Παραμόρφωση

Ένα ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη

Παραμόρφωση

Στην άγονη νύχτα,  σαλπίσματα, φωνές, ομοβροντίες…
Το ήξερες πως  έφτασε η ώρα της φριχτής περιπέτειας…

Με το φανέρωμα του ήλιου,
οι δήμιοι, με τη σκληρή επιβαλλόμενη ευγένεια,
σου έδωσαν το μαύρο μαντίλι για να δέσεις τα μάτια σου…
μα  εσύ δεν το δέχτηκες, γιατί  δεν ήθελες
να παραδεχτείς την ήττα!

Το ήξερες,
ωστόσο πήγες με σίγουρο βήμα και στάθηκες
μπροστά στον γκρεμισμένο μαντρότοιχο,
με τα χέρια πρησμένα από τις χειροπέδες…

Σ’  ένα χρόνο επάλληλο, μπροστά στο έξαλλο πλήθος,
κοίταξες  με αθόλωτο μάτι την απαράβλητη ομορφιά του κόσμου
που αυγάζει κάθε ξημέρωμα και νικά τη φρόνηση.

Επιστροφή στο  κενό, στα πιο ακριβά ενθύμια,
στη μάνα σου,  στα αδέρφια σου,
στους  απλούς  ανθρώπους της γης
που χάνονται ανυποψίαστοι μέσα
στη σκοτεινή  αβεβαιότητα της καινούριας μας οδύνης.

Το ήξερες,
ότι η άγρια αναμέτρηση θα έφτανε στο τέλος της…
Κι όταν θα βροντούσαν οι κάνες των όπλων
θα πρόφταινες μονάχα να δεις τη μικρή σπίθα της φωτιάς
που ενώνει τη ζωή και το  θάνατο…

Το ήξερες,
πως θα έσβηνε για πάντα το λιγνεμένο φως
του άδολου πρωινού
και το σκοτάδι θα ξεδιπλωνόταν μέσα στα χαλάσματα,
την ύστατη  στιγμή  που το αίμα σου θα άχνιζε πάνω
στο στοιχειωμένο χώμα.

Το έγκλημα θα συντελεστεί…
Και μια ελπίδα θα χαθεί, δίχως θρηνωδίες και κραυγές,
για να ξεχωρίσουν οι γενναίοι από τους δειλούς,
για να γίνει η θυσία  σου μια ακόμα ένοχη σιωπή
στο αγέρα της γης που δε λέει να κοπάσει…

Πάει πολύς καιρός   σύντροφε που λείπεις…
Στην ερημιά των δρόμων  που η ζωή σκορπίζεται,
θυμάμαι πάντα μια ημερομηνία,
αναπολώντας μια εύχυμη νιότη που δε πρόφτασε να ανθίσει
κι ένα ανθρώπινο όνομα που μιλάει πάντα απροσποίητα
για την ειρήνη της γης, σ’ όλες τις ανθρώπινες καρδιές…

(Από την ποιητική συλλογή «Μνήμες της πέτρας και της σιωπής»)

Εικόνα: “Για τον «Γολγοθά»”, από σχέδιο του 1949, του Γιώργου Φαρσακίδη 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: