Η επανάληψη της τραγωδίας και η κάθαρση

Το χρέος μας απέναντι στην εποχή είναι βαρύ και έχει πολλαπλά παρακλάδια, αλλά έναν κορμό. Να διαφυλάξουμε την ανθρωπιά μας. Να συντρίψουμε όσους βλέπουν τα αθώα μωρά των προσφύγων ως «ωραίο προσάναμμα». Να διατηρήσουμε αταλάντευτη την αλληλεγγύη μας προς τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου. Να κόψουμε το χέρι του φασίστα που απλώνεται στον απελπισμένο συμπολίτη μας και αντ’ αυτού να απλώσουμε το δικό μας.

ΛΕΣΒΟΣ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020

Τις τελευταίες ημέρες, όλοι και όλες γινόμαστε μάρτυρες γεγονότων που είναι τουλάχιστον ιστορικά. Πάνω από το νησί της Λέσβου αιωρείται μια βουβή οιμωγή, ένας κλαυθμός που περιτριγυρίζει ρυθμικά τις ζωές μας σαν ενοχλητικό χαλασμένο ρολόι. Η τραγωδία που εξελίσσεται έχει ξεκάθαρη αρχαιοελληνική υφή, με τις Ερινύες να πρωτοστατούν, οργισμένες και έτοιμες για εκδίκηση.

Πρωταγωνιστές για μια ακόμη φορά σε αυτή την πανάρχαια αναμέτρηση είναι ο άνθρωπος, η εξουσία και ένας αδιόρατος θεϊκός νόμος που περιπλανιέται ασκεπής, ψάχνοντας για την αποκατάστασή του.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Σε κάθε ιστορία σύγκρουσης υπάρχει αυτός που αδικεί και αυτός που αδικείται. Τι γίνεται όμως όταν αυτός που αδικεί, κρύβεται και τοποθετεί στη θέση του εξιλαστήρια θύματα;

Το ΚΥΤ Μόριας τα τελευταία χρόνια από κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης μετατράπηκε σε μια χαώδη φυλακή για χιλιάδες ψυχές, (σχεδόν 20.000-με τα τελευταία στοιχεία να μιλούν για 13.000), μεταξύ των οποίων 6.000 παιδιά, με τα 2.500 να είναι ασυνόδευτα. Η εξουσία σε αυτή την πράξη της τραγωδίας, γελούσε υποκριτικά πίσω από τα άνετα γραφεία της, προσκυνώντας τις απάνθρωπες συμφωνίες με Ευρώπη-Τουρκία, μοιράζοντας κούφιες υποσχέσεις σε ντόπιους και πρόσφυγες, παγώνοντας τις αιτήσεις ασύλου και αφήνοντας ουσιαστικά στην τύχη του, ένα εκτρωματικό καταυλισμό, απάνθρωπα δομημένο, με γυναίκες και παιδιά πρώτα υποψήφια θύματα βίας.

Η πανδημία του κορονοϊού, δεν συγκίνησε τα κυβερνητικά αυτιά, παρά μοιάζει σαν να τα έκλεισε περισσότερο. Ούτε οι προειδοποιήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας δεν στάθηκαν ικανές, να συγκινήσουν τους ταγούς της εξουσίας. Αντίθετα, παρατηρούμε το εξής παράδοξο, της μήνυσης από τις δημοτικές αρχές του νοσοκομείου που κατασκευάστηκε από την οργάνωση «Γιατροί χωρίς σύνορα» για την εξέταση και απομόνωση περιστατικών κορονοϊού στη Μόρια και τελικά το κλείσιμό του. Ο συνωστισμός πύκνωνε και οι κραυγές αγωνίας των νοσοκομειακών γιατρών Λέσβου ακούγονταν στα αυτιά τους σαν απόηχος. Συνέχιζαν να κρυφογελούν αμέριμνοι πίσω από τα μεγάλα γραφεία τους.

Η αρχαία ελληνική τραγωδία μας δίδαξε πως όποιος σοδομεί πάνω στην έννοια της δικαιοσύνης, πως όποιος ασεβεί εναντίον των νόμων της ισορροπίας του σύμπαντος, διαπράττει Ύβρη και τιμωρείται. Την Ύβρη, ακολουθεί μια ατελεύτητη καταστροφή που συμπαρασύρει στο διάβα της θύτες και θύματα, ένοχους και αθώους. Η Μόρια κάηκε. Δεν έχει σημασία από ποιον, δεν έχει σημασία το γιατί. Τα χοντροκομμένα σχέδια της κυβέρνησης περί κλειστής δομής, η πολυθρύλητη συμφωνία αξίας 854.000 ευρώ με την εταιρία «ΑΚΤΩΡ» προς «αναμόρφωσή» της έγιναν στάχτη μέσα σε μια νύχτα. Η εικόνα των απελπισμένων προσφύγων που τρέχουν να σωθούν από τις τεράστιες φλόγες, οι μανάδες με τα μωρά στην αγκαλιά, οι ξεριζωμένοι που κοιμούνται πάνω σε τάφους, ενώ θα μπορούσαν να είναι κάλλιστα αποκύημα μιας αρρωστημένης φαντασίας, δαντικής  έμπνευσης, είναι πραγματικότητα. Μαζί με αυτές τις εικόνες και ο ντόπιος πληθυσμός, που αλαλάζει αλλόφρων, στρέφοντας τη ρομφαία της κρίσης του σε λάθος στρατόπεδο. Η αδικία που συντελείται και εις βάρος τους για χρόνια, βούτυρο στο ψωμί του αιώνιου εκμεταλλευτή του. Του φασισμού.

