Το διήγημα της Πέμπτης: «Κάπου περνούσε μια φωνή» (απόσπασμα) του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Τα παιδιά χυμούσαν μέσ’ στις φλόγες, και τις πηδούσαν με ξεφωνητά, και τα κορίτσια μάζευαν και κείνα, τα φουστάνια τους, κι έπαιρναν φόρα, και τις δρασκελούσαν, -κι ένας γενικός αλαλαγμός,- μια «πρόγκα», σα διπλή κραυγή, τρόμου και θριάμβου, υποδεχόταν χαρωπά το κάθε πήδημά τους…
Ποιητής και πεζογράφος, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης με το έργο του και με τη ζωή του πήγε κόντρα στις συμβάσεις του καιρού του. Μέλος πλούσιας και καλλιεργημένης οικογένειας, γεννήθηκε στις 31 του Οκτώβρη 1888.
Σπούδασε νομικά, ζωγραφική και πιάνο, αλλά αφιερώθηκε στην ποίηση. Το 1897 άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων».
Ο Λαπαθιώτης θαύμαζε τον Όσκαρ Ουάιλντ. Ήταν φοιτητής ακόμα, το 1905, όταν εμφανίστηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους από τις σελίδες του περιοδικού «Νουμάς».
Το 1916 θα δημοσιευτεί στο Ριζοσπάστη το ποίημά του «Κραυγή». Στη συνέχεια ταξιδεύει στην Αίγυπτο, όπου γνωρίζει τον Καβάφη.
Το 1927 ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δημοσιοποιεί ότι ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία, ενώ με γράμμα του προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών ζητά τον αφορισμό του, αφού, όπως γράφει: «η χριστιανική θρησκεία όπως επίσης και κάθε άλλη θρησκεία μου έχει αποβή τελείως περιττή» (το γράμμα δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη).
Όπως σημειώνει ο Τάκης Σπετσιώτης «ο Τάσος Βουρνάς αναφέρει ότι από τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου ο ποιητής παρακολουθούσε ανοιχτά συγκεντρώσεις «παράνομων». Στα 1929 διαπληκτίστηκε με τον λόγιο φίλο του Χαρίλαο Παπαντωνίου για μια φράση του «επιπολαία και ανευλαβή προς την κομμουνιστική ιδεολογία», όπως αναφέρει σε επιστολή του στο περιοδικό Μπουκέτο. Συνεργάστηκε με τον παράνομο Ριζοσπάστη: «Ο κομμουνισμός είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της απομένει παρά η επιστροφή στο σκοτάδι και την αποκτήνωση». Στα 1932 δημοσίευσε στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι το πεζό ποίημα «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου».
Ο θάνατος της μητέρας του, το 1937, τον κλονίζει ψυχολογικά.
Το 1939 τυπώνει την πρώτη και μοναδική ποιητική συλλογή του. Η Κατοχή τον βρίσκει πάμφτωχο και εξουθενωμένο από τις καταχρήσεις. Όταν πεθαίνει ο πατέρας του, για να επιβιώσει αναγκάζεται να πουλάει τα βιβλία του και άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Αυτό δεν θα τον αποτρέψει από το να φιλοξενήσει πολλούς ΕΛΑΣίτες στο σπίτι του, ενώ τα όπλα του πατέρα του (ήταν στρατιωτικός) θα τα παραδώσει στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων.
Στις 7 του Γενάρη 1944 έδωσε τέλος στη ζωή του, αυτοκτονώντας με περίστροφο. Για να καλυφτούν τα έξοδα της κηδείας του χρειάστηκε να γίνει έρανος μεταξύ φίλων του λογοτεχνών.
Η στήλη φιλοξενεί απόσπασμα από τη νουβέλα «Κάπου περνούσε μια φωνή» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις «Ερατώ» με την επιμέλεια του Νίκου Σαραντάκου.
