Στελλάκης Περπινιάδης – Βαθιά υπόκλιση στο μεγαλείο ενός στυλοβάτη του ελληνικού τραγουδιού
Ο Στελλάκης Περπινιάδης εκτός από σπουδαίος ερμηνευτής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού υπήρξε ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης μεγάλου διαμετρήματος κι ένας ιδιαίτερα αξιόλογος άνθρωπος. Άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στα μουσικά πράγματα, κατακτώντας πανάξια τη δική του χρυσή σελίδα στο βιβλίο του λαϊκού μας πολιτισμού.
Όταν ακούς το όνομα Περπινιάδης τη σκέψη σου πλημμυρίζουν μελωδίες ρεμπέτικες και λαϊκές. Ακούσματα από δίσκους που «τρίζουν» πάνω σε παλιά γραμμόφωνα, και σαν αεράκι φέρνουν κάτι από την ατμόσφαιρα και τ’ αρώματα της Σμύρνης και του παλιού Πειραιά. Τραγούδια βγαλμένα από ηλεκτρόφωνα καφενείων και πικάπ στις γειτονιές των αστικών κέντρων, που υμνούν τον έρωτα και την αγάπη και μιλάνε για τον πόνο, τις αγωνίες, τις ελπίδες των λαϊκών ανθρώπων που αγωνίζονται να ορθοποδήσουν από τις καταστροφικές συνέπειες της προσφυγιάς, αργότερα της φασιστικής κατοχής και του εμφυλίου. Τραγούδια που πέρασαν στην αθανασία ως αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκού μας πολιτισμού, που μπολιάστηκαν με την ύπαρξή μας και πορεύονται από κοινού με τα βήματα και τις συνήθειες μας, συντροφεύοντας τις χαρούμενες στιγμές μας και τις λύπες μας.
Όταν λες Περπινιάδης θ’ αναφερθείς πρώτα και κύρια στον τεράστιο ερμηνευτή του ρεμπέτικου Στελλάκη Περπινιάδη, πατέρα του μεγάλου ερμηνευτή του κλασικού λαϊκού και δημοτικού τραγουδιού Βαγγέλη Περπινιάδη και παππού του Στέλιου Περπινιάδη που κρατάει στις μέρες μας τη βαριά σκυτάλη των προγόνων του. Θα υποκλιθείς σ’ έναν στυλοβάτη του ελληνικού τραγουδιού που εκτός από εκτελεστής σε αμέτρητες ηχογραφήσεις, με τις γνώσεις και την προσωπικότητά του δεν κατέκτησε απλά μια θέση ανάμεσα στους κορυφαίους εκπροσώπους του ρεμπέτικου, αλλά ανήκει στην πρωτοπορία του, σε αυτούς τους λίγους που διαμόρφωσαν και καθόρισαν αυτό το είδος τραγουδιού που προϋπήρξε του κλασικού λαϊκού.
«Είμαι εργάτης τιμημένος όπως όλη η εργατιά
και τεχνίτης ξακουσμένος, αμάν αμάν αααχ
λεοντάρι στη δουλειά…»
Ο Στελλάκης (Στέλιος) Περπινιάδης γεννήθηκε στην Τήνο στις 14 του Μάη 1899 και έφυγε από τη ζωή στις 4 του Σεπτέμβρη 1977. Ο πατέρας του ήταν Τηνιακός και η μάνα του από τη Χίο. Το όνομά του το πήρε μετά από τάμα των γονιών του στον άγιο. Ήταν το ενδέκατο παιδί που γέννησε η μάνα του και το μοναδικό που επέζησε μετά από οχτώ συνεχόμενους θανάτους γεννημένων παιδιών της οικογένειας.
Ο παππούς του, πατέρας της μάνας του, ήταν αγρότης, ιδιαίτερα καλλίφωνος και ψάλτης στην εκκλησία στα Μεστά Χίου.
Σε βρεφική ηλικία, είχε δεν είχε συμπληρώσει ο Στελλάκης ένα χρόνο ζωής, η οικογένειά του μεταναστεύει προς αναζήτηση καλύτερης τύχης στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ανθούσε τότε η ελληνική παροικία. Εκεί θα μείνει μέχρι το 1906. Ο πατέρας του ανοίγει μπαρ αλλά οι δουλειές δεν πάνε καλά. Έτσι η οικογένεια εγκαταλείπει την Αλεξάνδρεια και φτάνει στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη η κατάσταση για την οικογένεια ομαλοποιείται. Ο Στελλάκης θα βγάλει έξι τάξεις από τις οχτώ που είχε τότε το σχολείο, όμως όχι χωρίς προβλήματα. Για να βοηθήσει την οικογένεια δουλεύει δίπλα στον πατέρα του πουλώντας ψωμί από σπίτι σε σπίτι. Το μεροκάματο ξεκινούσε από τα χαράματα και τελείωνε στις εννιά. Ο Στελλάκης φτάνει κάθε μέρα στο σχολείο έχοντας χάσει την πρώτη ώρα και έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρότητα του δασκάλου του που συχνά τον δέρνει μπροστά στους συμμαθητές του.