Η φωτιά της Μόριας ξεγύμνωσε την κρατική ανεπάρκεια και όπλισε την φαρέτρα του μίσους περισσότερο από ποτέ. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, σίγουρα σε πολλές περιπτώσεις πονετικοί, και ίσως σε παρελθούσες καταστάσεις αλληλέγγυοι προς τον κατατρεγμένο, μετατράπηκαν σε φοβισμένα και οργισμένα πλάσματα που δεν βλέπουν το δάσος, αλλά το δέντρο. Ο φασιστικός λόγος που παλιότερα σερνόταν υπόγεια, πλέον νομιμοποιείται. Η εκφορά του από τον οποιονδήποτε, οπουδήποτε, αποτελεί πια κοινωνική συνθήκη που όσο περνάνε οι μέρες επιβάλλεται όλο και περισσότερο.

Το παρόν άρθρο δεν έχει στόχο να αναλύσει τις αιτίες ανάδυσης του φασισμού, αλλά να καταγράψει το πόσο επικίνδυνο είναι αυτό το εφιαλτικό παρόν για την εναπομείνασα ανθρωπιά μας και πόσο πιο τραγικό διαγράφεται το μέλλον, αν αυτή η σκοτεινιά επικρατήσει. Ποιος γονιός θα ήθελε να αναθέσει την ανατροφή του παιδιού του σε δάσκαλο, που προφασίζεται πως η μόνη λύση για το προσφυγικό είναι «να τους βάλουμε όλους στη σειρά, μέσα σε ένα χωράφι και να τους τουφεκίσουμε» (αληθινό περιστατικό, η υποφαινόμενη αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς).

Το χρέος μας απέναντι στην εποχή είναι βαρύ και έχει πολλαπλά παρακλάδια, αλλά έναν κορμό. Να διαφυλάξουμε την ανθρωπιά μας. Να συντρίψουμε όσους βλέπουν τα αθώα μωρά των προσφύγων ως «ωραίο προσάναμμα». Να διατηρήσουμε αταλάντευτη την αλληλεγγύη μας προς τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου. Να κόψουμε το χέρι του φασίστα που απλώνεται στον απελπισμένο συμπολίτη μας και αντ’ αυτού να απλώσουμε το δικό μας. Να χλευάσουμε τους μακριούς σταυρούς την Κυριακή στην εκκλησία, που γίνονται από ανθρώπους-οραματιστές σύγχρονων ολοκαυτωμάτων. Να ξεριζώνουμε από το δημόσιο λόγο την γκεμπελική προπαγάνδα με κάθε ευκαιρία. Να αποδομήσουμε βήμα βήμα και με σοβαρότητα το όραμα των φυρερίσκων, το όραμα των απέραντων στρατοπέδων συγκέντρωσης και των εθνοφυλάκων που «ανυπομονούν να τουφεκίσουν κινούμενους στόχους». Τα καθήκοντα πολλά και η σοβαρότητα που απαιτείται πολύ περισσότερη. Οφείλουμε να μην «μιλάμε με παραμύθια και παραβολές»* αλλά να απογυμνώσουμε τη φρίκη και να την παρουσιάσουμε ως έχει, γιατί μόνο τότε θα μπορέσουμε να την αντιμετωπίσουμε. Η ελπίδα δεν πέθανε ακόμη. Είναι εδώ και χαροπαλεύει, περιμένοντας ένα χέρι που θα την ποτίσει νερό, για να ξανανθίσει, έναν άνθρωπο που θα χορτάσει γάλα το ξεσπιτωμένο μωρό, ένα φράγμα που θα κλείσει παταγωδώς και με θόρυβο το δρόμο στον φασισμό, με προμετωπίδα το εναγώνιο βλέμμα της Μάγδας Φύσσα.

Οργάνωση, συντονισμός, αλληλεγγύη και κουράγιο. Μπόλικο. Θα μας χρειαστεί.

“Το ’χουμε απόφαση, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι να ’χουνε δυο πόδια
ένα χαρούμενο γεφύρι από μάτια σε μάτια
από καρδιά σε καρδιά. Γι’ αυτό όπου καθήσεις
ανάμεσα στα τσουβάλια του καταστρώματος φεύγοντας για την εξορία
πίσω απ’ τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών
κοντά στο θάνατο που δε λέει “αύριο”
ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια,
εσύ λες «αύριο» και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος
όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους”
Οι Εβραίοι- Μπέρτολτ  Μπρεχτ

*Γιώργος Σεφέρης,
ο τελευταίος σταθμός.

Βασιλική Τσιφτσή-
αναπληρώτρια εκπαιδευτικός στη Λέσβο.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: