Tenet – Γιατί αν γλιτώσει ο παππούς υπάρχει(;) ελπίδα
Παρά τις υψηλές προσδοκίες, το ποπ κορν που μας σερβίρει ο Βρετανός σκηνοθέτης είναι εντυπωσιακό στην όψη, αλλά με μια επίγευση πανιασμένη και μπαγιάτικη.
Τελευταίο σαββατοκύριακο Αυγούστου μες στην πανδημία και τι καλύτερο από θερινό σινεμά κι ένα μπλοκμπάστερ με άποψη από τον βασιλιά του τίμιου ποπ κορν, a.k.a Κρίστοφερ Νόλαν (οι λόγοι που κρατάει τα σκήπτρα του είδους, για όσους αμφιβάλλουν, παρουσιάζονται ευσύνοπτα όσο και εύστοχα στο σχετικό πόνημα του Λαϊκού Στρώματος), δικαιολογημένα η πλέον πολυαναμενόμενη ταινία του καλοκαιριού μέσα σε μια ξηρασία που φέτος δεν οφείλεται μόνο σε κλιματικούς λόγους. Παρά τις υψηλές προσδοκίες, το ποπ κορν που μας σερβίρει ο Βρετανός σκηνοθέτης είναι εντυπωσιακό στην όψη, αλλά με μια επίγευση πανιασμένη και μπαγιάτικη, αφού αισθητική, αναζητήσεις και κεντρικά μοτίβα μοιάζουν όλα με ξαναζεσταμένες εκδοχές όσων μας έχει ήδη παρουσιάσει ο δημιουργός στο παρελθόν, ειδικότερα στο Memento, το Inception και ως ένα βαθμό το Interstellar, μεταξύ άλλων.
Η δράση είναι από την αρχή καταιγιστική, με τον ανώνυμο – μέχρι τέλους – πράκτορα της CIA (Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον) να επιβιώνει από μυστική αποστολή στην Ουκρανία, αποδεικνύοντας ότι είναι όντως αποφασισμένος να πεθάνει για το σκοπό. Ποιο σκοπό; Μα αυτόν για τον οποίο αγωνίζονται όλοι οι πράκτορες του εν λόγω ευαγούς οργανισμού, δηλαδή τη διάσωση της ανθρωπότητας. Για το λόγο αυτό, μια μυστική οργάνωση αγνώστων λοιπών στοιχείων, τον στρατολογεί να σώσει τον κόσμο “από το Γ’ παγκόσμιο πόλεμο”, που δε θα γίνει για το νερό, αλλά για την εντροπία. Την οποία, πρώτα σε σφαίρες και στη συνέχεια σε ολοένα περισσότερα περιβάλλοντα και αντικείμενα, πετυχαίνουν να αντιστρέψουν οι μελλοντικές γενιές, στέλνοντάς τα πίσω στο παρελθόν (τους) και παρόν (των πρωταγωνιστών) με ενδιάμεσο κρίκο έναν Ρώσο ολιγάρχη (ναι, τόσο στερεότυπο) Αντρέι Σάτορ (Κένεθ Μπράνα), που τα έχει σπάσει λέει με τη Μόσχα, γιατί είπαμε να κάνουμε προπαγάνδα, αλλά να είναι διακριτική – not.
O πρωταγωνιστής παίρνει την άγουσα για την Ινδία – για αρχή, γιατί ακολουθεί ο γύρος του κόσμου σε 2,5 ώρες στη συνέχεια – όπου συναντά το μυστηριώδη Νιλ (Ρόμπερτ Πάτινσον), που τον συμβουλεύει για αρχή να απευθυνθεί στην ντόπια έμπορο όπλων Πρία (Ντιμπλ Καπάντια), προκειμένου να βρει κάποιο σύνδεσμο με το Σάτορ. Ο σύνδεσμος αυτός είναι η σύζυγος του ολιγάρχη, Κατ (Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι), που μένει μαζί του επειδή την εκβιάζει με ένα ένοχο μυστικό της, αλλά και τη στέρηση του γιου τους. Από εκεί και πέρα, Ουάσινγκτον και Πάτινσον γυρίζουν τις πλάτες τους στο μέλλον και την εντροπία, για να σώσουν οτιδήποτε κι αν σώζεται από το παρόν που απειλείται από τις επερχόμενες γενιές με τη βοήθεια του αποστάτη του χωροχρόνου του Σάτορ.
