Το διήγημα της Πέμπτης: «Η συμμαθήτρια» της Λιλιάνας Δρίτσα
Την πείραζε που κανείς από δαύτους δεν ήταν ικανός να αναγνωρίσει την αξία της, που εκεί μέσα κανείς δεν εντυπωσιαζόταν ούτε απ’ τα πτυχία της, ούτε απ’ τα λεφτά της, ούτε απ’ τις υψηλές γνωριμίες της. Την πείραζε που στο σπίτι εκείνο ήταν μια κομπάρσα…
Η Λιλιάνα Δρίτσα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1951 από Αιγυπτιώτες γονείς. Έζησε για χρόνια στη Δυτική Αφρική. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με μεταπτυχιακό στην Προϊστορική Αρχαιολογία.
Εργάστηκε σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Κρίσης στην ΕΕΛ για την εισδοχή νέων μελών.
Έργα της: «Γράμμα στον Τριπτόλεμο», ποιήματα (1975), «Τα Θηρία», διηγήματα (1979), «Γόνιμη Γραμμή», ποιήματα (1980), «Εφτά Γράμματα στον Βάνια», ποιήματα (1984), «Το Παραμύθι της Αγάπης», μυθιστόρημα (1986), «Obodo Dike», μυθιστόρημα (1989), «Ο Μηχανούλης», παιδικό, Α’ βραβείο Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (1990), «Ρωγμές», διηγήματα (2007), «Επιστολή», ποιητική σύνθεση, έπαινος διεθνούς λογοτεχνικού διαγωνισμού Πολιτιστικού Οργανισμού «Νόστος» (2011), «Πικρή Σοκολάτα», μυθιστόρημα (2014).
Το διήγημα «Η συμμαθήτρια» εμπεριέχεται στη συλλογή «Παράξενες ιστορίες από οκτώ σύγχρονους πεζογράφους», των εκδόσεων «Εντός» (2014).
Η συμμαθήτρια
της Λιλιάνας ΔρίτσαΕντάξει, χρυσή μου, θα τα πούμε εκεί… Τσάο.
Η Αλεξάνδρα έκλεισε το τηλέφωνο κι απόμεινε σκεφτική. Δεν μπορούσε να πει πως τα νέα που της είχε μεταφέρει η παλιά της συμμαθήτρια την είχαν ιδιαιτέρως λυπήσει, σίγουρα, όμως, δεν την άφηναν αδιάφορη. Τίποτα απ’ ό,τι είχε σχέση με τη Βούλα δεν της ήταν αδιάφορο παρόλο που αυτό, βέβαια, δεν θα μπορούσε κανείς να το υποθέσει.
Θυμήθηκε την προηγούμενη φορά, πριν δυο χρόνια περίπου, που την είχε πάρει τηλέφωνο η ίδια συμμαθήτρια. Ήταν για μια συνάντηση της τάξης του 70, γιόρταζαν τα τριάντα χρόνια αποφοίτησής τους από το γυμνάσιο. Το βρήκε σχεδόν γελοίο, ύστερα από τόσα χρόνια…
Τι κοινό είχε πια μ’ όλα εκείνα τα κοριτσόπουλα που μαζί τους μοιράστηκε, κάποτε, τα όνειρά της; Κι άραγε, τα μοιράστηκε ποτέ; Ποια απ’ αυτές ήταν ικανή να συλλάβει το μέγεθος των δικών της φιλοδοξιών; Καμμιά. Όλες μιλούσαν για έρωτες, για γάμους, για μωρά… Ήταν η μόνη που ήξερε να βάζει υψηλούς στόχους και να τους πετυχαίνει. Στο σχολείο, στην προσωπική της ζωή, στην καριέρα της…
Κι ένας απ’ τους λόγους, εδώ που τα λέμε, αν όχι και μοναδικός, που είχε δεχτεί έτσι αβασάνιστα εκείνη την ανόητη συνάντηση, πριν από δυο χρόνια, ήταν η καριέρα της – η πολιτική της καριέρα αυτή τη φορά. Γιατί στις επόμενες εκλογές είχε σκοπό να κατέβει υποψήφια, με το κυβερνών κόμμα, φυσικά.
Κι οι παλιές συμμαθήτριες με τις οικογένειές τους, τους φίλους τους, τα άτομα που ίσως επηρέαζε η κάθε μια, ήταν μια πρώτης τάξεως αρχή για πολιτική ζύμωση. Ύστερα απ’ αυτή την πρώτη συνάντηση είχε σκοπό να διοργανώσει μια σειρά από πολιτικά «σουαρέ» στα σπίτια των παλιών της φιλενάδων. Ποια θα της το αρνιόταν; Αντίθετα, θα ’ταν περήφανες να δείξουν στους γνωστούς τους τη στενή φιλία που τις έδενε μ’ ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο. ΓΓ αυτό ήταν σίγουρη…
Γιατί η Αλεξάνδρα ΗΤΑΝ σημαντικό πρόσωπο. Επιτυχημένη οικονομολόγος, με σπουδές στο εξωτερικό, με πανεπιστημιακή έδρα, με προεδρίες επιτροπών… Δεν περνούσε εβδομάδα που να μη την αναφέρουν τα μέσα ενημέρωσης. Συνεντεύξεις, άρθρα, διαλέξεις… Το όνομά της φιγουράριζε απ’ τα πρώτα στις λίστες προσκεκλημένων των πιο σημαντικών εκδηλώσεων. Ακόμα και της Προεδρίας της Δημοκρατίας…
Βέβαια, δεν είχε φτάσει ως εδώ χωρίς να κουραστεί. Ούτε χωρίς να παλέψει σκληρό. Στους πανεπιστημιακούς κύκλους είχε τη φήμη της αδίστακτης. Αλλά, όλα της βγήκαν σε καλό. Τώρα, κοίταζε πίσω της κι έμενε ικανοποιημένη. Κοίταζε μπροστά κι ήταν κάτι παραπάνω από αισιόδοξη. Γιατί δεν ήταν από τους ανθρώπους που επαναπαύονται ποτέ. Πάντα ήθελε κάτι παραπάνω απ’ αυτό που είχε, πάντα έβαζε ένα στόχο υψηλότερο απ’ αυτόν που είχε πετύχει. Σαν τους αθλητές: Fortius, Altius…
Τώρα που το σκεφτόταν, και πρωταθλήτρια θα μπορούσε να ήταν – αρκεί να το είχε θελήσει. Είχε όλα τα προσόντα: είχε το πείσμα και την αποφασιστικότητα. Την επιμονή και την υπομονή. Την προθυμία να θυσιάσει τα πάντα – και τους πάντες… Και δεν ανεχόταν για τον εαυτό της τη δεύτερη θέση.
Αυτό είχε φανεί από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Και της είχε χαρίσει την αναγνώριση. Και πολλές αντιπάθειες. Δεν την ένοιαζε. Κράταγε την αναγνώριση – κυρίως αυτών που θα της φαίνονταν χρήσιμοι. Τα υπόλοιπα τα πετούσε.
Σωστή τακτική, απ’ ό,τι αποδείχτηκε… Στα σαρανταοκτώ της είχε καταφέρει περισσότερα απ’ όσα όλες οι συμμαθήτριές της μαζί. Καριέρα, χρήματα, δυο γάμους, παιδιά… Όλα υπολογισμένα με ακρίβεια για να γίνουν όπως και όταν έπρεπε. Είχε ταξιδέψει, είχε γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους… Είχε την εκτίμηση όλων. Και κόντευε να σκάσει από υγεία… Όλα, μα όλα, της πήγαιναν καλά. Φαινόταν σαν να μην υπήρχε τίποτα πια που θα μπορούσε να επιθυμήσει…
Και βέβαια, δε χρωστούσε σε κανένα χάρη για τίποτα. Εκτός, ίσως, από τους γονείς της που είχαν παίξει ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της. Αυτοί της είχαν εμφυτεύσει την πεποίθηση πως ήταν η καλύτερη, πως μπορούσε τα πάντα, πως έπρεπε να είναι η πρώτη σε όλα, χωρίς καμιά συζήτηση.
— Και πού θα γίνει η συνάντηση; είχε ρωτήσει κάπως αδιάφορα.
— Στο σπίτι της Βούλας, στο Χαλάνδρι. Τη θυμάσαι τη Βούλα;
Και βέβαια τη θυμόταν τη Βούλα, αν και δε θα το περίμενε κανείς, γιατί ήταν από τα πιο αφανή κορίτσια της τάξης. Ασήμαντη στην εμφάνιση, μέτρια μαθήτρια, ήσυχο παιδί… Μόνο σ’ ένα πράγμα ξεχώριζε: είχε υπέροχη φωνή. «Αηδονάκι» την έλεγε ο μουσικός. Και την έβαζε να τραγουδάει «σόλο» στις γιορτές του σχολείου. Μόνο τότε αποκτούσε οντότητα η Βούλα. Μόνο δυο-τρεις φορές το χρόνο, για δέκα λεπτά περίπου, το σχολείο είχε τη ματιά του στραμμένη επάνω της. Μόνο δυο-τρεις φορές το χρόνο. Κι αυτό, όμως, αρκούσε για να φουντώσει η ζήλεια στην καρδιά της Αλεξάνδρας. Είχε κι αυτή καλή φωνή. Και, φυσικά, ΑΥΤΗ έπρεπε να ’ναι η σολίστ! Το άξιζε περισσότερο από κάθε άλλη. Και δε συγχώρεσε ποτέ το μουσικό που αγνόησε τη δική της προσωπικότητα κι έβαλε στη θέση της μιαν ασήμαντη Βούλα… Σε σημείο που έφυγε απ’ τη χορωδία. Θυμάται, όμως, πόσο οδυνηρό της ήταν να παρακολουθεί την εκδήλωση καθισμένη μαζί με όλες τις άλλες. Θυμάται πόσο έντονη αισθανόταν την επιθυμία ν’ ανέβει στη σκηνή, να βουτήξει τη Βούλα απ’ τα μαλλιά, να την πετάξει έξω και να πάρει τη θέση της… Στο τέλος αποφάσισε σε κάθε γιορτή να κάνει την άρρωστη και να μην πηγαίνει καθόλου στο σχολείο.
Είχε πάει στη συγκέντρωση. Κι όλα εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε. Η παρουσία της έκανε αίσθηση. Η εμφάνισή της σχολιάστηκε κολακευτικά. Η αλήθεια ήταν πως κρατιόταν καλύτερα απ’ όλες· πώς θα μπορούσε ν’ αφήσει τον εαυτό της να παχύνει ή να γεράσει… Ενώ οι άλλες… Κι ειδικά εκείνη η Βούλα… Πώς είχε καταντήσει έτσι…
Είχε στο στόμα της τη γλυκειά γεύση της νίκης όταν μπήκαν στο σαλόνι ο άντρας και τα παιδιά της Βούλας. Τι την πείραξε τόσο πολύ ούτε κι η ίδια μπορούσε να εξηγήσει αργότερα. Τίποτα δεν άξιζε τη ζήλεια που φούντωσε ξαφνικά μέσα της. Ο Γιάννης, ο άντρας της, ήταν ένας κοντός, φαλακρός ανθρωπάκος, ολότελα ασήμαντος. Έμαθε πως είχε κατάστημα υποδημάτων. Τα παιδιά της, εξίσου ασήμαντα. Η κόρη σπούδαζε αισθητικός, ο γιος οδοντοτεχνίτης.
— Η κυρία Ανδρεάδη έχει παιδιά ακριβώς στην ηλικία σας, είπε με χαμόγελο η Βούλα. Μόνο που εκείνα, πρόσθεσε χωρίς ίχνος κακίας, σπουδάζουν στην Αγγλία…
— Ο γιος μου είναι στην Οξφόρδη, έσπευσε να διευκρινίσει η Αλεξάνδρα. Η κόρη μου κάνει μεταπτυχιακά στη Σορβόννη…
— Τι σπουδάζουν; ρώτησε με αφέλεια η κόρη της Βούλας.
Αλήθεια, τί ακριβώς; Συνειδητοποίησε πως δεν ήξερε. Μήπως είχε ενδιαφερθεί ποτέ να μάθει; Απλώς πλήρωνε τα υπέρογκα δίδακτρα. Κι είχε απ’ αυτούς την απαίτηση να πετύχουν, όπως αυτή…
— Οικονομικά… είπε αόριστα και γύρισε αλλού ενοχλημένη.
Περιεργάστηκε με οίκτο το σπίτι και την επίπλωση. Πώς ζουν εδώ μέσα… σκεφτόταν. Και ηδονιζόταν να κάνει τη συντριπτική σύγκριση με το καλόγουστο περιβάλλον του δικού της σπιτιού.
