Ποιος έσωσε τα εργοστάσια του Βόλου
Μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, έγινε μια προσπάθεια διαστρέβλωσης της τοπικής ιστορίας και της απόδοσης απελευθερωτικών ενεργειών σε άτομα που δεν είχαν καμία σχέση με τον αγώνα και που έβλεπαν τις πολιτικές δυνάμεις που κυριαρχούσαν στο χώρο του ΕΑΜ φανερά εχθρικά.
Σήμερα είναι η επέτειος της απελευθέρωσης του Βόλου από τους Γερμανούς κι επιλέξαμε να αντιγράψουμε και να δημοσιεύσουμε ένα μικρό υποκεφάλαιο από το βιβλίο του Θανάση Κ. Βογιατζή “τα ΕΑΣάδια – μέρες δωσιλογισμού στο Βόλο”, με τον τίτλο της ανάρτησης. Στο συγκεκριμένο υποκεφάλαιο αναπαράγεται ένα μέρος της μαρτυρίας του Δ. Μπαλή, που ήταν επιτελάρχης της θεσσαλικής Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, για τη μάχη εναντίον των Γερμανών, που απέτρεψε την εκδικητική τους μανία και την καταστροφή σημαντικών εργοστασιακών μονάδων στην πόλη του Βόλου.
Μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, στα χρόνια που ακολούθησαν στη συνέχεια μέχρι και τις μέρες μας, έγινε μια προσπάθεια διαστρέβλωσης της τοπικής ιστορίας και της απόδοσης απελευθερωτικών ενεργειών σε άτομα που δεν είχαν καμία σχέση με τον αγώνα και που, πολύ περισσότερο, έβλεπαν τις πολιτικές δυνάμεις που κυριαρχούσαν στο χώρο του ΕΑΜ τότε φανερά εχθρικά. Κι αυτό είτε διότι βρίσκονταν στο απέναντι στρατόπεδο των φίλα προσκείμενων στους κατακτητές είτε γιατί “κρατούσαν ίσες αποστάσεις” από “κατακτητές και αντάρτες”, συνεχίζοντας να υπερασπίζονται την αστική εξουσία. Αυτό έγινε, κυρίως, με το έντεχνο πλασάρισμα και με τη μορφή ακαδημαϊκών μονογραφιών για ανθρώπους που έζησαν εκείνη την εποχή στο Βόλο και οι οποίοι υποτίθεται “έδωσαν τα πάντα για να σώσουν τους Βολιώτες ή την πόλη και τις υποδομές κατά την υποχώρηση των Γερμανών ναζιστών”. Ταυτόχρονα, απέκρυψαν τα πραγματικά γεγονότα και τους ανθρώπους που τελικά πρωτοστάτησαν σε αυτά, οι οποίοι δεν ήταν άλλοι από τους αγωνιστές και μαχητές του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ, της ΟΠΛΑ, του ΚΚΕ. Μία τέτοια χαρακτηριστικά περίπτωση ήταν οι “ιστορικές ερμηνείες” “για το ποιος και πώς έσωσε το λιμάνι και τα εργοστάσια της πόλης, από την εκδίκηση των Γερμανών να τα καταστρέψουν…”.
