Ονόματα οδών και ιστορική μνήμη στην τέως ΓΛΔ
Νέες απόπειρες εξάλειψης της κληρονομιάς του σοσιαλισμού αλλά και αντιστάσεις. Οι δρόμοι είχαν τη δική τους ιστορία αλλά οι αρχές προσπαθούν να την σβήσουν ακόμα και από τους οδοδείκτες στους τοίχους.
Η διαμάχη για την μετονομασία ή μη σημαντικών (και λιγότερο) οδών και πλατειών της τέως ΓΛΔ κρατάει πρακτικά από τη μέρα της επανένωσης των δύο γερμανικών κρατών, στις 3.10.1990. Τούτο δεν προκαλεί εντύπωση, καθώς η ονοματοδότηση των δρόμων και άλλων κεντρικών σημείων της πόλης αποτελεί προνομιακό πεδίο συγκρότησης της δημόσιας ιστορίας από πλευράς των φορέων τόσο της τοπικής, όσο και της κεντρικής διοίκησης. Στην περίπτωση της τέως ΓΛΔ, μετά από ένα μάλλον αναμενόμενο “κύμα” μετονομασιών, αμέσως μετά τις ανατροπές, η διαδικασία προχωράει με βραδείς ρυθμούς, λόγω των αντιδράσεων των τοπικών κοινωνιών και των συνεπακόλουθων πολιτικών υπολογισμών από πλευράς των δημοτικών κυρίως αρχόντων. Το ζήτημα ωστόσο δεν παύει να ανακινείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με την ελπίδα μάλλον πως η παρέλευση των χρόνων συνηγορεί τόσο υπέρ της ιστορικής λήθης, όσο και υπέρ του ξαναγραψίματος της “οδικής” ιστορίας με τους όρους των νικητών.
Σε ό,τι αφορά τη γερμανική πρωτεύουσα (και κρατίδιο κατά το γερμανικό σύνταγμα), η τελευταία “φιλόδοξη” προσπάθεια αλλαγής ονομάτων έγινε το 1994, από επιτροπή του τοπικού υπουργείου Συγκοινωνιών, στην οποία συμμετείχαν και σημαίνοντες αστοί ιστορικοί. Τα αποτελέσματα ήταν ανάμικτα, γιατί ναι μεν απαλείφθησαν τότε, τουλάχιστον επισήμως, τα ονόματα των Κλάρα Τσέτκιν από την ομώνυμη οδό, καθώς και των Μαρξ-Ένγκελς από την ιστορική πλατεία, δεν έγινε όμως κατορθωτή η μετονομασία της οδού Καρλ-Λιμπκνεχτ, καθώς και άλλων δρόμων και πλατειών συνδεόμενων με προσωπικότητες της γερμανικής κομμουνιστικής αντίστασης, αλλά και με Σοβιετικούς αξιωματούχους που πρωτοστάστησαν στην απελευθέρωση του Βερολίνου.
Όπως υπαινιχθήκαμε ήδη, οι ιστορικοί παίζουν, όπως είναι αναμενόμενο, ένα σημαντικό ρόλο στην επιχείρηση επανανοηματοδότησης του δημόσιου χώρου. Καθόλου τυχαία λοιπόν, η πιο πρόσφατη “επιχείρηση αφύπνισης” μέσω περιφερειακών εντύπων σε κρατίδια της ΓΛΔ, και κρούση σε τοπικούς άρχοντες, προέρχεται από έναν καθηγητή σύγχρονης ιστορίας και πολιτικής επιστήμης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του (τέως δυτικού, εξού και ο εμφανώς προπολεμικός τίτλος του ιδρύματος) Βερολίνου, ερευνητή της ιστορίας της ΓΛΔ, τον Klaus Schroeder. Στο στόχαστρο του βρίσκεται ιδιαίτερα η μνήμη του ιστορικού ηγέτη του ΚΚΓ, δολοφονημένου από τους Ναζί, Ερνστ Ταίλμαν, στον οποίο είναι αφιερωμένες πάνω από 600 οδοί και πλατείες, σχεδόν όλες στην ανατολική Γερμανία (εύλογη εξαίρεση η γενέτειρα του, το Αμβούργο). Κατά το σκεπτικό του καθηγητή, το οποίο χωρίς κόπο μας θυμίζει την πολύ οικεία και στη χώρα μας ρητορική των δύο άκρων, θύμα των ναζί υπήρξε και ο αρχηγός των SA, Ερνστ Ρεμ, αυτό όμως δεν τον κάνει πρότυπο, όπως δεν κάνει ούτε τον “μοχθηρό σταλινιστή” Ταίλμαν. Εξίσου τον ενοχλεί η παρουσία 250 πλατειών της “Ενότητας”, προς ανάμνηση της συνένωσης του σοσιαλδημοκρατικού με το κομμουνιστικό κόμμα στη σοβιετική ζώνη κατοχής (χοντρικά της μετέπειτα επικράτειας της ΓΛΔ) το 1946, 220 οδών “Φιλίας των λαών” , με προφανείς συνειρμούς, (όχι εντελώς άγνωστους και στην Ελλάδα, χάρη στην πολιτική ονοματοδοσίας του ΠΑΣΟΚ των 80ς, στα πλαίσια του έξυπνου πολιτικού παιχνιδιού του με το τέως Ανατολικό μπλοκ), και άλλων ονομάτων που παραπέμπουν σε έννοιες ή προσωπικότητες συνδεόμενες με το σοσιαλιστικό παρελθόν της περιοχής.