Δεν μπορούσε όμως να μην προσέξει την ατμόσφαιρα που υπήρχε στο σπίτι της παλιάς της συμμαθήτριας. Τη χαρούμενη ακαταστασία. Τη ζεστασιά. Μια ζεστασιά που δεν την χαλούσαν ούτε τα κακόγουστα καλύμματα ούτε το φτηνό, ετοιματζίδικο «σύνθετο».
Και δεν μπορούσε να μην προσέξει τη σχέση που είχε η Βούλα με τα παιδιά της και τον άντρα της. Το «δέσιμο». Με τη διορατικότητά της το ’νιωσε απ’ την πρώτη στιγμή.
Διέκρινε την τρυφερότητα στα λόγια τους, όταν πείραζαν τη Βούλα για τα αποτυχημένα τυροπιτάκια της ή για τα κιλό που είχε πάρει. Την έβλεπε καθαρά στα μάτια τους, στον τρόπο που τη μάλωναν γιατί ήταν όρθια απ’ το πρωί… Ήταν κάτι που φώναζε από μακριά. Μια αρμονική, αγαπημένη οικογένεια, χωρίς υψηλούς στόχους αλλά και χωρίς εντάσεις, χωρίς προβλήματα. Απλή, αθώα κι ολιγαρκής.
Στην αρχή το βρήκε αστείο, παλιομοδίτικο. «Σαν εικονογράφηση παλιού αναγνωστικού», σκέφτηκε. «Η μητέρα, ο πατέρας, ο Μίμης και η Άννα… Κάτι σαν το Μικρό σπίτι στο λιβάδι»…
Μα, ύστερα από λίγο, άρχισε να την ενοχλεί. Ένιωθε σαν άχρηστη ανάμεσά τους, σαν κάτι να την έκανε να χάνει τη δύναμή της. Την πείραζε που κανείς από δαύτους δεν ήταν ικανός να αναγνωρίσει την αξία της, που εκεί μέσα κανείς δεν εντυπωσιαζόταν ούτε απ’ τα πτυχία της, ούτε απ’ τα λεφτά της, ούτε απ’ τις υψηλές γνωριμίες της. Την πείραζε που στο σπίτι εκείνο ήταν μια κομπάρσα κι η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια στα μάτια και στις καρδιές αυτών των τριών ανθρώπων ήταν η Βούλα! Ένιωσε όπως τότε, στις σχολικές εκδηλώσεις, όταν ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο, ν’ ανεβεί στη σκηνή την ώρα που η Βούλα τραγουδούσε, να τη βουτήξει απ’ τα μαλλιά, να την πετάξει έξω και να πάρει τη θέση της!
Πάνω που οι άλλες συμμαθήτριες άρχισαν να πιέζουν τη Βούλα να τραγουδήσει, «όπως τότε», αποφάσισε να φύγει. Χάλασαν τα σχέδιά της για προεκλογική ζύμωση. Χάλασε ανεπανόρθωτα κι η διάθεσή της και αποφάσισε να πάει νωρίς στο σπίτι.
Ο άντρας της έλειπε. Θυμήθηκε πως βρισκόταν σ’ ένα συνέδριο στη Νέα Υόρκη.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ένιωσε την ανάγκη να πάρει τηλέφωνο την κόρη της στη Σορβόννη. Διαπίστωσε πως είχε πάει για διακοπές στην Ελβετία. Το κινητό του γιου της δε λειτουργούσε, ίσως και να είχε αλλάξει αριθμό.
Τα ’βαλε με τη Φιλιππινέζα που είχε όλα τα φώτα αναμμένα, λες κι είχανε δεξίωση. Κι αποκοιμήθηκε μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας τις ειδήσεις του BBC.