Ο Δημήτρης Μπαλής, επιτελάρχης της θεσσαλικής Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, κατέγραψε χαρακτηριστικά στις αναμνήσεις του:
“Το απόγευμα της 19ης Οκτωβρίου του 1944, και το τελευταίο τμήμα του Γερμανικού στρατού εγκατέλειψε το Βόλο. Σε λίγο νύχτωνε και οι Βολιώτες με αναμμένα τα ηλεκτρικά φώτα υποδέχθησαν τους αντάρτες που έμπαιναν στην πόλη. Γιατί όμως οι Γερμανοί άφησαν ανέπαφο το ηλεκτρικό εργοστάσιο; Γιατί δεν κατέστρεψαν το εργοστάσιο των Τσιμέντων, Σιδηροδρομικού σταθμού, το Γκλαβάνη, του Παπαγεωργίου και μια άλλη σειρά άλλων εργοστασίων; Οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων και μαζί με αυτούς και πολλοί άλλοι Βολιώτες και σήμερα αγνοούν πώς και διατί διεσώθησαν τα εργοστάσιά τους. Το αποδίδουν σε διάφορες αιτίες και μερικοί στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πόλη του Βόλου διαφόρων Γερμανών. Και όμως κανείς Γερμανός δεν πρόδωσε την πατρίδα του, χάριν του Βόλου. Προς μεγάλη τους τιμή ήταν τίμιοι πατριώτες και εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα της πατρίδας τους. Δύο νεκροί αντάρτες ιππείς και ένας τραυματίας πότισαν με το αίμα τους το χώμα της Μελίας για να διασωθούν τα μηχανήματα των εργοστασίων του Βόλου. Εκεί στη Μελία διόλου συμπτωματικά κατεστράφησαν τα εκρηκτικά υλικά και εξοντώθη τελείως το γερμανικό απόσπασμα που ήρχετο στο Βόλο για να παρασκευάση τα εκρηκτικά γεμίσματα των εργοστασίων διά να πυροδοτηθούν όταν θα έφευγαν οι Γερμανοί. Πολλούς μήνες πρωτύτερα είχαν προπαρασκευάσει την ανατίναξη των κρηπιδωμάτων της αποβάθρας και του λιμένος. Δύο ίλες του 1ου συντάγματος Ιππικού με επικεφαλής τον αρχηγό του συντάγματος επίλαρχο Γερασιμίδη Σπύρο και τον καπετάνιο Π. Παπαδημητρίου όλη τη μέρα της 23ης Σεπτέμβρη άδικα περίμεναν στο δρόμο Βόλου-Λάρισας κοντά στη Μελία για να περάσουν Γερμανοί. Βράδυασε. Δε γύρισαν στην έδρα τους στο Χατζημπαϊράκι. Με χαλαρωμένη την ενέδρα διανυκτέρευσαν στο Τσουλάρ. Προτού ξημερώσει βρέθηκαν και πάλι στις θέσεις τους. Η μέρα περνούσε και τίποτα δε φαινόταν στο δρόμο. Στις 8, κάτι φάνηκε που ήρχετο από τη Λάρισα και σε λίγο διέκριναν τρία φορτηγά αυτοκίνητα με Γερμανούς να κατευθύνονται στο Βόλο. Όταν πλέον φθάσανε στο σημείο της ενέδρας, οι αντάρτες ιππείς με πυοκνά πυρά τους αιφνιδίασαν. Ο επικεφαλής των Γερμανών αξιωματικός σκοτώθηκε με την πρώτη ριπή. Οι άλλοι όμως αντέδρασαν και έτσι και η μάχη άρχισε. Σε μιάμιση ώρα όλα είχαν τελειώσει. Απώλειες νεκροί αντάρτες δύο, οι Συμεών Παπαδόπουλος και Απόστολος Φασούλας από την Ευξεινούπολη, τραυματίας ο Ματθαίος από τη Λάρισα. Νεκροί Γερμανοί 44, 22 αιχμάλωτοι, το όλον 66. Από τους αιχμαλώτους μάθανε οι αντάρτες ότι η έκρηξη που έγινε στο πεδίο της μάχης προήλθε από την ανατίναξη 550 κιλών δυναίτιδας που είχαν στο ένα αυτοκίνητο και ότι το απόσπασμα των 66 Γερμανών στρατιωτών κατηυθύνετο στο Βόλο για να προπαρασκευάσει την καταστροφή των εργοστασίων του Βόλου. Ποίων όμως εργοστασίων δεν εγνώριζον οι αιχμάλωτοι. Οι επικφαλής αξιωματικός που σκοτώθηκε είχε τις σχετικές εντολές. Την άλλη μέρα τα μεσάνυχτα οι Γερμανοί μάζεψαν από τα σπίτια τους κατοίκους του Βόλου από τον τομέα Μεταμορφώσεως-Ερμού-Δημοτικού Θεάτρου. Τους φόρτωσαν σε αυτοκίνητα και πλατφόρμα με χίλιες προφυλάξεις και τους μετέφεραν στο πεδίο μάχης της Μελίας. Φορτώσανε τους νεκρούς των και όμηροι και Γερμανοί επέστρεψαν σώοι στο Βόλο. Άφησαν ελεύθερους τους Βολιώτες και πήγανε να θάψουν τους νεκρούς τους, που οι περισσότεροι ήταν κομμένοι από τα εκρηκτικά που θα κατέστρεφαν τα εργοστάσια του Βόλου…”
(Δημήτριος Μπαλής, “Αναμνήσεις”, Θεσσαλία, 19 Οκτώβρη 1976)