Μεγαλύτερο το προσδόκιμο ζωής των αθλητών της τέως ΓΛΔ από εκείνο των δυτικών συναδέλφων τους δείχνει νέα έρευνα
Ο υπεύθυνος της έρευνας αποδίδει τις διαφορές στο προσδόκιμο κατά βάση στη ζωή μετά τον πρωταθλητισμό, όπου οι αθλητές για 50 ή 60 χρόνια μετά τις επιτυχίες τους δεν επανέρχονται ποτέ στην κορυφή που κατέκτησαν στα νιάτα τους.
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι τα αποτελέσματα μελέτης που παρουσίασε ο καθηγητής Αθλητικού Μάνατζμεντ του πανεπιστημίου του Κόμπλεντς, σχετικά με τη μακροζωΐα των ολυμπιονικών στις δύο Γερμανίες. Πιο συγκεκριμένα, την 1η Ιούλη 2019, μέρα έναρξης της έρευνας, είχαν φύγει από τη ζωή 400 από τους συνολικά 6066 αθλήτριες και αθλητές της ΓΛΔ και της ΟΔΓ, που είχαν συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς αγώνες από το 1956 ως το 2016, δηλαδή από τους χειμερινούς αγώνες του Κορτίνα ντ’ Αμπέτσο στην Ιταλία ως τους θερινούς του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ανάμεσα στους εκλιπόντες βρίσκονταν και 138 κάτοχοι ολυμπιακών μεταλλίων.
Μελετώντας το προσδόκιμο ζωής των αθλητών, διαπίστωσε ότι οι αθλητές από την Ανατολική Γερμανία παρουσιάζουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής. Μάλιστα, στην ηλικιακή ομάδα των αθλητών 15-34, που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στην ενιαία Γερμανία, το προσδόκιμο ζωής τους βρίσκεται σαφώς κάτω από εκείνον του γενικού πληθυσμού. Είναι γεγονός πως και για τους αθλητές της τέως ΓΛΔ το προσδόκιμο είναι ελαφρώς χαμηλότερο από εκείνο των συμπολιτών τους, ωστόσο με διαφορά υψηλότερο από εκείνο των δυτικών συναδέλφων τους.
“Αυτό πρέπει να μας εκπλήσσει, δεν ωραιοποιήσαμε τίποτε”, λέει ο Τίμε, που θεωρεί ότι τα αποτελέσματα της έρευνας πρέπει να γίνουν αφορμή για δημόσιο διάλογο. Ο ίδιος απαντάει προκαταβολικά και σε όσους θα έσπευδαν να ισχυριστούν ότι το “ελεγχόμενο υπό ιατρική παρακολούθηση ντόπινγκ” στη ΓΛΔ δημιούργησε λιγότερα προβλήματα υγείας απ’ ό,τι το αντίστοιχο στην ΟΔΓ, που κινούνταν με βάση τις επιταγές της ελεύθερης αγοράς, προσθέτοντας πως παρά τις αναντίρρητες αρνητικές συνέπειες του ντόπινγκ, δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα “μια αιτιακή σχέση μεταξύ ντόπινγκ και θνησιμότητας”.
Ο ίδιος αποδίδει τις διαφορές στο προσδόκιμο κατά βάση στη ζωή μετά τον πρωταθλητισμό, όπου οι αθλητές για 50 ή 60 χρόνια μετά τις επιτυχίες τους δεν επανέρχονται ποτέ στην κορυφή που κατέκτησαν στα νιάτα τους. Το αίσθημα πλήρωσης και ικανοποίησης από τη ζωή τους μακριά από στίβους και γήπεδα σχετίζεται για τον Τίμε με μεγαλύτερη ή μικρότερη μακροζωία, παρότι παραδέχεται ότι χρειάζεται μεγαλύτερη έρευνα των συνθηκών ζωής μετά τον πρωταθλητισμό σε ατομικό επίπεδο προτού εξαχθούν επιστημονικά συμπεράσματα.
Προσθέτει ωστόσο πως “οι πρωταθλητές στη ΓΛΔ είχαν υψηλή φήμη και εξασφάλιση του επαγγελματικού τους μέλλοντος, το επίπεδο ζωής τους υψηλότερο από του μέσου πολίτη”, ενώ, σε αντίθεση με αυτό που πολλοί φαντάζονται, αυτό δεν ίσχυε πλην εξαιρέσεων στη Δύση. Ναι μεν οι Δυτικοί αθλητές είχαν υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης από τους συναδέλφους τους στην “άλλη” Γερμανία, όχι όμως σε σχέση με το μέσο όρο του πληθυσμού της ΓΛΔ, ενώ δεν υπήρχε και καμία ουσιαστική πρόνοια για την επαγγελματική αποκατάσταση των αθλητών μετά την απόσυρσή τους από την ενεργό δράση.
Ο Τίμε ζητά να γίνουν περισσότερες έρευνες για την εξέλιξη της ζωής των πρώην Ολυμπιονικών, ανάμεσα στα άλλα και για το ποσοστό αυτοκτονιών στις τάξεις τους. Προσθέτει ότι είναι ανάγκη να υπάρχει πρόνοια για τους πρώην αθλητές, τονίζοντας ότι μόλις από φέτος η γερμανική κυβέρνηση παρέχει πόρους για τη θέσπιση σύνταξης πρωταθλητές. Αν και χαιρετίζει το μέτρο, το θεωρεί ανεπαρκές, καλώντας σε ένα συνολικό αναστοχασμό της αντιμετώπισης του πρωταθλητισμού στη χώρα, “προσαρμοσμένου σε άλλες κοινωνικές συνθήκες από εκείνες της εποχής του Ψυχρού Πολέμου”, κάτι που θεωρεί ζωτικά εφόσον “ο πρωταθλητισμός εκτός ποδοσφαίρου επιθυμεί να σταθεροποιήσει την κοινωνικοπολιτική του σημασία”.
Με πληροφορίες από jungewelt.de