Βιβλιοπωλεία και πεζοδρόμιο
Το βιβλίο όσα χρόνια κι αν περάσουν παραμένει μια αναλλοίωτη, άφθαρτη στην ουσία της και διαρκής πηγή γνώσης, καλλιέργειας, ψυχαγωγίας, άσκησης, εν τέλει γεμάτης ζωής, χωρίς ημερομηνία λήξης, και τα βιβλία του πολυγραφότατου Γιώργου Κοτζιούλα το επιβεβαιώνουν.
Οι σχέσεις των ανθρώπων με το βιβλίο, όταν υφίστανται, δεν είναι ίδιες. Κάποιοι αγοράζουν βιβλία για να διακοσμήσουν το χώρο τους. Κάποιοι τα τοποθετούν στο ράφι της βιβλιοθήκης τους για να τα διαβάσουν στο μέλλον. Σε κάποιους είναι αρκετό να διαβάσουν ένα βιβλίο, αδιαφορώντας στη συνέχεια για την τύχη του. Για κάποιους άλλους, αυτή η «τύχη» έχει σημασία.
Δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος που αγαπάει το βιβλίο, να μη βρέθηκε έστω μια φορά σ’ ένα παλαιοβιβλιοπωλείο ή σε κάποιο παζάρι βιβλίου· να μη στάθηκε μπροστά στους πάγκους με παλιά βιβλία ενός κεντρικού περιπτέρου της Αθήνας ή στο τροχήλατο ενός πλανόδιου πωλητή. Χωρίς να γνωρίζουμε αν υπάρχουν ή όχι καταγραμμένα στοιχεία για τις πωλήσεις «μεταχειρισμένων βιβλίων», θεωρούμε ότι πρόκειται για μια αγορά που δεν επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση (σε αντίθεση με τις πωλήσεις των νέων εκδόσεων), παραμένοντας διαχρονικά προσιτή και στο χαμηλότερο βαλάντιο. Σ’ έναν πάγκο με παλιά βιβλία, με ελάχιστα ευρώ (ενίοτε ούτε καν με ένα ευρώ!) μπορείς να βρεις εξαιρετικές εκδόσεις ακόμα και σπάνια διαμάντια, φτάνει να έχεις υπομονή και διαθέσιμο χρόνο για ψάξιμο.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα τυπικά βιβλιοπωλεία, όπου η ατμόσφαιρα, οι συνθήκες αποθήκευσης και έκθεσης των βιβλίων (τακτοποιημένα και ταξινομημένα στην εντέλεια), ενίοτε όμως και οι τιμές τους θυμίζουν φαρμακείο. Κι αυτός είναι μόνο ένας από τους λόγους που οι πωλήσεις καινούργιων βιβλίων δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες που θα είχε κάποιος από μια σύγχρονη κοινωνία του 21ου αιώνα, σαν την ελληνική· αν βέβαια δε ζούσε ο ίδιος στην ίδια κοινωνία και δεν τη γνώριζε από την καλή κι απ’ την ανάποδη…
Είναι γεγονός ότι η πρόοδος της τεχνολογίας μάς δίνει εδώ και χρόνια τη δυνατότητα να αποχτούμε και να διαβάζουμε βιβλία σε ψηφιακή μορφή, άυλα. Όμως, είναι επίσης γεγονός πως όσο και να εξελιχθεί η τεχνολογία, ακόμα κι αν κάποτε βρεθεί τρόπος η γνώση να εμφυτεύεται στον εγκέφαλο, η ανάγκη των ανθρώπων για ένα βιβλίο με χάρτινες τυπωμένες σελίδες θα παλέψει σκληρά μέχρι να ηττηθεί (αν ποτέ ηττηθεί) και να εκλείψει.