*Εικόνα: Λεπτομέρεια από έργο του Αμαντέο Μοντιλιάνι, που κοσμεί το εξώφυλλο της ίδιας έκδοσης
Κάπου περνούσε μια φωνή (απόσπασμα)
του Ναπολέοντα ΛαπαθιώτηIV
Φωτιές που λάμπουν, και φωτιές που σβήνουν……Ήταν το βράδυ τ’ Α’-Γιαννιού του Κλείδωνα, κι όλα τα σοκάκια της Αθήνας, -κι όχι μονάχα τα στενά, τα μακρινά κι απόμερα, αλλά κι οι πιο περαστικοί, κατοικημένοι δρόμοι- τριζοβολούσαν τις φωτιές, τις αναμμένες απ’ τα γειτονόπουλα, που σπιθοβολούσαν και παιχνίδιζαν, κι έδιναν, με τη λάμψη τους και τη βαριά καπνίλα τους, δεν ξέρω τι το τραγικό μαζί, και το χαρμόσυνο, γλεντιού, μαζί, και πυρκαγιάς, γιορτής και χαλασμού! Τα παιδιά χυμούσαν μέσ’ στις φλόγες, και τις πηδούσαν με ξεφωνητά, και τα κορίτσια μάζευαν και κείνα, τα φουστάνια τους, κι έπαιρναν φόρα, και τις δρασκελούσαν, -κι ένας γενικός αλαλαγμός,- μια «πρόγκα», σα διπλή κραυγή, τρόμου και θριάμβου, υποδεχόταν χαρωπά το κάθε πήδημά τους… Κι η κάθε χωριστή «φωτιά», είχε για πλαίσιό της, ένα δικό της κύκλο θεατών – γειτόνους και γειτόνισσες, σχρογγυλοκαθισμένες, που χάζευαν αμίλητες, ή που χειρονομούσαν, κι άλλαξαν, με διάφορες φωνές, τις εντυπώσεις τους! Κι οι φλόγες, ανεμίζοντας κόκκινες σαν αίμα, χοροπηδούσαν, κι έβαφαν τα σπίτια και τα πρόσωπα, με ζωηρές ανταύγειες, και πότε με σκιές… Και κάθε που λιγόστευε το φως τους, και χαμήλωνε, καινούργια μάτσα κι αγκαλιές, αμέσως, υλικού, -ψάθες, καρεκλοπόδαρα, κοφίνια χαλασμένα, που κουβαλούσαν απ’ τα σπίτια τα παιδιά,- τις φούντωναν, κάθε φορά, και τις τροφοδοτούσαν…
Η κυρα-Λένη, στην οξώπορτά της, στη μέση μιας μεγάλης συντροφιάς, παρακολουθούσε με συγκίνηση το θέαμα των κόκκινων φλογών, που της ξυπνούσαν πράματα παλιά και ξεχασμένα, χαμένα μέσ’ στα βάθη του καιρού: τα παιδιακίσα χρόνια, στο χωριό της, και την κατοπινή της παντρειά, που δεν της στάθηκε και τόσο τυχερή, —κι όχι πως τάχα έφταιγε, σ’ αυτό, ο συχωρεμένος της ο άντρας, μα εξαιτίας της κακοτυχιάς, που χα ’φερε, ώστε, αυτή, κοτζάμ αρχοντοπούλα, —κόρη του Καπτα-Γιάννακα, με τ’ όνομα,- να φτάσει να ξεπέσει, στην Αθήνα ξενοδουλεύτρα, και με δυο παιδιά! Κι όμως, με τον ιδρώτα της και την επιμονή της, ακούραστη κι αλύγιστη γυναίκα έπρεπε, κιόλας, να δοξάζει τον Πανάγαθο, που μπόρεσε και στάθηκε, μέχρις αυτή την ώρα, σαν το γερό καράβι, στη φουρτούνα, που κόντευε ν’ αράξει πια, σε σίγουρο λιμάνι! Τα παιδιά της είχαν βγει καλά και γνωστικά, -κι αν είχε έναν καημό, κι ένα παράπονο, ήταν που δεν κατάφερε, μ’ όλα τα βάσανά της, και μ’ όλες τις στερήσεις της και τις σκληρές θυσίες, να τα ξαναφκιάσει κι αρχοντόπουλα, έτσι καθώς θα ταίριαζε και δαύτης, κι εκεινών! Μα ποιος μπορεί να δει λίγο πιο πέρα, και να προεξοφλήσει τα μελλούμενα! Μπορεί κι αυτό μια μέρα, να γινόταν! Αυτό της λέγαν οι φωτιές, εκείνη τη βραδιά…
