«Νίξον, Φρέυ και Πινοσέτ ως τώρα, ως τούτο τον πικρό μήνα Σεπτέμβρη του 1973…»
Με την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος στη Χιλή, ο Πάμπλο Νερούδα γράφει το ποίημα «Σατράπες». Λίγες μέρες αργότερα θα φύγει από τη ζωή…
Στις 11 του Σεπτέμβρη 1973 εκδηλώνεται στη Χιλή αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα, με επικεφαλής τον στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ. Η νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» (συμμετείχαν κομμουνιστές, σοσιαλιστές, ριζοσπάστες, αριστεροί, χριστιανοδημοκράτες) ανατρέπεται. Ο σοσιαλιστής Πρόεδρος, Σαλβαδόρ Αλιέντε πέφτει νεκρός στο Προεδρικό Μέγαρο με το όπλο στο χέρι.
Ο Χιλιανός κομμουνιστής ποιητής Πάμπλο Νερούδα μετά την εκλογική νίκη της «Λαϊκής Ενότητας» αναλαμβάνει πρέσβης της χώρας του στο Παρίσι. Με επιβαρυμένη υγεία επιστρέφει στη Χιλή τον Γενάρη του 1973. Μια βδομάδα πριν το πραξικόπημα, ο χιλιάνικος λαός τιμά τον ποιητή του, στο Στάδιο του Σαντιάγο. Παρών και ο ίδιος παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας του.
Με την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος ο Πάμπλο Νερούδα θα γράψει το ποίημα «Σατράπες». Τα γεγονότα που ακολουθούν επιδεινώνουν κι άλλο την υγεία του. Βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό, ενώ η χούντα του αρνείται και την ιατρική περίθαλψη. Θα φύγει από τη ζωή λίγες μέρες αργότερα, στις 23 του Σεπτέμβρη 1973…
Το ποίημα περιλαμβάνεται στην έκδοση «Χιλή 1970-1975, Πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εσωτερική αντίδραση», του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ, που κυκλοφόρησε το 1975. Δεν αναφέρεται ο μεταφραστής.
Σατράπες
«Νίξον, Φρέυ και Πινοσέτ
ως τώρα, ως τούτο τον πικρό
μήνα Σεπτέμβρη
του 1973,
με τον Μπορνταμπέρι, τον Γκαρατσάτσου και τον Μπαντζέρ,
ύαινες αχόρταγες, τρωκτικά,
σιγοτρώνε τα λάβαρα, τα καταχτημένα
με τόσο αίμα, τόση φωτιά,
στα τσιφλίκια ποδοπατημένα,
διαβολικοί δραγουμιστές,
σατράπες, μύριες φορές πουλημένοι,
ξεπουλητάδες βαλτοί
από τους λύκους της Νέας Υόρκης.
Πεινασμένες για δολάρια μηχανές,
σημαδεμένοι από τα θύματα
των λαών που θυσιάσατε,
εκπορνευμένοι μικροπωλητές
ψωμιού και αέρα αμερικάνικου,
εγκληματικοί βούρκοι, συμμορίες
από μαστρωπούς μπόσηδες
δίχως άλλο νόμο απ’ τα βασανιστήρια
και την πείνα, που μαστιγώνει τους λαούς.