Θα είχε ενδιαφέρον μια έρευνα για το πώς καταλήγουν τόσες χιλιάδες τόμοι «μεταχειρισμένων βιβλίων» στους πάγκους των εμπόρων και η συλλογή απαντήσεων σε ερωτήματα μάλλον περισσότερο προσωπικού χαρακτήρα, όπως πού καταλήγει ένα βιβλίο χρόνια μετά την αγορά του, ποιος είναι ο κύκλος ενός βιβλίου, αν «κλείνει» ποτέ και άλλα. Δεν είναι λίγες οι φορές που αγοράζοντας ένα παλιό βιβλίο ανακαλύπτεις ότι κάποτε αποτελούσε μέρος μιας συγκεκριμένης βιβλιοθήκης. Και με περίσκεψη, μάλλον περισσότερο με θλίψη, αναρωτιέσαι πώς κατέληξε στα ράφια ή στον πάγκο ενός κεντρικού πεζοδρομίου, πριν φτάσει στα χέρια σου. Σκέφτεσαι την πιθανότητα κάποτε να έχουν την ίδια τύχη, όταν εσύ δεν θα ζεις για να τα ορίζεις, και τα δικά σου βιβλία, που με κόπο και στερήσεις απόχτησες όλα τα χρόνια της ζωής σου. Ίσως βέβαια αυτή η διαδικασία, αυτό το ταξίδι, να είναι και η δικαίωση του βιβλίου· μια διαρκής, επαναλαμβανόμενη εκπλήρωση της αποστολής του και επιβεβαίωση του ρόλου του. Να φτάσει, δηλαδή, στα χέρια περισσότερων αναγνωστών και να διαβαστεί, «ανέγγιχτο» από «τίτλους ιδιοκτησίας» και εφήμερους, και μάλλον εγωιστικούς συναισθηματισμούς. Ίσως, τελικά, αυτός ο κύκλος (που λέγαμε πιο πάνω) να μην κλείνει ποτέ, όσο θα υπάρχει το ίδιο το βιβλίο.
Αφορμή για ν’ αναζωπυρωθούν οι παραπάνω σκέψεις (που πάντα μας απασχολούν) αποτέλεσε το «φιλολογικό χρονογράφημα» του Γιώργου Κοτζιούλα με τίτλο «Βιβλιοπωλεία και πεζοδρόμιο» που δημοσιεύτηκε πριν από 80 χρόνια (Νεοελληνική Λογοτεχνία, χρόν. Γ’, τεύχ. 3, Μάρτης 1940), και εμπεριέχεται στον πρώτο τόμο των κριτικών του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Δρόμων» με τον τίτλο «Κριτικά Α’ – “Η ασυλία του πνεύματος”». Διότι, για όσους δεν το γνωρίζουν, εκτός από σπουδαίος ποιητής, φιλόλογος, πεζογράφος και μεταφραστής, ο Γιώργος Κοτζιούλας ήταν και σημαντικός κριτικός (βλ. παρακάτω περισσότερα για τον ίδιο και το βιβλίο).
Στο κείμενό του ο Κοτζιούλας καταπιάνεται εντυπωσιακά με το πρόβλημα της αγοραστικής κίνησης των βιβλίων και κυρίως των λογοτεχνικών. Είναι επίσης εντυπωσιακό πόσο ίδια παραμένει η κατάσταση οχτώ ολόκληρες δεκαετίες μετά, στην αγορά του βιβλίου αλλά και στην προσέγγιση του κοινού κυρίως με το λογοτεχνικό βιβλίο. Είναι, δηλαδή, εντυπωσιακά μεγάλη η απόσταση που χωρίζει τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων από το διάβασμα, που δεν οφείλεται ούτε εξαρτάται αποκλειστικά από το κόστος απόχτησης του βιβλίου, αλλά στην έλλειψη σχετικής παιδείας και εν γένει κουλτούρας που να ευνοεί και να ωθεί προς το αντίθετο. Μια απόσταση που πιθανότατα έχει μεγαλώσει από τότε που ο Κοτζιούλας κατέγραφε με το μολύβι του στο χαρτί τις διαπιστώσεις και τις ενστάσεις του, αν λάβουμε υπόψη το πόσο κυρίαρχο ρόλο παίζουν τα τελευταία χρόνια στη ζωή μας, οι πληροφορίες και οι εικόνες που ξεπηδούν ασταμάτητα από μικρές ή μεγαλύτερες ορθογώνιες οθόνες που μοιάζουν να έχουν περιφράξει τα ενδιαφέροντα και σχεδόν φυλακίσει την καθημερινότητα του ανθρώπου του λεγόμενου πολιτισμένου κόσμου.
