Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» του Γιώργου Σεφέρη
“…οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους…”
Ο Γιώργος Σεφέρης (Γιώργος Σεφεριάδης το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας και έφυγε από τη ζωή στις 20 του Σεπτέμβρη 1971, στην Αθήνα. Η κηδεία του, δυο μέρες μετά το θάνατό του, εξελίχτηκε σε μεγάλη αντιδικτατορική διαδήλωση.
Γιος του διακεκριμένου καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών Στέλιου Σεφεριάδη, ο Γιώργος Σεφέρης σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Παρίσι ως το 1924. Ήδη όμως από το 1918 θα εκδηλωθεί η αγάπη του για την ποίηση και θ’ αρχίσει να γράφει στίχους. Στα χρόνια των σπουδών του έρχεται σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής.
Από το 1926 μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται, σταδιοδρομεί στον διπλωματικό κλάδο υπηρετώντας στο Υπουργείο Εξωτερικών και σε διάφορες χώρες.
Ήταν ο πρώτος Έλληνας, που πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1963. Μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα κράτησε αρχικά στάση περιφρονητικής σιωπής, για να περάσει γρήγορα στη δημόσια καταδίκη του καθεστώτος με τη γνωστή του δήλωση το 1969.
Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή. Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και ως δοκιμιογράφος, ενώ υπήρξε και μεταφραστής, κυρίως έργων του Αμερικανού ποιητή Τόμας Έλιοτ.
Ποιήματα του Σεφέρη έχουν μελοποιηθεί από τους Μίκη Θεοδωράκη, Νίκο Μαμαγκάκη, Ηλία Ανδριόπουλο, Δήμο Μούτση και άλλους συνθέτες.
Το 1938 ο Γιώργος Σεφέρης επιστρέφει στην Ελλάδα από την Κορυτσά (Αλβανία) όπου υπηρετούσε ως Πρόξενος. Ερχόμενος αντιμέτωπος με το φασιστικό δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά και την χωρίς τη θέλησή του τοποθέτησή του στη θέση συμβούλου Τύπου στο Υπουργείο Εξωτερικών, νιώθει βαθιά απογοήτευση που εκφράζεται και μέσα από τους στίχους του ποιήματος «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» που θα γράψει την άνοιξη της ίδιας χρονιάς.
Ο γυρισμός του ξενιτεμένου
– Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου.– Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.– Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις·
θ’ ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ’ το θόλο των πλατάνων
σιγά σιγά θα ’ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.– Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπω σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.– Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.– Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.– Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους.– Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.(Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄)
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.