Η πλοκή κινείται στα γνώριμα δαιδαλώδη μονοπάτια του Νόλαν, απλά σε ακόμα πιο ακραίο βαθμό, με συνεχή πηγαινέλα παρόντος – μέλλοντος σε αντίστροφη κίνηση να φροντίζουν για εξαιρετικά εντυπωσιακά πλάνα, αλλά όχι απαραίτητα για την συνολική ικανοποίηση του θεατή. Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που οικτίρουν όσους δεν πιάσαμε κάθε ανατροπή και εξέλιξη με την πρώτη, προτρέποντάς μας συγκαταβατικά “να δούμε δεύτερη φορά την ταινία για να συλλάβουμε πλήρως τα νοήματά της”. Κατά την ταπεινή μου άποψη πάλι, αν ένα έργο σου δημιουργεί αίσθηση σπαζοκεφαλιάς παρόμοια με μάθημα που άφησες για το Σεπτέμβρη, το πρόβλημα το έχει η ταινία κι όχι εσύ. Εξάλλου, σε μια περίπλοκη, έστω κι έξυπνη πλοκή, δε συνεπάγεται αυτόματα ότι υπάρχει κάποιο σπουδαίο μήνυμα ή προβληματισμός. Παρότι σαφώς τίθενται φιλοσοφικά και ηθικά ερωτήματα, για τη σχέση παρόντος – μέλλοντος και των μελλοντικών γενεών με τις παλιότερες (“το παράδοξο του παππού” για όσους είδαν την ταινία) τι σημαίνει πραγματικότητα, το ρόλο του επιστήμονα (προσέξτε την αναφορά στον Οπενχάιμερ προς το τέλος), ακόμα κι ένα μίνι -κοινωνικό σχόλιο για μια επιχείρηση που δίνει 10 δευτερόλεπτα στους υπαλλήλους της να σωθούν σε περίπτωση πυρκαγιάς, τίποτε δεν εμβαθύνεται, ενώ και το τελικό “οικολογικό” μήνυμα, μοιάζει επίπλαστο και ικανό να συγκινήσει μόνο τους ορκισμένους φαν της Γκρέτα Τούνμπεργκ.
Ο Ουάσινγκτον (γνωστός, πέρα από το βαρύ του επίθετο, για το ρόλο του στο BlacKkKlansman), προσπαθεί φιλότιμα πλην αναποτελεσματικά να δώσει σάρκα και οστά στον επίπεδο χωρίς όνομα και ιστορία χαρακτήρα. Η προσπάθεια να δοθεί ανθρώπινο στοιχείο με την υποτιθέμενη ανιδιοτελή αφοσίωσή του στην Κατ αποτυγχάνει κωμικοτραγικά, μεταξύ άλλων επειδή η χημεία της με τον κακούργο ολιγάρχη που τόσο μισεί -υποτίθεται-, είναι πολύ πιο χειροπιαστή από εκείνη μεταξύ της ίδιας και του σωτήρα της. Η ίδια Κατ αποτελεί μάλλον τον πιο αδιάφορο γυναικείο χαρακτήρα σε ταινία του Νόλαν, μια αφόρητα κλισέ damsel in distress, που τελικά επιβεβαιώνει το σεξιστικό στερεότυπο για τις γυναίκες που δρουν παρορμητικά, ξέροντας πως στο τέλος οι άντρες θα καθαρίσουν (και) για πάρτη τους. Όσο για τον Μπράνα, προκαλεί μάλλον γέλιο σε έναν από τους πιο καρτουνίστικα γκροτέσκους ρόλους κακών της δεκαετίας, κάτι στο οποίο συμβάλλει και η επιτηδευμένα έντονη ρωσική προφορά αλά Ιβάν Ντράγκο. Η μακράν πιο ιντριγκαδόρικη φυσιογνωμία της Πρία βρίσκει πολύ λίγο χρόνο στο πανί για να κάνει τη διαφορά. Προς τιμήν του, ο μελλοντικός Μπάτμαν (η ταινία έχει τουλάχιστον δυο στιχομυθίες με αναφορά στο Twilight, για όσους δεν πιάσατε με την πρώτη πόσο meta είμαστε) καταφέρνει να περισώσει κάτι που μοιάζει με κανονικό άνθρωπο.
Συνολικά, παρά τις ως άνω ελλείψεις, η ταινία κυλά ευχάριστα παρά τη μεγάλη διάρκειά της, η άρνηση του Νόλαν ωστόσο να βγει από την comfort zone του εγγυάται ότι πιθανότατα το Tenet δε θα καταγραφεί ανάμεσα στις πιο αξιόλογες δημιουργίες του. Επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά πως τα λεφτά (πάνω από 200 εκ. δολάρια όπως λέγεται) δε φέρνουν την ευτυχία του σινεφίλ ή έστω του αγνού και άδολου θεατή σε αναζήτηση ολιγόωρης λήθης.