Χωρίς να έχουμε σκοπό, ούτε καν διάθεση, να διορθώσουμε τον σπουδαίο Κοτζιούλα, και παίροντας υπόψη ότι το κείμενό του γράφτηκε πριν από οχτώ ολόκληρες δεκαετίες, ας μας επιτραπεί να εκφράσουμε μια δική μας ένσταση. Ο όρος μεταχειρισμένο, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ταιριάζει σήμερα περισσότερο να συνοδεύει αντικείμενα που κατασκευάστηκαν για συγκεκριμένη, πεπερασμένη χρήση και με τα χρόνια τα χαρακτηριστικά τους, οι δυνατότητές τους και η απόδοσή τους εξασθενούν ή κάποτε παύουν να υπάρχουν. Το βιβλίο όσα χρόνια κι αν περάσουν παραμένει μια αναλλοίωτη, άφθαρτη στην ουσία της και διαρκής πηγή γνώσης, καλλιέργειας, ψυχαγωγίας, άσκησης, εν τέλει γεμάτης ζωής, χωρίς ημερομηνία λήξης, και τα βιβλία του πολυγραφότατου Γιώργου Κοτζιούλα το επιβεβαιώνουν.
Όμως, ας απολαύσουμε το κείμενο του Κοτζιούλα και ταυτόχρονα ας κληθούμε οι ίδιοι να δώσουμε στον εαυτό μας απαντήσεις, στα ερωτήματα που θέτει ο ίδιος με και χωρίς ερωτηματικό…
Βιβλιοπωλεία και πεζοδρόμιο
του Γιώργου ΚοτζιούλαΠόσοι από τους πελάτες των βιβλίων πάνε και τα παίρνουν απευθείας από την πηγή τους; Προκειμένου για τα ελληνικά έντυπα η πελατεία των βιβλιοπωλείων είναι ασήμαντη – μερικές εκατοντάδες το πολύ – μπροστά στο πλήθος εκείνων που προτιμούν να τ’ αγοράζουν μεταχειρισμένα.
Έτσι τα καροτσάκια και τα παλιατζίδικα συναγωνίζονται άφοβα επιβλητικούς οργανισμούς με μόστρες, φωτογραφίες και διαφημίσεις που πιάνουν την οδό Σταδίου από τη μιαν άκρη ως την άλλη. Λίγα είναι τα βιβλιεμπορικά εκείνα καταστήματα που έχουν εξασφαλισμένο αναγνωστικό κοινό. Τα περισσότερα δουλεύουν ένα δυο μήνες με τα διδαχτικά1 και τον υπόλοιπο καιρό αφήνουν το προσωπικό τους να ξεκουραστεί κοιτάζοντας την κίνηση του δρόμου.
Υπάρχουν ακόμα ελάχιστα που κινούνται μ’ ένα άλλο είδος βιβλίου, το επιστημονικό, απαραίτητο κι αυτό σε ορισμένους ανθρώπους.2 Αλλά οι λογοτεχνικές εκδόσεις πόσους κατορθώνουν να προσελκύσουν3 ίσαμε τον πρώτο πουλητή, τον υπάλληλο που προσφέρνει στο ακέραιο της τιμής; Ας μην απαντούμε καλύτερα σ’ ερωτήσεις που δε μας προκαλούν ευχαρίστηση. Με το να μιλούμε και να ξαναμιλούμε για τη σημερινή μας δυστυχία, χάνουμε και τις ελπίδες μας απέναντι του μέλλοντος.