Κι ο νους της πήγε, τότε, στο Σωτήρη: Το ντροπαλό αυτό παιδί, πολύ το συμπαθούσε! Ήταν πολύ φιλότιμο, σεμνό, κι εργατικό! Μια μέρα, καθώς πήγαινε, μπορούσε να προκόψει! Μπορεί, μια μέρα, ν’ άνοιγε και μαγαζί δικό του!… Σα μάνα πραχτική, η κυρα-Λένη, ζυγίζοντας τα πράματα με μάτι καθαρό, -και μολονότι, στην αρχή, τα λόγια των γειτόνων, της είχανε πραγματικά πικράνει την καρδιά,- τώρα που καταστάλαξαν οι πρώτες εντυπώσεις, κι αντίκριζε το καθετί λιγάκι ψυχραιμότερα, δεν της κακοφαινότανε πολύ το να στοχάζεται, πως το καλό αυτό, δειλό και σοβαρό παιδί, θα μπορούσε, κάποτε, να γίνει και παιδί της…
Κάποιος, εκείνη τη στιγμή, της έκοψε τις σκέψεις. Ήταν η κυρα-Γιώργαινα, η πιο παλιά γειτόνισσα, που δε μπορούσε να σταθεί, χωρίς να κουβεντιάζει:
—Αλήθεια, κυρα-Λέγκω μου, δεν τα ’μαθες τα νέα; Ή τα ’χεις μάθει, κατεργάρα, πιο μπροστά, και μας κάνεις, τάχα, την ανήξερη;!…
Η κυρα-Λένη λίγο ξαφνιασμένη, γύρισε το κεφάλι, και την κοίταξε. Ήταν σκυμμένη χαμογελαστά, με το στόμα κολλητό στ’ αυτί της, και με χαμηλωμένη τη φωνή, σάμπως να φυλαγότανε μην την ακούσουν κι άλλοι. Μα γινόταν γύρω τους μια τέτοια φασαρία, κι είχαν έτσι, όλοι τους, το νου τους στις φωτιές, που καταντούσαν περιττές αυτές οι προφυλάξεις…
Η κυρα-Λένη τέντωσε, με προσοχή, τ’ αυτί της: Το ’ξερε πως η Γιώργαινα, στο βάθος, δεν ήταν μήτε φθονερή, μήτε κακιά γυναίκα. Ήταν, όμως, φλύαρη κι ανόητη, -και για μερικούς, και μισοπάλαβη: Κι «από μικρό κι από λωλό μαθαίνεις την αλήθεια!…».
Τότε, ρώτησε, λοιπόν, κι αυτή, με τη σειρά της:
—Τι θες να ξέρω, κυρα-Γιώργαινα, ελόγου μου; Δεν ξέρω τίποτα, μαθέ, η κακομοίρα!…
Εκείνη της μισόκλεισε το μάτι:
—«Ο κόσμος το ‘χει τούμπανο, και μεις κρυφό καμάρι!» Για το Σωτηράκι, σου μιλάω, -το Σωτηράκι του Βαλμά, το τσαγκαράκι, ντε!…
—Και τι θες, εγώ, να ξέρω, κυρα-Γιώργαινα, για το Σωτηράκι του Βαλμά!…
—Να, πως είναι στα μαχαίρια με το σπίτι του, για την αιτία που ξαναμιλήσαμε (και τη σκούντηξε, σιγά, με τον αγκώνα!). Ο κυρ-Παναγιώτης ο Βαλμάς, δεν τα πολυσηκώνει κάτι τέτοια… Μόλις του το σφυρίξανε στ’ αυτί, κι είδε και τη συντροφιά του γιου του με το γιόκα σου, πήγε να σκάσει, λεν, απ’ το κακό του, κι έκανε παρατήρηση του γιου του, που, κι αυτός, δεν τα πολυσηκώνει, -κι έγινε μεγάλο πατιρντί! Κι επειδής κι η κυρα-Παναγιώταινα πήρε, κι αυτή, το μέρος του πατέρα, το Σωτηράκι θύμωσε μαζί τους, και πάνε, τώρα, δεκαπέντε μέρες, που δεν πατάει το ποδάρι σπίτι του… Μ’ αληθινά, δεν έχεις μάθει τίποτα;!…
—Μα το Θεό, πρώτη βολά τ’ ακούω απ’ το στόμα σου!
Κι η κυρα-Λένη, που δεν το ’ξερε στ’ αλήθεια, έκανε στον αέρα το σταυρό της.