Από παιδί του αρέσει η εκκλησία. Πηγαίνει τακτικά και στέκεται δίπλα στους ψάλτες όπου δειλά δειλά αρχίζει να δοκιμάζει τη φωνή του. Δίπλα σε φημισμένους ψάλτες της εποχής εκείνης παίρνει τα πρώτα μαθήματα βυζαντινής μουσικής.
Το 1919 με την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη ο Στελλάκης επιστρατεύεται και στέλνεται στο μέτωπο. Λόγω μιας πάθησης που παρουσιάζεται στα μάτια του μετά από κάποιες εξαντλητικές πορείες, κρίνεται από επιτροπή ως βοηθητικός και παραμένει στη Σμύρνη μέχρι την καταστροφή. Εκεί έρχεται σε επαφή με το ρεμπέτικο. Συχνάζει στις μπυραρίες της πόλης όπου εμφανίζονται πρωτοπόροι του είδους, όπως ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Κώστας Νούρος. Ο Στελλάκης εντυπωσιάζεται από τον τρόπο που ο σπουδαίος Νούρος ερμηνεύει βυζαντινούς αμανέδες, που του θυμίζουν τα παιδικά του χρόνια όταν έψελνε στο νησί.
Μετά την καταστροφή καταφεύγει πρόσφυγας στη Χίο κι από εκεί φτάνει στον Πειραιά. Παλεύοντας να επιβιώσει ανάμεσα σε χιλιάδες πρόσφυγες που κατακλύζουν τις περιοχές πέριξ του μεγάλου λιμανιού, πιάνει ένα σπιτάκι στην Κρεμμυδαρού, όπως ονομαζόταν τότε η Δραπετσώνα, στον Άγιο Διονύση, και δουλεύει σε χρωματοπωλείο. Η αγαπημένη του ενασχόληση να ψέλνει συνεχίζεται, αυτή τη φορά στην Αγία Ζώνη.
Το 1925 γνωρίζεται με τον σπουδαίο δεξιοτέχνη του σαντουριού Μανώλη Μαργαρώνη (πατέρα της επίσης σπουδαίας πιανίστα Ευαγγελίας Μαργαρώνη, συνεργάτιδας επί σειρά ετών του Βασίλη Τσιτσάνη) που εντυπωσιάζεται από τη φωνή του και τον προτρέπει ν’ αγοράσει κιθάρα και να τον ακολουθήσει επαγγελματικά. Δουλεύει σε κέντρα τραγουδώντας και παίζοντας κιθάρα, δίπλα στο Μαργαρώνη και άλλα μεγάλα ονόματα της εποχής. Η ζωή του Στελλάκη αρχίζει ν’ αλλάζει με θεαματικούς ρυθμούς.
Μέσα στην ίδια χρονιά, το 1929, ο Στελλάκης θα γνωρίσει δυο μυθικά ονόματα – τεράστιες αξίες του ρεμπέτικου, τον μουσικοσυνθέτη (και στιχουργό) Παναγιώτη Τούντα και τον Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιός) σπουδαίο δεξιοτέχνη του βιολιού και δημιουργό πολλών τραγουδιών. Ακούγοντάς τον ο Τούντας ενθουσιάζεται από το εύρος και τη μουσικότητα της φωνής του και του γράφει τα πρώτα του δυο τραγούδια. «Το κουκλί της Κοκκινιάς» και «Στον Ποδονίφτη μια όμορφη μικρούλα», ηχογραφούνται στο αθηναϊκό ξενοδοχείο «Τουρίστ» συνοδεία λαϊκής ορχήστρας που αποτελούν ο Δημήτρης Σέμσης (Σαλονικιός) βιολί, ο Δημήτρης Αραπάκης τσέμπαλο και ο Δημήτρης Κυριακίδης κιθάρα.
«Κλαίω μυστικά, κουκλάκι μου, μην το μάθει ο ντουνιάς
ότι για σένα λιώνω και πονώ, μικράκι μου
έμορφο κουκλί της Κοκκινιάς…»
Την ίδια χρονιά ο Στελλάκης εντάσσεται στη δισκογραφική εταιρεία «Κολούμπια», που έχει για μαέστρο τον Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιός) και αρχίζει να συνεργάζεται πιο στενά με τον ίδιο και με τον Τούντα, ερμηνεύοντας τραγούδια και άλλων μεγάλων δημιουργών, όπως ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Γιοβάν Τσαούς, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Κώστας Καρίπης κ.ά.
Εκείνη την εποχή το μπουζούκι δεν έχει κάνει την εμφάνισή του στη δισκογραφία και στο τραγούδι πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν το βιολί και το σαντούρι, ενώ ψηλά στην προτίμηση του κόσμου βρίσκονται οι αμανέδες. Σπουδαίοι τραγουδιστές εκείνης της περιόδου ο Κώστας Νούρος, ο Αντώνης Νταλγκάς (πραγματικό επώνυμο Διαμαντίδης), ο Κώστας Ρούκουνας, η Ρόζα Εσκενάζι, η Ρίτα Αμπατζή, ο Καρίπης κ.ά.
Το 1930 γνωρίζεται με τον σπουδαίο ερμηνευτή του ρεμπέτικου Γιώργο Κάβουρα που ακόμα εμφανίζεται στη δισκογραφία και στα μαγαζιά ως οργανοπαίχτης και όχι ως τραγουδιστής, με τον οποίο συνεργάζονται σε κέντρο που διατηρεί ο ίδιος ο Στελλάκης στην Κοκκινιά.
Ο Στελλάκης τρέφει μεγάλη εκτίμηση για τον Γιοβάν Τσαούς του οποίου ηχογραφεί μεταξύ άλλων τις επιτυχίες (με στίχους του Στελάκη): «Μέρα και νύχτα περπατώ», «Ελένη η ζωντοχήρα» και άλλα τραγούδια.
Το αστέρι του Στελλάκη μεσουρανεί στην «Κολούμπια». Με την τραγουδιστική αξία του, τις γνώσεις και την προσωπικότητά του αποχτά λόγο και δύναμη και φυσικά το δικαίωμα της επιλογής. Ηχογραφεί συνεχώς τραγούδια, όλα κατόπιν δικής του έγκρισης, χωρίς να διστάσει να κάνει δεύτερη φωνή σε τραγουδιστές μικρότερης εμβέλειας, γεγονός που αναμφισβήτητα «μιλάει» για τον χαρακτήρα του και την προσωπικότητα του. Δεν υπάρχει συνθέτης που να μην τον θέλει για αποκλειστικό τραγουδιστή του. Όμως ο Στελλάκης είναι αυτός που επιλέγει.
Γίνεται ο κύριος ερμηνευτής των τραγουδιών του Βαγγέλη Παπάζογλου, για τον οποίο θα μιλάει μέχρι το τέλος της ζωής του με απεριόριστο θαυμασμό και εκτίμηση.
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου εκτός από ένας βαθύτατα ευαίσθητος και εμπνευσμένος δημιουργός, υπήρξε άνθρωπος με αρχές που τις υπηρέτησε πιστά και τις υπερασπίστηκε ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Στο απόγειο της επιτυχίας του προτίμησε να σταματήσει να ηχογραφεί τραγούδια, παρά να διαπραγματευτεί το περιεχόμενό τους με τους λογοκριτές της φασιστικής δικτατορίας του Μεταξά. Ο ίδιος αργότερα, στην Κατοχή, όταν ο λαός της Αθήνας και άλλων πόλεων θερίζεται από την πείνα, κόντρα σε κάθε «λογική» αρνείται να παίζει «για τους φχαριστημένους και τους μαυραγορίτες», όπως έλεγε και γίνεται παλιατζής.
