημασία στην ανάπτυξη της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης και την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου τους, πάλεψαν και στάθηκαν όρθιοι απέναντι στα χτυπήματα της δικτατορίας.
Οι κρατούμενοι είχαν ν’ αντιμετωπίσουν σοβαρά ζητήματα διαβίωσης που προέκυπταν από τις ανθυγιεινές συνθήκες της παραμονής τους στο ακατάλληλο κτίριο των φυλακών. Επιπλέον είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μια σειρά περιοριστικά και καταπιεστικά μέτρα που εφάρμοζε εναντίον τους η Διοίκηση, κατόπιν εντολών του υπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας (υπουργός ο φοβερός και παντοδύναμος τότε Μανιαδάκης) αλλά και αυτοβούλως, με στόχο να τους αποσπάσει τη «δήλωση μετανοίας». Τα μέτρα αυτά έκαναν τη ζωή των κρατουμένων πραγματική κόλαση.
Αποκορύφωμα της τρομοκρατίας ήταν η δολοφονία του νεαρού κομμουνιστή δάσκαλου Παύλου Σταυρίδη, τη νύχτα της 30ης Αυγούστου του 1937, μετά από ομοβροντία πυροβολισμών των χωροφυλάκων που δέχτηκε ο Β΄ θάλαμος ή «θάλαμος διανοουμένων» όπως τον είχαν ονομάσει οι κρατούμενοι. Ο πραγματικός στόχος της δολοφονικής επίθεσης ήταν ο Δημήτρης Γληνός, μέλος του Γραφείου της Ομάδας Συμβίωσης και υπεύθυνος του μορφωτικού-εκπολιτιστικού τομέα, που ήταν το «κόκκινο πανί» για τη διοίκηση. Η επίθεση της φρουράς δεν ήρθε κι έπεσε ως «κεραυνός εν αιθρία», αλλά ήταν αποτέλεσμα συντονισμένων ενεργειών της διοίκησης που, πιέζοντας ασφυκτικά τους κρατούμενους με εντεινόμενες απαγορεύσεις και περιορισμούς, όξυνε συστηματικά το κλίμα και αναζητούσε μια «καλή αφορμή» για να ξεδιπλώσει το καλά οργανωμένο σχέδιό της.
Στις αρχές του Αυγούστου του 1937 το στρατόπεδο στην Ακροναυπλία γέμισε και δεν υπήρχαν κρεβάτια για όλους τους κρατούμενους. Με ενέργειες του Γραφείου της Ομάδας Συμβίωσης οι κρατούμενοι πέτυχαν να τους επιτραπεί από τη διοίκηση ν’ αγοράσουν χορτάρι και τσουβάλια για να φτιάξουν στρώματα. Το χορτάρι αγοράστηκε και μέχρι να χρησιμοποιηθεί στοιβάχτηκε σε μια άκρη του κτιρίου. Τότε ο διοικητής κατηγόρησε την Ομάδα ότι ήθελαν το χορτάρι για να βάλουν φωτιά στο στρατόπεδο και ν’ αποδράσουν, και ότι αυτός δεν θα το επέτρεπε ακόμα και αν έπρεπε να τους σκοτώσει όλους.
Ο κρατούμενος, γιατρός Αντώνης Φλούντζης περιγράφει τη σκηνή όπου ο Δημήτρης Γληνός παίρνει το λόγο και αντικρούει τις αιτιάσεις του διοικητή: «Τότε ο Γληνός του έδωσε εκ μέρους μας αποστομωτική απάντηση: “Κύριε διοικητά, του είπε, εμείς δεν έχουμε στο νου μας να κάψουμε το κτίριο. Προσέξετε μη βάλετε εσείς φωτιά για να δικαιολογήσετε κάποιο έγκλημα που σχεδιάζετε. Αυτό που λέτε μάς θυμίζει τον εμπρησμό του Ράιχσταγ. Οι χιτλερικοί έβαλαν τον Βάντερ Λούμπεν και το έκαψε για να δικαιολογήσουν την επίθεση και τα εγκλήματά τους ενάντια στους κομμουνιστές”. Ο διοικητής δεν απάντησε, αλλά φεύγοντας διέταξε να γίνει νέα έρευνα. Τώρα εκτός απ’ τα βιβλία2 μάς πήραν και όλα τα καμινέτα και τα μπουκάλια με οινόπνευμα. Φοβηθήκαμε πως μπορεί να ’βαζαν αυτοί φωτιά και βάζαμε δικούς μας σκοπούς όσες μέρες βρισκόταν εκεί το χόρτο».3
Η διαφαινόμενη προβοκάτσια αποφεύχθηκε εξαιτίας και της επιφυλακής των κρατουμένων, δεν συνέβη όμως το ίδιο με τη στάση της διοίκησης που γινόταν περισσότερο εριστική και επιθετική κι έψαχνε ευκαιρία για να επιτεθεί στους κρατούμενους με αληθινά πυρά. Και επειδή η ευκαιρία δεν της δινόταν, τη «δημιούργησε» ο διοικητής Βρεττέας, ο οργανωτής της δολοφονικής επίθεσης που ακολούθησε.
Γράφει ο κρατούμενος Γεράσιμος Αντωνάτος: «(…) μια μέρα μάς φέραν κρέας βοδινό ακατάλληλο για να το φάμε. Εμείς δεν το παίρναμε, αυτοί επέμεναν, ώσπου πήγαν δυο από την επιτροπή μας να διαμαρτυρηθούν (σ.σ. Γιώργος Γρηγοράτος και Λεωνίδας Στρίγγος). Αυτούς όχι μόνο δεν τους άκουσαν μα και τους κλείσαν στο πειθαρχείο».4 Η προκλητική αυτή κίνηση της διοίκησης όξυνε περισσότερο την κατάσταση.
Στο βραδινό σιωπητήριο, λόγω του μεγάλου αριθμού τους, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο να περνούν μερικά λεπτά μέχρι οι κρατούμενοι να ετοιμαστούν και να πέσουν όλοι στα κρεβάτια τους. Αυτό δεν συνιστούσε πρόβλημα και, ποτέ, κανένας φύλακας δεν τους έκανε παρατήρηση.
«Κείνο το βράδυ είχαν την απαίτηση να γίνουμε αυτόματες μηχανές. Μόλις βάρεσε το κουδούνι, αμέσως ο “Γκαίριγκ”,5 υποδιοικητής του στρατοπέδου (τον λέγαμε έτσι γιατί έμοιαζε του Γκαίριγκ)6 φάνηκε στο φινιστρίνι της πόρτας του θαλάμου των διανοουμένων και άρχισε να φωνάζει. Μετά έβγαλε τη σφυρίχτρα και σφύριξε και έδωσε το σύνθημα και οι χωροφύλακες που τους είχε γύρω-γύρω ρίξαν μέσα στους θαλάμους και σκότωσαν το δάσκαλο Σταυρίδη».7
Λίγο πριν ο «Γκαίριγκ» σφυρίξει και οι χωροφύλακες αρχίσουν να ρίχνουν, οι Δημήτρης Γληνός, Μιλτιάδης Πορφυρογέννης και Γιάννης Ιωαννίδης σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους και πήγαιναν να του διαμαρτυρηθούν για την απειλητική συμπεριφορά του. Όρθιοι στο διάδρομο του θαλάμου είχαν ήδη γίνει στόχος για τους χωροφύλακες που είχαν πάρει θέσεις έξω από το κτίριο και σημάδευαν στα τζάμια των παραθύρων με το δάχτυλο στην σκανδάλη. Τότε ο «Γκαίριγκ» με το σφύριγμα έδωσε το σύνθημα και οι χωροφύλακες άρχισαν να ρίχνουν. «Έπεσαν πάνω από 400 πυροβολισμοί», γράφει ο Μπαρτζιώτας.8
«Εγώ βρισκόμουνα κοντά στην πόρτα του πλυντηρίου δίπλα στο ντεπόζιτο του νερού. Μόλις σταμάτησαν οι πυροβολισμοί έτρεξα κοντά στην πρώτη μεσαία κολώνα, όπου στην αριστερή μεριά είδα ξαπλωμένο μπρούμητα και πνιγμένο στο αίμα το δάσκαλο Παύλο Σταυρίδη. Ήταν χτυπημένος στο κεφάλι. Τα μυαλά του είχαν πεταχτεί έξω και είχαν κολλήσει άλλα στην κολώνα, άλλα στα γύρω πράγματα. Μια λίμνη αίματος είχε σχηματισθεί στο πάτωμα. Όταν έπιασα το κεφάλι του αισθάνθηκα σαν να κρατούσα μια παγοκύστη γεμάτη. Το κρανίο του είχε γίνει συντρίμια και τα κομματιασμένα κόκκαλα έτριζαν όπως ο πάγος μέσα στην παγοκύστη. Ο θάλαμος και όλο το στρατόπεδο αναστατώθηκε. Δυνατές αγανακτισμένες ομαδικές φωνές ακούονταν από παντού: – Κάτω οι δολοφόνοι – Αίσχος – Μάς σκοτώνουν – Κάτω ή δικτατορία», σημειώνει ο Αντ. Φλούντζης.9