Ο ίδιος ο Schroeder, διεκτραγωδώντας τη στασιμότητα των μετονομασιών την τελευταία 20ετία, ομολογεί και το βαθύτερο λόγο της δυστοκίας: Ότι δηλαδή μια σημαντική μερίδα των Ανατολικογερμανών νιώθουν πως οι Δυτικοί θέλουν να τους πάρουν ένα κομμάτι της ιστορίας τους. Έτσι εξηγείται ο δισταγμός τοπικών αρχόντων, ακόμα και των προερχόμενων από το σφόδρα αντικομμουνιστικό CDU, σε επίπεδο κρατιδίων αλλά και δήμων να προβούν σε “βεβιασμένες κινήσεις”, όπως τις χαρακτηρίζουν. Μάλιστα, για να αποκρύψουν την έκταση της αντίδρασης της τοπικής κοινωνίας, καταφεύγουν σε εκλογικεύσεις, όπως θα έλεγε κανείς με ψυχαναλυτικούς όρους, των δισταγμών τους, επικαλούμενοι διάφορες δικαιολογίες. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του ηγέτη του CDU στη βουλή του κρατιδίου της Σαξωνίας-Anhalt, Thomas Webel σε τοπική εφημερίδα, πως οι μετονομασίες “εχουν και μειονεκτήματα, όπως ότι υποχρεώνουν τον πολίτη στην έκδοση νέων επίσημων εγγραφών”, εκφράζοντας την ελπίδα ότι “ίσως σε 20-30 χρόνια, οι πολίτες να σκέφτονται αλλιώς τα πράγματα”, ενώ ο αντιπρόεδρος του, Holger Stahlknecht, ο οποίος είχε αποτύχει πριν χρόνια να περάσει τη μετονομασία της οδού Ταίλμαν ακόμα και στο ίδιο του το χωριό, κάνει λόγο για τον χαρακτήρα “αποτρεπτικού μνημείου της ιστορίας” με τον οποίο πρέπει να γίνονται αντιληπτά τα ονόματα οδών που παραπέμπουν στην ΓΛΔ. Σε τυπικά “κεντρώα” λογική κινείται ο τοπικός ηγέτης του SPD, Burkhard Lischka, που κάνει λόγο για την ανάγκη “ιστορικά θεμελιωμένων επιχειρημάτων σε περιπτώσεις μετονομασίας”, ενώ ο εκείνος της Linke, Andreas Höppner, ακολουθώντας την πάγια τακτική του χώρου του, ισορροπεί μεταξύ δυσφήμισης του σοσιαλιστικού παρελθόντος, κυρίως των εκφάνσεων που βολικά βαφτίζονται “σταλινισμός”, και της ανάγκης μη αποξένωσης από την γενικά θετική προς τη ΓΛΔ βάση των ψηφοφόρων του κόμματος, τάσσεται υπέρ της διατήρησης των ονομάτων, για λόγους ιστορικής μνήμης, αλλά και γιατί “και στη Δύση υπήρχαν αδικίες, όπως απαγορεύσεις εξάσκησης επαγγελμάτων”.
Ενδεικτική για το σταθερά απορριπτικό κλίμα των πολιτών έναντι μετονομασιών δρόμων είναι η διαμάχη που βρίσκεται σε εξέλιξη σε δύο πόλεις του κρατιδίου, το Burg και το Bernburg, για την μετονομασία κεντρικών οδικών αρτηριών προς τιμήν του καγκελαρίου της γερμανικής ενοποίησης, χριστιανοδημοκράτη Χέλμουτ Κολ. Επίσης να σημειωθεί, με κάθε δέουσα επιφύλαξη σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία τέτοιων ψηφοφοριών, ότι σε δημοσκόπηση της διαδικτυακής έκδοσης της Mitteldeutsche Zeitung, που φιλοξενεί και τις παραπάνω δηλώσεις, η συντριπτική πλειονότητα (971 άτομα κατά τη στιγμή συγγραφής του άρθρου) τάσσεται υπέρ της άποψης ότι “είναι υπερβολή η μετονομασία των οδών της ΓΛΔ”. Η ιστορία, όπως και η επιχείρηση “απορρύπανσης” της από ενοχλητικά στίγματα σοσιαλιστικής μνήμης, είναι βέβαιο πως θα συνεχιστούν…
Δύσκολες Νύχτες