Αποκαθήλωση μνημείου για τις σεξουαλικές σκλάβες της Κορέας στο Βερολίνο μετά από αντίδραση της Ιαπωνίας
Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες βιάστηκαν, ξυλοκοπήθηκαν και βασανίστηκαν σε πορνεία των κατεχόμενων από την Ιαπωνία χωρών, κυρίως από την Κορέα και την Ιαπωνία. Λίγες μέρες μετά την αποκάλυψη σχετικού μνημείου, οι αρχές ανακαλούν την άδειά του, κατόπιν πίεσης της Ιαπωνίας και της γερμανικής κυβέρνησης.
Ο ευφημιστικός όρος “γυναίκες της παρηγοριάς” (Comfort women) αναφέρεται στις χιλιάδες Κορεάτισες που εξαναγκάστηκαν στην πορνεία για τα ιαπωνικά στρατεύματα, στο διάστημα του πολέμου των δύο χωρών και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, από το 1937 ως το 1945. Το μιλιταριστικό και συμμέτοχο στο φασιστικό άξονα καθεστώς της Ιαπωνίας επιτέθηκε αρχικά κατά της Κίνας, για να επεκταθεί στη συνέχεια σε ένα τεράστιο μέρος της νοτιανατολικής Ασίας, του Ειρηνικού και την κορεατική χερσόνησο.
Ανάμεσα στα πολυάριθμα εγκλήματα πολέμου των κατακτητών, από τα πιο ειδεχθή ήταν η συστηματική αναγκαστική εκπόρνευση εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών για τις ανάγκες των στρατιωτικών πορνείων, ώστε να διατηρείται “ακμαίο” το ηθικό των στρατιωτών. Αρχικά, οι Ιάπωνες στρατολογούσαν επαγγελματίες ιερόδουλες, στη συνέχεια ωστόσο η διαβόητη Tokkeitai, η στρατιωτική αστυνομία του Ναυτικού, άρχισε να κλείνει σε πορνεία του μετώπου κόρες αντιφρονούντων. Οι “γυναίκες της παρηγοριάς” (Jugun ianfu) ανέρχονταν σε 100 ως 400 χιλ. άτομα, που βιάστηκαν, ξυλοκοπήθηκαν και βασανίστηκαν σε πορνεία των κατεχόμενων χωρών, από την Κίνα ως την Κορέα, κι από την Ινδονησία ως το Τιμόρ και τη Βιρμανία. Οι περισσότερες καταγόταν από την Κορέα, την Κίνα, αλλά και την ίδια την Ιαπωνία.
Ένα πέπλο σιωπής κάλυπτε αυτό το έγκλημα για δεκαετίες, πατώντας και στο στίγμα που προσπαθούσαν να αποφύγουν τα θύματα στις βαθιά συντηρητικές μεταπολεμικές κοινωνίες. Οι πρώτες “γυναίκες της παρηγοριάς” άρχισαν να δημοσιοποιούν τις φρικτές τους εμπειρίες στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ από το 1991 ξεκίνησαν διαδηλώσεις θυμάτων έξω από την ιαπωνική πρεσβεία στη Σεούλ. Οι κυβερνήσεις της Ιαπωνίας πέρασαν από την πλήρη αποσιώπηση του εγκλήματος σε μια αμφίθυμη στάση. Το 1992, ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Μιγιζάβα Κιίτσι ζήτησε συγγνώμη από τα θύματα, ενώ ο διάδοχός του Γιουνιτσίρο Κοϊζούμι το 2001 εξέφρασε τη “βαθιά του λύπη για την άσκηση καταναγκασμού σε γυναίκες”. Αντιθέτως, ο Σίνζο Άμπε δήλωσε το 2007 πως “δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ασκήθηκε βία στις γυναίκες”, αντίληψη που συμμερίζονται πολλοί σημαίνοντες πολιτικοί στη χώρα μέχρι σήμερα, μολονότι το 2015 Ιαπωνία και Ν. Κορέα υπέγραψαν συμφωνία που προέβλεπε απολογία της Ιαπωνίας και αποζημίωση ενός δισεκατομμυρίου γιεν στα θύματα.
Έξω από την ιαπωνική πρεσβεία στη Σεούλ, υπάρχει από το 2011 ένα μνημείο του ζεύγους Κιμ Σέο Κιούνγκ και Κιμ Έουν Σουνγκ, αφιερωμένο στις γυναίκες της παρηγοριάς. Στις 28 Σεπτέμβρη 2020, ο Σύνδεσμος Κορεατών στο Βερολίνο ανήγειρε ένα χάλκινο αντίγραφο του γλυπτού στη συνοικία Μοαμπίτ της γερμανικής πρωτεύουσας, με την έγκριση των αρμόδιων δημοτικών αρχών.
Λίγες μόνο μέρες μετά τα αποκαλυπτήρια ωστόσο, η ιαπωνική κυβέρνηση πίεσε τη γερμανική για αποκαθήλωση του γλυπτού, μια πάγια τακτική παντού στον κόσμο, όπου γίνεται αναφορά στα ιαπωνικά εγκλήματα πολέμου. Η πίεση είχε αποτέλεσμα, και η υπηρεσία οδών και πρασίνου της περιοχής ανακάλεσε την άδεια λόγω “σημαντικής επιβάρυνσης των γερμανο-ιαπωνικών σχέσεων”, καθιστώντας σαφές ότι η σχετική εντολή προέρχεται άνωθεν, δηλαδή από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Αξιολύπητες είναι και οι δικαιολογίες του πράσινου τοπικού δημάρχου, Στέφαν φον Ντάσελ, που ισχυρίστηκε ότι το μνημείο και η συνοδευτική πλακέτα “ασχολείται με μια πολιτικά και ιστορικά φορτισμένη και περίπλοκη σύγκρουση μεταξύ δύο κρατών, η αντιμετώπιση της οποίας δεν ενδείκνυται στη Γερμανία”. Επιπλέον, επικαλέστηκε τον “πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της συνοικίας” και τη διαφύλαξη αυτού ως πρόσθετο αίτιο για την αποκαθήλωση. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, βάφτισε ένα έγκλημα πολέμου ως “περίπλοκη αντιπαράθεση μεταξύ δύο κρατών” και ένα μνημείο καταγγελίας του εγκλήματος ως δυνάμει κίνδυνο “για την αρμονική συνύπαρξη” των διαφορετικών εθνοτήτων στη συνοικία του Μοαμπίτ.
Με πληροφορίες από jungewelt.de