100 χρόνια από την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση
Είχα την τιμή και τη χαρά να βρεθώ στη συναυλία που διοργάνωσε η ΚΕ του ΚΚΕ, για τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση με έργα των σοβιετικών συνθετών Σεργκέι Προκόφιεφ, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Αράμ Χατσατουριάν. Με την εξαιρετική Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και να διευθύνει ο Αλέξανδρος Μυράτ. Το να βρεις πρόσκληση δεν ήταν εύκολο.
Έτσι φαρδύ πλατύ, να πιάνει μια ολόκληρη σειρά στο τετράδιο κι άλλες τόσες σελίδες στην Ιστορία.
Έτσι σαν ένα μουσικό μέρος με μεγάλη έκταση.
Σαν ένας ζωγραφικός πίνακας σε μεγάλη διάσταση.
Αυτή η Τετάρτη, της 18ης Οκτωβρίου, θα μείνει χαραγμένη για καιρό μέσα μου και θα με ακολουθεί σαν ένα όμορφο, νοσταλγικό μουσικό χαλί.
Είχα την τιμή και τη χαρά να βρεθώ στη συναυλία που διοργάνωσε η Κ.Ε του ΚΚΕ, για τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση με έργα των σοβιετικών συνθετών Σεργκέι Προκόφιεφ, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Αράμ Χατσατουριάν. Με την εξαιρετική Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και να διευθύνει ο Αλέξανδρος Μυράτ.
Το να βρεις πρόσκληση δεν ήταν εύκολο και τελευταία στιγμή με ενημερώνουν πως υπάρχει μια. Λέω το ναι και ακυρώνω ό,τι είχα κατά νου. Ντύνομαι, στολίζομαι με μια ανυπομονησία όχι για το τι θα ακούσω, αλλά για το πώς. Ξεκινάω να πάρω τα μέσα για να πάω. Φτάνω στο σταθμό του τρένου όπου διαπιστώνω πως τα δρομολόγια έχουν διακοπεί, χωρίς να υπάρχει ενημέρωση. Η πρώτη σκέψη, πάει το έχασα. Με τα πολλά βρίσκω κάτι γνωστούς που θα πήγαιναν κι αυτοί και αποφασίζουμε και παίρνουμε ταξί επί τόπου. Σε μισή ώρα βρισκόμαστε έξω από το Μέγαρο Μουσικής. Κακήν κακώς μπαίνω μέσα, δεν προλαβαίνω να περιεργαστώ το χώρο, τον κόσμο. Παίρνω θέση στο θεωρείο. Απίστευτη αρχιτεκτονική και ακουστική και αναμονή για την έναρξη.
Μπαίνουν σιγά σιγά τα μέλη της ορχήστρας με τα όργανα παραμάσχαλα. Μέχρι να μπει ο μαέστρος, αρχίζω και φέρνω στο νου μου, πως στο σχολείο η μόνη σχέση μας με το τι είναι ορχήστρα, ήταν κάτι εικόνες και περιγραφές για τις κατηγορίες των οργάνων, τη διάταξή τους και τι εξυπηρετεί το καθένα. Δηλαδή απλά μαθήματα θεωρίας και άντε καμιά επίσκεψη στο Μέγαρο σε κενό εκδηλώσεων, για να πάρουμε μια γεύση κι εμείς τα φτωχά και να δούμε τι χάνουμε. Με αποτέλεσμα η κλασσική μουσική αντί να είναι απόλαυση και μελέτη, να καταντάει αντιδραστικά ως σνομπαρία και βαρεμάρα.
Εκεί πάνω, βγαίνω από τις σκέψεις μου καθώς εισέρχεται ο Μυράτ. Χαιρετάει το πρώτο βιολί, την ορχήστρα, σηκώνει μπαγκέτα και πάμε. Από το πρώτο άκουσμα ανατριχιάζω σύγκορμη και βουρκώνω. Γιατί πρώτη φορά, καταφέρνω να ακούσω σε όλη την έκτασή της μια μουσική από τα χαμηλά της μέρη μέχρι την κορύφωσή της, χωρίς να νιώθω πως θα μου σπάσει το τύμπανο, που μέχρι πρότινος άκουγα αυτά τα έργα από το youtube.
Η αίσθηση μοναδική, από όλες τις απόψεις, ένιωθα πως βυθιζόμουνα και χανόμουνα σε ένα ακουστικό κόσμο, που ήταν σα να ήμουνα μόνο εγώ και η ορχήστρα.
Τελειώνει το πρώτο μέρος και βγαίνω έξω και παρακολουθώ πρόσωπα. Όλοι με ένα χαμόγελο και μια ευθυμία. Είδα αυτούς που τους πετύχαινα κάτω στις απεργίες, στην πρώτη γραμμή της περιφρούρησης, άλλους τους είχα δει μόνο με τη φόρμα εργασίας. Γυναίκες και νεολαία. Κι άλλες σκέψεις αυτομάτως να σκάνε. Πως στον Καπιταλιστικό κόσμο θεωρείται και είναι πολυτέλεια η πρόσβαση σε τέτοιους χώρους, Μουσικά Μέγαρα. Ενώ στην ΕΣΣΔ αυτό ήταν κατάκτηση και μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος, η μουσική παιδεία. Κάθε χώρος και εργοστάσιο είχε τη δική του συμφωνική ορχήστρα. Ο Σοστακόβιτς συγκεκριμένα τόνιζε τη σπουδαιότητα του όπως το παιδί μαθαίνει την πρώτη του λέξη, έτσι να μαθαίνει και την πρώτη του νότα.
Πάλι διακόπτονται οι σκέψεις μου από την ανακοίνωση πως ξεκινάει σε λίγο το δεύτερο μέρος και τρέχουμε με μια φίλη στα σκαλιά. Η ταξιθέτρια μας επισημαίνει να προσέχουμε. Της απαντάμε για τον Ντμίτρι, αυτό το αγόρι, είμαστε γκρούπις. Γελάμε, περνάμε στην αίθουσα και βρισκόμαστε στο θεωρείο. Κι ακολουθεί το δεύτερο μέρος, πραγματικά με την τρίχα κάγκελο και με μια ανάσα. Ένιωσα αυτό που λένε sex drugs and classical music. Παίζει η συμφωνία Νο 12 “The year 1917” του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
Τέτοια έκσταση, ηδονή, παράλυση, εικόνες, παραστάσεις μου έσκασαν όλα μπροστά.
Ένιωσα για αυτό το δίωρο, όχι σαν το παιδί που κοιτάει από τη βιτρίνα το γλυκό, αλλά έχει μπει μέσα, το έχει αρπάξει και γλύφει και τα δάχτυλά του.