Οι σφαίρες της δικτατορίας του Μεταξά δεν στόχευαν τον Σταυρίδη: «Το ότι σκοπός τους ήταν να χτυπήσουν το Γληνό και τα άλλα στελέχη του ΚΚΕ φαινόταν απ’ την κατεύθυνση και τα σημάδια των βλημάτων τους στα σίδερα των παραθύρων και στους τοίχους. (Σκόπευαν κυρίως στο κέντρο του θαλάμου). Αποδείχτηκε άλλωστε και απ’ τα παρακάτω λόγια τού Κωστουλέα (χωροφύλακας): “Μωρέ δυο σφαίρες δεν πρόσεχαν για το Γληνό! Κρίμα!”».10 Ότι σκόπευαν να σκοτώσουν το Γληνό αναφέρει και ο Σπύρος Λιναρδάτος: «Αργότερα χωροφύλακας εξομολογήθηκε πως στόχος τους ήταν κυρίως ο Γληνός. Αυτόν σκόπευαν να εξοντώσουν».11
Ο Αντώνης Φλούντζης περιγράφει τη σκηνή όπου ο διοικητής του στρατοπέδου, που κατά τη διάρκεια των δολοφονικών πυρών είχε εξαφανιστεί για «άλλοθι», μπαίνει στον αιματοβαμμένο θάλαμο και αντιμετωπίζει την οργή του Γληνού:
«Όταν εμφανίστηκε στο Β’ θάλαμο για να διαπιστώσει το αποτέλεσμα της δολοφονικής τους επίθεσης, ο Γληνός παρουσιάστηκε μπροστά του και μέσα σε νεκρική σιγή τον ρώτησε:
– Γιατί πυροβολήσατε και μάς σκοτώσατε το σύντροφό μας;
– Διότι διεταράξατε την τάξιν, απάντησε σαστισμένα ο ένοχος διοικητής.
– Πώς διαταράξαμε την τάξη; Να μάς πείτε, να μάς εξηγήσετε, ρώτησε ο Γληνός.
– Φωνάζατε. Ζητούσατε πράγματα που απαγορεύονται, απάντησε πιο πολύ σαστισμένος τώρα.
– Σας ρωτώ, κύριε διοικητά, γιατί πυροβολήσατε, είπε με εντονότερο ύφος ο Γληνός.
– Μα σας απάντησα, διότι διεταράξατε την τάξιν.
– Εσείς διαταράσσετε την τάξη σε όλη την Ελλάδα και έχετε το θράσος να μιλάτε για διατάραξη της τάξης εδώ μέσα που μάς έχετε αλυσσοδεμένους; είπε ο Γληνός. Ο διοικητής δεν απάντησε. Έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε».12
Το στρατόπεδο σε βαρύ κλίμα τίμησε το νεκρό. «Το πρωί, που άνοιξε η φυλακή, πήγαμε και περάσαμε όλοι πάνω από τον τόπο που σκότωσαν των δάσκαλο, έτσι σαν για προσκύνημα. Όλη την ημέρα δεν μάς έπαιρνες μιλιά».13
Η δολοφονία του Παύλου Σταυρίδη μαθεύτηκε και προκάλεσε διαμαρτυρίες σε όλη την Ελλάδα. Οι αρχές διέδωσαν στο Ναύπλιο ότι οι κρατούμενοι αποπειράθηκαν να δραπετεύσουν και η φρουρά αναγκάστηκε να πυροβολήσει, όμως λίγους έπεισαν. Η κυβέρνηση για να κοπάσουν οι αντιδράσεις αντικατέστησε τον διοικητή Βρεττέα, όχι όμως και τον «Γκαίριγκ». Η κηδεία του Παύλου Σταυρίδη έγινε την επόμενη μέρα στο Ναύπλιο. Μετά από επίμονες προσπάθειες της Ομάδας Συμβίωσης έγινε κατορθωτό να συνοδέψουν το νεκρό αντιπροσωπεία των κρατουμένων και να καταθέσουν στεφάνι στον τάφο του. Επίσης διεκδίκησαν και κατάφεραν ν’ απομακρυνθούν την ώρα της τελετής οι άντρες της φρουράς του στρατοπέδου. Ο Β’ θάλαμος ονομάστηκε «Θάλαμος Σταυρίδη».