Στελλάκης και Παπάζογλου συνεργάζονται στενά και σύμφωνα με τον πρώτο, μόνο όταν κάποιο τραγούδι δεν «του πήγαινε», με τη σύμφωνη γνώμη και των δυο δινόταν σε άλλον τραγουδιστή να το πει. Ηχογραφούν μαζί μεγάλες επιτυχίες όπως «Η μπαμπέσα», «Αργιλές» («Αργιλέ μου παινεμένε»), «Ζουρλοπαινεμένης γέννα», «Η φωνή του ναργιλέ» («Πέντε χρόνια δικασμένος»), «Οι λαχανάδες» («Κάτω στα λεμονάδικα»), «Νικοκλάκιας», «Βάλε με στην αγκαλιά σου» και άλλα. Ο «Αργιλές» είναι το αγαπημένο τραγούδι του Στελλάκη από τη συνεργασία του με τον Βαγγέλη Παπάζογλου:
«Μίλα και συ καλάμι μου, δερβίση μου κι αλάνι μου
τι θα γενεί το χάλι μου, πες μου κι εσύ καλάμι μου,
καλέ μου…»
Το 1936 θα λάβουν χώρα δυο σημαντικά ιστορικά γεγονότα που θα σημαδέψουν την πορεία του Στελλάκη Περπινιάδη: Ο θάνατος του Ελευθερίου Βενιζέλου και η εγκαθίδρυση της μεταξικής δικτατορίας. Στις 18 του Μάρτη πεθαίνει ο Βενιζέλος βυθίζοντας σε θλίψη τους πολυάριθμους ψηφοφόρους-οπαδούς του. Το γεγονός εμπνέει δημιουργούς του ρεμπέτικου να γράψουν τραγούδια. Ο Στελλάκης ερμηνεύει το τραγούδι «Τον Βενιζέλο χάσαμε» σε μουσική Σταύρου Παντελίδη και στίχους Κώστα Καρίπη, καθώς και τη σύνθεση του Παναγιώτη Τούντα «Ο καημός της κυρα Κώσταινας» που σύμφωνα με τον μελετητή του ρεμπέτικου Παναγιώτη Κουνάδη, πρόκειται για «αλληγορικό τραγούδι, στο οποίο η κυρα-Κώσταινα συμβολίζει την Ελλάδα» που γράφτηκε «με αφορμή τον θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου (…)προσαρμόζοντας στίχους πάνω στη μελωδία της “Πασαλιμανιώτισσας”».
«Κλάψτε παιδιά με την καρδιά, ντυθείτε μες στα μαύρα,
γιατί η Ελλάδα έχασε έναν μεγάλο άντρα…»
Την ίδια χρονιά ο Στελλάκης ερμηνεύει τη θρυλική «Βαρβάρα» του Παναγιώτη Τούντα, ένα σατιρικό τραγούδι που θα διωχτεί και απαγορευτεί λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του από τη φασιστική δικτατορία του Μεταξά, που από τις 4 του Αυγούστου απλώνει τις βαριές αλυσίδες της πάνω από τις ελευθερίες και τα δικαιώματα του λαού μας. Το τραγούδι περιγράφει τον «έκλυτο» νυχτερινό βίο μιας κυρίας της «υψηλής» τάξης, προκαλεί πάταγο στη συντηρητική κοινωνία της εποχής και γνωρίζει εκτός των άλλων τεράστια εμπορική επιτυχία, πουλώντας δεκάδες χιλιάδες δίσκους. Οι αριστοτεχνικά δομημένοι με σεξουαλικά υπονοούμενα στίχοι του «διεγείρουν» τα όργανα του φασιστικού καθεστώτος που εξαπολύουν πογκρόμ σε σπίτια και μαγαζιά κατάσχοντας και καταστρέφοντας χιλιάδες αντίτυπα και μοιράζοντας παντού πρόστιμα. Ο Τούντας ως δημιουργός του τραγουδιού αλλά και υπεύθυνος ηχογραφήσεων της «Κολούμπια», σέρνεται σε δίκη που μονοπωλεί το ενδιαφέρον του κόσμου και συρρέει στο δικαστήριο. Από τους βασικούς μάρτυρες στη δίκη ο Στελλάκης Περπινιάδης, καταθέτει κατόπιν συνεννόησης με την υπεράσπιση του Τούντα ότι ήταν υποχρεωμένος βάσει συμβολαίου να ερμηνεύσει το τραγούδι, καθώς και ότι δεν το θεωρεί άσεμνο αλλά απλά προκλητικό. Ο ίδιος δεν συμφωνεί με τις φήμες ότι το τραγούδι απαγορεύτηκε επειδή δήθεν αναφερόταν στην κόρη του φασίστα δικτάτορα Μεταξά, Λουκία (Λουλού) Μεταξά – Μαντζούφα, διαβόητη επικεφαλής του γυναικείου τμήματος της «Εθνική Οργανώσεως Νεολαίας» – ΕΟΝ. Η «Βαρβάρα» απαγορεύεται, ο Τούντας καταδικάζεται με βαρύ χρηματικό πρόστιμο και θεσπίζεται επιτροπή λογοκρισίας που θα γίνει ορκισμένος εχθρός του ρεμπέτικου κι οτιδήποτε θυμίζει Σμύρνη και γενικότερα ανατολή.