Κανένας ωστόσο δεν αρνείται πως το λογοτεχνικό μας βιβλίο αντιμετωπίζει μιαν επίφοβη αδιαφορία από το μέρος των υποψήφιων αναγνωστών του, κι αυτό παρατηρείται από την πρώτη του εμφάνιση ακόμα. Τα έργα των λογοτεχνών μας, που με τόση περίσκεψη αγοράζονται σήμερα, ποτέ δεν εγνώρισαν περίοδο ακμής από άποψη αγοραστική. Το φαινόμενο λοιπόν δεν είναι νέο, μα δεν παύει γι’ αυτό και να μας ανησυχεί.
Δεν υπάρχουν τότε ανάμεσά μας βιβλιόφιλοι; θα ρωτήσει κανείς. Μεγάλο άδικο θα είχε όποιος βεβαίωνε την άρνηση. Δεν είναι καθόλου σωστό πως οι ομοεθνείς μας δεν αγαπούνε το βιβλίο. Η πείρα των συγγραφέων που τους ζητούν κι οι μακρινότεροι γνώριμοί τους από ένα αντίτυπο με αφιέρωση, καθώς και των άλλων που διαθέτοντας μια φτωχή βιβλιοθήκη έχουν την αφέλεια να δανείζουν, μαρτυρεί το ενάντιο. Ο γείτονας που αρρώστησε, οι δεσποινίδες που παραθερίζουν, νεαροί που πάσχουν από φιλομάθεια, όλοι αυτοί κυνηγούνε το βιβλίο με ζηλευτή επιμονή. Πρέπει όμως να προσθέσουμε αμέσως πως όλοι αυτοί έχουν την περίεργη ιδιότητα να μην κάνουν την παραμικρή θυσία για τα πεζά ή τα ποιήματα που τόσο τους αρέσει να τα βρίσκουν απλήρωτα. Δεν αγοράζουν: από κοινού και κατά σύστημα. Το θέλουν έτσι το βιβλίο, άσχετο αν για να το διαβάσουν ή μονάχα για να το επιδείχνουν. Δεν είναι αυτοί κουτοί να πετούνε λεφτά στον αέρα. Θα πάνε να βρουν τον ίδιο το συγγραφέα, που τον γνωρίζουνε κιόλας. Μα κι άγνωστός τους να είναι, θα βάλουν ενδιάμεσα να τον προσεγγίσουν. Όλοι οι κόποι δικαιολογούνται προκειμένου να λάβεις στην κατοχή σου κάτι χωρίς πληρωμή.
Έτσι οι σπάνιες παραγγελίες που λαβαίνουν τα βιβλιοπωλεία προέρχονται το περισσότερο από την επαρχία, απ’ την καθυστερημένη αυτή επαρχία, όπου γίνεται το θάμα και βρίσκεται κάποτε κανένας εύπιστος. Φιλόδοξοι γυμνασιόπαιδες που παρακολουθούν με θρησκευτική προσήλωση την αλληλογραφία των λαϊκών περιοδικών, μόλις τους υποδειχτεί πως πρέπει να μελετήσουν το δείνα και τον τάδε, αποφασίζουν θυσιάζοντας τις οικονομίες των να προμηθευτούν ό,τι έμενε αζήτητο χρόνια στην πρωτεύουσα. Μα δε θ’ αργήσουν κι αυτοί του χρόνου που θα γίνουν φοιτητές, με το πρώτο τυπογραφικό που θα τυπώσουν, να μυηθούν αμέσως στα ήθη των μεγαλυτέρων τους, στα τερτίπια που με τη σειρά μας μάθαμε όλοι. Ένας συγγραφέας, έστω και αρχάριος, δεν έχει καμιά υποχρέωση ν’ αγοράζει: θα του έρχεται με το ταχυδρομείο όλη η φιλολογική παραγωγή.