Ο δημοσιογράφος Νίκος Παπαπερικλής (μετέπειτα «Φιλικός» του Ριζοσπάστη), φίλος του δολοφονημένου Σταυρίδη (τα κρεβάτια τους βρίσκονταν δίπλα-δίπλα στο θάλαμο), έγραψε και αφιέρωσε στη μνήμη του το παρακάτω ποίημα:
Τον αντρειωμένο μην τον κλαις
Έγειρες και έπεσες στη γη
κι έσβησες άξιο παλικάρι.
Σα γλυκοχάραζε η αυγή,
η όψη σου ήταν ιλαρή
κάποιο χαμόγελο είχε πάρει.
Τέλειωσε η μάχη. Στη γωνιά σου
απόμειναν λίγα βιβλία.
Δυο στίχοι, μια γραμματική
― μια αιμάτινη γραμμή
κι άστραψε φως η Ακροναυπλία.
Μακεδόνικα βουνά
βίγλες πολεμικές και ρούγες
άγρια του Ίλιντεν γενιά
ο αητός σας δεν θα ’ρθεί ξανά
ο αετός με τις πλατιές φτερούγες.
Έπεσε εδώ και καρτερεί
πάνω του πήχες το χορτάρι,
μια ανθρωποθάλασσα, βαρύ
το πλήθος θάρθει να τον βρει
και τραγουδώντας να τον πάρει.
Τον αντρειωμένο μην τον κλαις
κι αν ο χαμός του σε σπαράζει
σκύψε, αφουγκράσου κι άκουσε:
Μέσα σ’ αμέτρητες καρδιές,
αυτός δεν πέθανε ποτές,
δείχνει ένα δρόμο και προστάζει.14
Η Ακροναυπλία έγινε σύμβολο ηρωισμού και αντίστασης. Με την αλύγιστη στάση τους και με το αίμα τους οι κομμουνιστές κρατούμενοι τη μετέτρεψαν από φυλακή σε άπαρτο κάστρο της πάλης για το δίκιο του λαού και για τα κομμουνιστικά ιδανικά. Δεν θα μπορούσε να γραφτεί καλύτερος επίλογος σε τούτη την αναφορά, από τα λόγια του στελέχους του ΚΚΕ Ζήση Ζωγράφου, στο πολιτικό μνημόσυνο που έγινε στην Ακροναυπλία στις 30 του Αυγούστου 1942 για τον Παύλο Σταυρίδη, τους Χαριζάνη, Αναγνωστόπουλο και Καραντζά (Ακροναυπλιώτες που εκτελέστηκαν για σαμποτάζ από τους Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη), καθώς και τους Ωρολογά, Μάγγο και Παπαβασίλη, που πέθαναν στην Ακροναυπλία:
«Στέγνωσαν τα δάκρυα στα μάτια και φούσκωσε στα στήθη μας το μίσος, η οργή, το ακατανίκητο πάθος της εκδίκησης. Κι από τα τρίσβαθα της ψυχής μας βγήκε η απόφαση: τύραννοι το κάστρο τούτο δε θα συνθηκολογήσει, δε θα προδώσει, δε θα πέσει όσο εμείς είμαστε ζωντανοί. Η ομάδα μας που ανέβαινε σκαλί-σκαλί με ιδρώτα και κόπους το δύσκολο δρόμο του ταξικού αγώνα, χαμήλωσε για μια στιγμή τη σημαία της για να γράψει με το τριανταφυλλένιο αίμα του Σταυρίδη το όνομα που έγινε φως μαζί κι’ ελπίδα: Μέσ’ από τη μάχη αυτή βγήκε δυναμωμένη, γιγαντωμένη, ασάλευτη η Ακροναυπλία. Έγινε το σύμβολο του αντιφασισμού, το προπύργιο της λευτεριάς, ο θεματοφύλακας των αρχών του κόμματος, το λίκνο της πιο μεγάλης ιδέας…
