«Τι θα έκανες μαμά, αν ήσουν η μαμά του Ζακ;»
Η βία δεν είναι κάτι γενικό κι αόριστο που ξαφνικά θα το διαβάσουμε σε μία εφημερίδα. Η βία είναι τρόπος ζωής και υπάρχει δίπλα μας. Κρύβεται σε όλα τα «ναι μεν αλλά» που δικαιολογούν τον ρατσισμό, τον φασισμό και την αδιαφορία.
Όταν δολοφονήθηκε ο Ζακ Κωστόπουλος, η δεκάχρονη τότε, κόρη μου με ρώτησε πώς πέθανε και γιατί το λένε κάθε μέρα στις ειδήσεις. Ήμασταν στο αυτοκίνητο, στον δρόμο προς το σχολείο, και θυμάμαι ότι έκλαψε όταν της διηγήθηκα την ιστορία. Έκλαψε, έτσι όπως είχε κλάψει όταν έμαθε και για τον Γρηγορόπουλο ή για τον Παύλο Φύσσα. Έκλαψε, έτσι όπως μόνο ένα παιδί ξέρει να κλαίει και να θρηνεί την αδικία: αληθινά κι από τα βάθη της ψυχής της.
Προσπαθώντας να ανακουφίσω τον πόνο της, πήρα απόσταση από τα γεγονότα και θέλησα να δώσω στο θέμα μία διάσταση ουδέτερη. Ωστόσο, το μόνο που κατάφερα ήταν να προκαλέσω την ερώτηση που πάγωσε το αίμα μου: «Τι θα έκανες μαμά, αν ήσουν η μαμά του Ζακ;».
Αλήθεια, τι θα έκανα αν ήμουν η μαμά του Ζακ, του Γρηγορόπουλου ή του Φύσσα; Και τι απαντάς σε ένα παιδί για τη βία και το μίσος που υπάρχει γύρω του;
Η ερώτηση που δέχτηκα από την κόρη μου εκείνη την ημέρα δεν φεύγει ούτε λεπτό απ’ το μυαλό μου. Σύντομα, μάλιστα, την αντέστρεψα. Τι θα έκανα αν ήμουν, για παράδειγμα, η μαμά του Κορκονέα ή του Ρουπακιά; Πού βρίσκονται τα λάθη της γενιάς μου; Πού σταματάει η ευθύνη ενός γονιού και γιατί αρνούμαστε να δούμε κατάματα την αλήθεια;
Εμείς οι γονείς, βλέπετε, ανησυχούμε διαρκώς για τα παιδιά μας. Η σκέψη πως ίσως τα κοροϊδέψουν, τα χτυπήσουν ή τα αδικήσουν μοιάζει τόσο απειλητική που θα κάνουμε τα πάντα για να τα προστατεύσουμε. Φροντίζουμε, μάλιστα, να τα εφοδιάζουμε με δεξιότητες που τα βοηθούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, αν και όταν χρειαστεί. Ωστόσο, μέσα στην αγωνία μας, ξεχνάμε κάτι βασικό: τα παιδιά μας δεν είναι μόνο εν δυνάμει θύματα, αλλά και εν δυνάμει θύτες. Γιατί οι θύτες δεν γεννιούνται, αλλά γίνονται μέσα από τα παραδείγματα που βλέπουν, τα μαθήματα που παίρνουν και το περιβάλλον στο οποίο ζουν και μεγαλώνουν.
Το στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε είναι η εξάλειψη της βίας. Η δημιουργία ενός κόσμου που οι διαφορές θα λύνονται ειρηνικά και όλοι θα έχουν τον σεβασμό και την αποδοχή που δικαιούνται – ένα στοίχημα δύσκολο και χρονοβόρο που η γενιά μας μοιάζει να το έχασε, αφού οι ακραίες και δολοφονικές φωνές ακούγονται όλο και πιο συχνά, και από όλο και περισσότερα μέτωπα.
Γιατί μπορεί να λέμε ότι αποστρεφόμαστε τη βία, αλλά στην καθημερινότητά μας θα βρίσουμε με ευκολία τον οδηγό του διπλανού αυτοκινήτου, θα υψώσουμε φωνή σε μία διαφωνία, θα εναντιωθούμε στα προσφυγόπουλα που μοιράζονται το ίδιο θρανίο με το παιδί μας, θα κοροϊδέψουμε την οικογένεια που τα βγάζει πέρα δύσκολα ή θα αφήσουμε υπονοούμενα για την μαμά που παλεύει μόνη της να μεγαλώσει το παιδί της.
Ζούμε σε μια εποχή που έχει ως έμβλημα τη λέξη «αλλά». «Ναι, αλλά κι αυτός τί δουλειά είχε στα Εξάρχεια βραδιάτικα;», «Ναι, αλλά γιατί μπήκε στο κοσμηματοπωλείο;», «Ναι, αλλά κι εμείς πού θα βάλουμε τόσους πρόσφυγες;». «Ναι, αλλά κι αυτή γιατί ήταν ντυμένη έτσι;». Ένα «αλλά» που αναιρεί οποιοδήποτε μήνυμα αγάπης, συμπαράστασης και αποδοχής θα μπορούσαν να εισπράξουν τα παιδιά μας και τελικά αθωώνει περίτρανα τον θύτη.
Η βία δεν είναι κάτι γενικό κι αόριστο που ξαφνικά θα το διαβάσουμε σε μία εφημερίδα. Η βία είναι τρόπος ζωής και υπάρχει δίπλα μας. Κρύβεται σε όλα τα «ναι μεν αλλά» που δικαιολογούν τον ρατσισμό, τον φασισμό και την αδιαφορία. Κι όσο η γονεϊκή κατεύθυνση είναι να μεγαλώσουμε παιδιά που δεν θα γίνουν ποτέ θύματα, χωρίς να διασφαλίσουμε πως δεν θα γίνουν ούτε και θύτες, η κοινωνία θα εξακολουθεί να έχει την ίδια εικόνα. Γιατί τα θύματα, βλέπετε, ακολουθούν. Ερχονται μετά την ύπαρξη θυτών.
*Της Αλεξάνδρας Κεντρωτή