Μοναδικό ντοκουμέντο – Ο Στελλάκης Περπινιάδης σε προχωρημένη ηλικία τραγουδάει με την Αλεξάνδρα την «Μποέμισα» του Βασίλη Τσιτσάνη:
Την περίοδο πριν το πόλεμο ο Στελλάκης γνωρίζεται και συνεργάζεται σε πολλά τραγούδια (ως πρώτη ή δεύτερη φωνή) με τους συνθέτες που δίνουν τον ρόλο του πρωταγωνιστή στο μπουζούκι: Βασίλης Τσιτσάνης, Στέλιος Χρυσίνης, Δημήτρης Γκόγκος – Μπαγιαντέρας, Σπύρος Περιστέρης, Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Μάρκος Βαμβακάρης και αργότερα οι Γιώργος Μητσάκης, Μανώλης Χιώτης κ.ά.
Κάνει ντουέτα με μεγάλες ερμηνεύτριες όπως η Ιωάννα Γεωργακοπούλου και η Μαρίκα Νίνου και ερμηνευτές όπως ο Γιώργος Κάβουρας, ο Δημήτρης Περδικόπουλος, κ.ά. Κάνει δεύτερη φωνή στη «Νόστιμη μαυροματού» δίπλα στο Μάρκο Βαμβακάρη αλλά και σε τραγούδια που ερμηνεύει ντουέτο με τον σπουδαίο ερμηνευτή Στράτο Παγιουμτζή. Σ’ ένα χώρο όπου ανθεί η ματαιοδοξία και περισσεύουν οι ανταγωνισμοί, ο τεράστιος Στελλάκης δεν «τσιγκουνεύεται» ν’ αναγνωρίσει την τεράστια αξία του Στράτου Παγιουμτζή, τον οποίο αποκαλεί «μεγαλύτερη φωνή που έχει βγει ποτέ», λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «στο λαιμό του είχε φωλιές με αηδόνια».
Το «Ό,τι κι αν πω» του Τσιτσάνη ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του Στελλάκη:
Ανάμεσα στις πολλές εκτελέσεις τραγουδιών άλλων συνθετών, ο Στελλάκης έβρισκε το χρόνο να δημιουργεί δικά του τραγούδια, γράφοντας κυρίως στίχους αλλά και μουσική. Τους περισσότερους στίχους όπως έχει πει ο ίδιος τους έδινε σε συνθέτες φίλους ή συνεργάτες του. Ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια που ο ίδιος εμφανίζεται ως συνθέτης είναι η «Γάτα» σε στίχους Νίκου Μάθεση που αναφέρεται σε μια εντυπωσιακή… γυναικεία κατάκτηση του δεύτερου. Χαρακτηριστικό του τραγουδιού που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην εποχή του και συγκαταλέγεται στα κλασικά του είδους, η μίμηση της γάτας στην εισαγωγή από τον Στέλιο Χρυσίνη. Άλλα τραγούδια με συνθέτη ή στιχουργό τον Στελλάκη Περπινιάδη είναι το μπροστά από την εποχή του «Ψευτοφιλία», το ριζοσπαστικό για τότε, για τις θέσεις που εκφράζει για τους μάγκες και τη μαγκιά «Μάγκες μου συμμορφωθείτε», τα «Δυο καρπούζια σ’ ένα χέρι» και «Μια κόρη στην ακρογιαλιά», το πασίγνωστο «νησιώτικο» «Μάτια σαν και τα δικά σου», η «Καλυβιώτισσα» και άλλα.
«Μάγκες μου συμμορφωθείτε, πάψτε τα σερέτικα
Και καθίστε να σκεφθείτε τη ζωή την ψεύτικια…»
Ο Στελλάκης Περπινιάδης εκτός από σπουδαίος ερμηνευτής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, και οργανοπαίχτης, υπήρξε ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης μεγάλου διαμετρήματος, που γνώρισε καθολική αποδοχή. Οι γνώσεις του για τη βυζαντινή μουσική και το ρεμπέτικο, η συγκροτημένη προσωπικότητά του με θέση και άποψη για την Τέχνη του, και ο χαρακτήρας του, εκτός από το να διανύσει μια πορεία άξια θαυμασμού, τον έκαναν έναν άνθρωπο ιδιαίτερα αξιόλογο και σημαντικό, που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στα μουσικά πράγματα, κατακτώντας πανάξια τη δική του χρυσή σελίδα στο βιβλίο του λαϊκού μας πολιτισμού.
Σημείωση: Βιογραφικά στοιχεία του Στελλάκη αντλήθηκαν από αφήγηση του ίδιου στον Κώστα Χατζηδουλή, όπως καταγράφηκε στο βιβλίο του δεύτερου «Ρεμπέτικη ιστορία».