Η 30 Αύγουστου θα μείνει ένας σταθμός σημαντικός στην ιστορία της ομάδας μας. Θα θυμίζει για πάντα μαζί με τον άφθαστο ηρωισμό του Σταυρίδη και την παλληκαριά όλων της των μελών, που σε μια σκληρή μάχη κέρδισαν την πρώτη μεγάλη νίκη… Τα πιο πλατιά στρώματα των καταπιεζομένων… είδαν την Ακροναυπλία να μένει στη θέση της πειθαρχημένη, ενωμένη, μαχητική στις πιο κρίσιμες, τις πιο δραματικές, στις πιο συγκλονιστικές για το κίνημα και την ανθρωπότητα στιγμές. Όταν ο πουλημένος τύπος διατυμπάνιζε ότι καμιά δύναμη δεν είναι ικανή ν’ ανατρέψει τη μεταξική τυραννία, όταν ο χαφιεδισμός οργίαζε κι ο Μανιαδάκης εξαγόραζε συνειδήσεις και ταπείνωνε κι’ εξευτέλιζε με τις δηλώσεις το λαό, έδινε τη μια ύστερα από την άλλη τις θανάσιμες μαχαιριές στο κόμμα και τρύπωνε μέσα στην καθοδήγησή του, όταν το σαράκι του φραξιονισμού πάσχιζε να δώσει τη χαριστική θολή στην ομάδα μας…
Ο Σταυρίδης σε ηλικία που τα νιάτα ψηλαφούν να γνωρίσουν τον κόσμο, βρέθηκε συνταγμένος μαχητής στις γραμμές της Κομμουνιστικής νεολαίας. Η δράση του σύντομη μα φλογερή γραμμή αδιάκοπης πάλης για τα ιδανικά και τους πόθους της νέας γενιάς. Ο θάνατός του συμβόλισε την αμετάκλητη απόφαση, την ακατανίκητη ορμή της Ακροναυπλίας να φτάσει στο σκοπό της ξεπερνώντας όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια αψηφώντας κάθε κίνδυνο».15
Παραπομπές
1) Βασίλη Μπαρτζιώτα, «Κι άστραψε φως η Ακροναυπλία», εκδ. Σύγχρονη εποχή
2) Λίγες μέρες νωρίτερα η διοίκηση είχε κατάσχει τα βιβλία (όσα δεν κατάφεραν να κρύψουν) και τη γραφική ύλη των κρατουμένων.
3) Αντώνη Φλούντζη, «Ακροναυπλία και Ακροναυπλιώτες, 1937-1943», εκδ. Θεμέλιο, σελ. 142.
4) Γεράσιμου Αντωνάτου, «Στην Ακροναυπλία», Αθήνα 1965, σελ. 40-41.
5) Ανθυπασπιστής Μπουγάς (Αντ. Φλούντζη, ό.π.)
6) Χέρμαν Γκαίρινγκ. Ναζί αξιωματικός, επικεφαλής της γερμανικής αεροπορίας, από τους πιο έμπιστους συνεργάτες του Χίτλερ.
7) Γεράσιμου Αντωνάτου, ό.π., σελ. 40-41.
8) Βασίλη Μπαρτζιώτα, ό.π.
9) Αντ. Φλούντζη, ό.π., σελ. 144.
10) Αντ. Φλούντζη, ό.π., σελ. 145.
11) Σπύρου Λιναρδάτου, «4η Αυγούστου», εκδ. Θεμέλιο, σελ. 400.
12) Αντ. Φλούντζη, ό.π., σελ. 144.
13) Γεράσιμου Αντωνάτου, ό.π., σελ. 41.
14) Το ποίημα παραθέτει ο Α. Φλούντζης στο βιβλίο του (ό.π. σελ. 146). Το πήρε από το βιβλίο του Β. Μπαρτζιώτα (επίσης ό.π. σελ. 34).
15) Απόσπασμα. Το παραθέτει ο Α. Φλούντζης (ό.π. σελ. 147) και το πήρε από το βιβλίο «Ακροναυπλία-Διαλέξεις», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1945.