—Κι άσε που τα χάλασε και με το μαγαζί του, και τον έχουν διώξει κι από κείθε! Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, κυρα-Λέγκω μου, άσκημα τα μπλεξίματα, σε τέτοιες ηλικίες, πριν να καλοπήξουν τα μυαλά… Δεν πιστεύω, πάλε, κυρα-Λέγκω μου, να σου κακοφαίνουνται τα λόγια μου; Αν είν’ έτσι, να με συμπαθάς!…
—Ίσα ίσα, κυρα-Γιώργαινα μου, έκανες φίνα που μου τα ’πες, για να ξέρω!…
Κι όμως η κυρα-Λένη μελαγχόλησε. Με τις χαζοκουβέντες, τις αφέλειες, και το κουτσομπολιό της κυρα-Γιώργαινας, -γιατί όλοι άλλοι τη σεβόντουσαν, και δεν της κάνανε ποτέ τέτοιες κουβέντες-, η κυρα-Λένη μάθαινε πολλά, και κατατοπιζότανε, με τρόπο, και λάβαινε τα μέτρα της, ανάλογα, και κείνη… Κι αυτό τ’ αποψινό της το μαντάτο, -ο τσακωμός του Σωτηράκη με το σπίτι του, δεν ήταν νέο, βέβαια, να την καλοκαρδίσει… Άρχιζαν τ’ αναπόφευκτα μπλεξίματα, οι φαγωμάρες κι οι παρεξηγήσεις, πριν το πράμα μπει καλά καλά σε δρόμο, κι από μεριά που δεν το φανταζόταν! Ο κυρ-Παναγιώτης ο Βαλμάς έδειχνε μ’ αυτό το φέρσιμό του, πως ήταν ένας βάναυσος, απότομος, και κάπως ασυλλόγιστος πατέρας! Γιατί, στο κάτω-κάτω, η Ρηνούλα της, μπορεί και να μην ήτανε καμιά κοπέλα πλούσια, ήταν, όμως, άξια και φρόνιμη, και τίμια, και νοικοκυρεμένη, που «στόμα είχε, και μιλιά δεν είχε…» Και θα ’τανε τιμή, για τη φαμίλια του, να μπει τέτοια κοπέλα μέσ’ στο σπίτι τους! Δεν έβλεπε τις άλλες σουρλουλούδες, που σέρναν τόσους «φίλους», από πίσω τους;! Κι ας μην πούμε τίποτα, και για την ομορφιά της!…
Όλ’ αυτά τα σκέφτηκε την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν’ αποφανεί στην κυρα-Γιώργαινα, που μια κουβέντα, μόνο, να της έλεγε, την ίδια μέρα θα τη διαλαλούσε σ’ όλη τη γειτονιά, πέρα για πέρα. Κι η κυρα-Λένη ήτανε περήφανη, και γνωστική, και ψύχραιμη γυναίκα…
…Σ’ αυτό το αναμεταξύ, οι φλόγες αναβόσβηναν. Είχε κοπάσει ο μεγάλος θόρυβος, και τα παιδιά είχαν αρχίσει να κουράζονται. Ήταν έντεκα, η ώρα, περασμένες. Η Ρηνούλα, λίγο παραπέρα, κουβέντιαζε σιγά με την Κλειώ. Ο Λάκης που, τις άλλες τις χρονιές πρωτοστατούσε, πάντα, στις «φωτιές», είχε γίνει άφαντος, από πολύ νωρίς…
Η Γιώργαινα, κοντά στην κυρα-Λένη, τον είχε μισοπάρει, στην καρέκλα της: αν δεν είχε κοιμηθεί, ακόμα θα μιλούσε…
Κι η φωτιά, τώρα, κόντευε να σβήσει: στη θέση της, ένας σωρός κοκκινισμένα κάρβουνα, εξακολουθούσε να καπνίζει. Πού και πού, μ’ ένα μεγάλο τρίξιμο, μια δέσμη σπίθες, που θύμιζαν έκρηξη, έσκαζε δυνατά, σαν πυροτέχνημα, -κι οι γυναικούλες τρόμαζαν, ολόγυρα, κι έσκυβαν στ’ απειλούμενα φουστάνια τους, με μιαν ομαδική ανακραυγή!
Το πανηγύρι κόντευε, σχεδόν, να πάρει τέλος…
Σε λίγο πρόβαλε κι ο Λάκης, ολομόναχος. Στην αρχή κανένας δεν το πρόσεξε, -μόλις, όμως, ήρθε πιο κοντά, και φάνηκε καλύτερα, στο φως, όλοι το παρατήρησαν πως βάδιζε τρεκλίζοντας: ήταν ολοφάνερο, πως ήτανε πιωμένος…
Η Ρηνούλα έτρεξε, και του ’δωσε το χέρι της, -κι αυτός της αποκρίθηκε με μια βαριά βλαστήμια!… Όσοι τον ακούσανε, τα χάσανε! Η κυρα-Λένη κέρωσε, κι απόμεινε στη θέση της, έτσι σα να μην πίστευε στ’ αυτιά της!
Της Ρηνούλας, της φτωχής, βουρκώσανε τα μάτια: πρώτη φορά, γινόταν τέτοιο πράμα, να της κακομιλήσει τ’ αδερφάκι της, και μάλιστα, με τόσο χοντρή λέξη! Γύρισε το κεφάλι της, με τρόπο, και ξαφνικά, την πήρε το παράπονο…
Με χίλια βάσανα, και με χίλιες προφυλάξεις, μάνα και κόρη τον τραβήξανε στο σπίτι, και τον καταφέρανε να πέσει στο κρεβάτι…
…Τώρα, κι οι φωτιές είχανε σβήσει. Και μαζί με τις φωτιές εκείνες, κι η ευτυχία του σπιτιού της κυρα-Λένης, -μιαν ευτυχία σχετική, κι αμφίβολη, και κείνη-, όλοι σχεδόν, το νιώθανε πως έσβηνε, για πάντα…
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.