Και τώρα, να, μετά από δυο χρόνια που είχε να την σκεφτεί, η Βούλα έμπαινε στη ζωή της και πάλι. Ή μάλλον έβγαινε από τη ζωή, γενικώς και για πάντα…
Η συμμαθήτρια, λοιπόν, πήρε να της πει πως η Βούλα πέθανε χτες και σήμερα ήταν η κηδεία. Αν ήθελε, λέει, θα έβαζαν και το δικό της όνομα στο στεφάνι που θα έστελναν όλες μαζί…
— Όχι, όχι, θα το φροντίσει η γραμματέας μου (είχε πια γίνει βουλευτής). Μα, πώς έγινε, έτσι ξαφνικά;
— Ήταν σοβαρά άρρωστη από καιρό. Από τότε που είχαμε πάει σπίτι της για κείνη τη συγκέντρωση. Αλλά δεν ήθελε να το βάλει κάτω. Κι οι δικοί της προσπαθούσαν να την κάνουν να μην αισθάνεται ετοιμοθάνατη… Τι αγάπη της έχει, αυτός ο Γιάννης! Ένα μήνα στο νοσοκομείο δεν έφυγε από δίπλα της. Και τα παιδιά, στιγμή δεν την άφησαν. Άσε που πούλησαν και το σπίτι…
Σαν αστραπή πέρασε από μπροστά της μια σκηνή σ’ ένα νοσοκομείο της Βοστώνης που είχε κάνει μια εγχείρηση πριν μερικά χρόνια.
Η ατσαλάκωτη νοσοκόμα να φέρνει μέσα τρεις τεράστιες ανθοδέσμες από την πιο ακριβή αλυσίδα ανθοπωλείων. Και τις πανομοιότυπες καρτούλες με τα ονόματα του άντρα και των παιδιών της: «Σόρρυ που δεν κατάφερα να είμαι εκεί. Φιλάκια»…
Φυσικά και θα πήγαινε στην κηδεία. Στις δημόσιες εμφανίσεις είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Κι είχε και κάποια περιέργεια…
Έφτασε πέντε λεπτά πριν από την καθορισμένη ώρα. Η εκκλησία ήταν κιόλας γεμάτη κόσμο. Κανείς δεν της έδωσε σημασία. Ήταν όλοι τόσο απορροφημένοι… Στάθηκε κόπου πίσω και κοίταζε. Την εντυπωσίασε το πλήθος που έβλεπε και η ειλικρινής θλίψη στα πρόσωπά τους. Πρόσωπα συγγενών, κοντινών ή μακρινών, γειτόνων, φίλων, γνωστών. Μόνο ψίθυροι ακούγονταν. Και κάπου-κάπου οι λυγμοί της κόρης της Βούλας, που καθόταν μαζί με τον αδελφό και τον πατέρα της κοντά στο φέρετρο.
Πλησίασε κοντά να συλλυπηθεί. Ψηλή και κομψή, μέσα στο ακριβό παλτό της, άπλωσε ένα γαντοφορεμένο χέρι και πήρε την απαραίτητη θλιμμένη έκφραση. Ο κοντόσωμος ανθρωπάκος σήκωσε ένα βασανισμένο βλέμμα που δε φάνηκε να την αναγνωρίζει.
— Ευχαριστώ, ψιθύρισε μηχανικά και έσκυψε πάλι στην κόρη του.
Δίπλα ο γιος είχε κρυμμένο το πρόσωπο στα χέρια του και δεν την είδε καθόλου.
Την ώρα που ετοιμαζόταν να απομακρυνθεί, το βλέμμα της έπεσε στο φέρετρο. Το είχαν ανοιχτό. Πρόλαβε και είδε το παχουλό πρόσωπο της Βούλας ανάμεσα σ’ ένα πλήθος άσπρα και κόκκινα γαρύφαλλα. Ήταν ήρεμο και σχεδόν χαμογελαστό. Της θύμισε την εποχή που ήσαν ακόμη συμμαθήτριες. Άκουγε πίσω της το βουβό αλλά σπαραχτικό κλάμα του κοριτσιού. Κάποιος την έσπρωξε ανυπόμονα γιατί καθυστερούσε.
Στριμώχτηκε μέσα σ’ ένα πλήθος που το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί κοντά στη Βούλα, να τη δει για τελευταία φορά, να την αποχαιρετήσει, να της δείξει την αγάπη του.
Αισθάνθηκε να μικραίνει, να μικραίνει, να γίνεται ένα τίποτα. Αισθάνθηκε να γκρεμίζεται στα βάθη ενός κόσμου που την κατάπινε χωρίς οίκτο. Ένιωσε όλες τις αξίες της ζωής της να διαλύονται.
Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στο πρόσωπο της νεκρής.
Και ξάφνου την κατέλαβε η ακατανίκητη επιθυμία να ορμήξει στο φέρετρο, να τη βουτήξει απ’ τα μαλλιά, να την πετάξει έξω και να πάρει τη θέση της…
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.