Μα καλά, εξόν απ’ αυτούς που έχουν την ελεεινή συνήθεια να διαβάζουν δωρεάν κι από τους άλλους που καταφεύγουν στα βιβλία μονάχα ώσπου να τιτλοφορηθούν κι οι ίδιοι συγγραφείς, δεν υπάρχουν στην Ελλάδα χριστιανοί που να πιστεύουν στην αξία του εντύπου, που να το χρειάζονται για τη μόρφωσή τους, που να το αγαπούν όσο, ας πούμε, και τη μπύρα; Χιλιάδες γιατροί, δικηγόροι, γεωπόνοι, δασκάλοι, ναυτικοί βγαίνουν κάθε χρόνο από τις σχολές μας. Τόσοι επιστήμονες, τόσοι υπάλληλοι, τόσοι αποκαταστημένοι άνθρωποι είναι πιστευτό πως δεν αισθάνονται την ανάγκη να προμηθευτούν ένα βιβλίο το μήνα; Οι μικροί μισθοί, οι οικογενειακές υποχρεώσεις και άλλες παρόμοιες προφάσεις δεν είναι ωστόσο λόγοι σοβαροί για να τους εμποδίσουν να ξοδέψουν αυτοί οι ίδιοι σοβαρά ποσά σε μια ταβέρνα ή στο ιπποδρόμιο.
Άλλη αβάσιμη δικαιολογία είναι το μέτριο περιεχόμενο των βιβλίων. Φαίνεται πως οι κύριοι αυτοί παρακολουθούν κατά πόδας όλες τις βαλκανικές λογοτεχνίες για να βρίσκουν πως η δική μας υστερεί και δε στέκει στο ύψος των απαιτήσεών τους. Αυτοί γράφουνε στη μαλλιαρή, κατάργησαν τους τόνους, θ’ ακούσεις παραπέρα. Όποιος δεν έχει διάθεση να υποστηρίξει κάτι προσπαθεί με κάθε τρόπο ν’ αποδείξει πως δεν αξίζει τον κόπο. Έτσι, αν οι κύκλοι της αριστοκρατίας που διαβάζουν προτιμούν (από δύσκολο γούστο ή από κακή παρακίνηση) τα ευρωπαϊκά βιβλία, η μεσαία μας τάξη αρκείται στα χρονογραφήματα των εφημερίδων ή το πολύ σε ανθολογίες χρονογράφων πάλι, όποτε συμβεί να τυπωθεί κανένας τέτοιος τόμος.
Ο λαός, αυτός κάνει τα ψώνια του στο πεζοδρόμιο. Εκεί, μπροστά στο καροτσάκι ή σταματώντας τον πλανόδιο πουλητή,4 ο διαβάτης που διαθέτει πέντε δέκα δραχμές παζαρεύει μια στιγμή και παίρνει ό,τι του τράβηξε την προσοχή. Είναι μια πελατεία σταθερή που ξέρει τις περισσότερες φορές να διαλέγει. Αν τα φτωχόπαιδα ετούτα, που τώρα μ’ ένα τάληρο τσεπώνουν έναν Ντοστογέφσκι, μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο αγοράς, ποιος μας αποκλείει πως θα έλυναν το εκδοτικό πρόβλημα του τόπου μας; Γι’ αυτό ας μην προσπερνάμε περιφρονητικά τους ταπεινούς αυτούς παράγοντες που ψάχνουν σκυφτοί μες στο βιβλιοσωρό.
Αν οι σοβαροί πτυχιούχοι του πανεπιστημίου περιμένουν να πεθάνει ένας λογοτέχνης για να μάθουν τ’ όνομά του, υπάρχουν, ας ελπίσουμε, άπειροι φίλοι των βιβλίων που μόνο οικονομικές δυσχέρειες τους εμποδίζουν να εκδηλώσουν την αγάπη τους. Σήμερα, χωρίς καμιά προπαγάνδα του εντύπου, χωρίς καμιά προδιάθεση από το σκολειό, με τη σύγχυση που καλλιεργούν οι οπισθοδρομικοί και οι ημιμαθείς, βρίσκονται ωστόσο μονάδες εξαιρετικές που κόβουν από το ψωμί τους για να επικοινωνήσουν με το Πνεύμα. Το κεντρικό βιβλιοπωλείο μυρίζει πολλή επισημότητα για να φτάσουν ως εκεί. Περιμένουν λοιπόν, να ξεπέσει το βιβλίο, να σπάσει την απόσταση, να γίνει λαϊκό. Και τότε πάνε κοντά του με οικειότητα, μ’ εμπιστοσύνη, μ’ ανοιχτοκαρδιά. Το πιάνουν, το ξεφυλλίζουν, ερωτοτροπούν ελεύθερα μαζί του. Αν το πάρουν έγινε μια καλή αρχή.5 Το ένα βιβλίο θα φέρει το άλλο, ο συγγραφέας εκείνος θα συστήσει άλλον συγγραφέα. Και η συγκίνηση που πέφτοντας στο χαρτί προοριζότανε για το μεγάλο πλήθος, θα βρει το δρόμο της έτσι. Ο τεχνίτης δε θα δουλεύει πια μονάχα για τον εαυτό του και για τους αργόσχολους. Γνωρίζεται με το λαό, μπαίνει στην ψυχή των πολλών, χαίρεται τη δόξα την αληθινή.
Σημειώσεις
1.Όμοια χαρακτηριστικά έχει η «αγορά των βιβλίων» το 1940 και σήμερα! Κύρια πηγή εσόδων των βιβλιοπωλείων εξακολουθεί να είναι το (εποχιακό) σχολικό βιβλίο.
2.Ένα μέρος της εκδοτικής κίνησης οφείλεται – και στις μέρες μας – στα πανεπιστημιακά βιβλία που παρέχονται στους φοιτητές, ενώ, πια, έχουν αυξηθεί οι αυτοεκδόσεις με έξοδα των συγγραφέων – που εξάλλου πάντοτε υπήρχαν.
3.Ο Κοτζιούλας αναφέρει στο «Συγχρονισμένη ποίηση» (κείμενο του ίδιου τόμου) για το αναγνωστικό κοινό: «…το κοινό μας (αυτό το καλό κακό κοινό, που κυμαίνεται στη μια, στις δυο χιλιάδες Έλληνες)…». Τότε λοιπόν, το 1940 στην Ελλάδα των έξι εκατομμυρίων κατοίκων (με πολλούς αναλφάβητους) οι αναγνώστες ήταν δύο χιλιάδες, ενώ σήμερα των έντεκα εκατομμυρίων κυμαίνεται γύρω από τις τρεις χιλιάδες, σύμφωνα με εκδότες.
4.Τα καροτσάκια και οι πλανόδιοι πωλητές βιβλίων υπάρχουν και στις μέρες μας, όπως και οι πάγκοι των βιβλίων. Λίγο μόνο άλλαξαν τα στέκια: Θησείο και Μοναστηράκι, σταθμοί μετρό και μεγάλα περίπτερα. Στέκια για τους πάγκους των βιβλίων παραμένουν η Πανεπιστημίου, η Ακαδημίας και η Σταδίου, αλλά και κάποιες εμποροπανηγύρεις, όπως παλιά.
5.Ο Κοτζιούλας επισημαίνει τη χρησιμότητα του βιβλιοπωλείου-καροτσιού για τους βιβλιόφιλους σε οικονομική κρίση.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956) υπήρξε από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς και, όπως ήδη σημειώσαμε πιο πάνω, εκτός από φιλόλογος, σπουδαίος ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής, ήταν και σημαντικός κριτικός. Η κριτική παραγωγή του, όμως, επειδή βρίσκεται διάσπαρτη σε έντυπα και ανέκδοτη στο Αρχείο του, δεν είναι γνωστή στο σύνολό της.
Τελείωσε με πολλές δυσκολίες το Γυμνάσιο στην Άρτα και το 1927 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, από την οποία πήρε το πτυχίο του μόλις το 1938. Εργάστηκε ως διορθωτής και συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες και δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, βιβλιοκριτικές, δοκίμια και μεταφράσεις.
Το 1931 εξέδωσε την κριτική μελέτη «Ο Στρατής Μυριβήλης και η πολεμική λογοτεχνία» και το 1932 την ποιητική συλλογή «Εφήμερα».
Η ανέχεια και οι άσχημες συνθήκες ζωής και δουλειάς, που τον ακολούθησαν σχεδόν σε όλη τη ζωή του, τον οδήγησαν όχι μόνο στη φυματίωση, εξαιτίας της οποίας αναγκάστηκε να ζήσει σε σανατόρια και παράγκες στην Πάρνηθα και την Πεντέλη τη διετία 1935-36 αλλά και κλόνισαν γενικότερα την υγεία του και τον οδήγησαν νωρίς στο θάνατο.
Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές «Σιγανή φωτιά», «Δεύτερη ζωή» και «Ο γρίφος» (1938), τα πεζογραφήματα «Το κακό συναπάντημα και άλλα διηγήματα» (1939) και αμέσως μετά τον πόλεμο τα «Τρία ποιήματα προπολεμικά», «Ο Άρης» και «Οι πρώτοι του Αγώνα» (1946) και λίγα χρόνια πριν από το θάνατό του τα «Φυγή στη φύση» (1925) και «Ηπειρώτικα» (1954).
Το 1943-1945 συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Βγαίνοντας στο βουνό βρέθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη, οργάνωσε το Καλλιτεχνικό Τμήμα της 8ης Μεραρχίας Ηπείρου του ΕΛΑΣ και ίδρυσε τον περιοδεύοντα θίασο «Λαϊκή Σκηνή», παρουσιάζοντας το Θέατρο στα βουνά.
Μετάφρασε πολλά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Ουγκώ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Τσβάιχ, Μοπασάν, Βερν) αλλά και Έλληνες και Λατίνους κλασικούς. Ιδιαίτερα σημαντικό υπήρξε το δοκίμιό του «Πού τραβάει η ποίηση;» (1950) κριτική της μοντέρνας ποίησης.
Ο πρώτος, ογκώδης τόμος των κριτικών του Κοτζιούλα με τον τίτλο «Η ασυλία του πνεύματος», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Δρόμων» (επιμέλεια, εισαγωγή, σχόλια: Σωτηρία Μελετίου – Κώστας Κοτζιούλας), περιέχει κριτικά σημειώματα γενικά και ειδικά: δοκίμια και μελέτες για θέματα που απασχόλησαν τη νεοελληνική κριτική, άρθρα για θεωρητικά προβλήματα και λογοτεχνικά ζητήματα, επιφυλλίδες, κριτικά χρονογραφήματα και σχόλια για πολιτισμικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής του. Οι κριτικές αυτές, που προσεγγίζουν τα πρόσωπα και τα ζητήματα μέσα από τη δική του ματιά, παρέχουν πληροφορίες και ερμηνείες, άγνωστες πολλές φορές, συμβάλλοντας σε μια διαφορετική προσέγγιση των πνευματικών αναζητήσεων της γενιάς του.
Ο τόμος αποτελείται από 61 πολύ ενδιαφέροντα (κάποια, άφοβα, τα χαρακτηρίζουμε συναρπαστικά) κείμενα, τα περισσότερα από τα οποία διαχρονικά και συνοδεύεται από πλούσια βιβλιογραφία και αναφορές, καθώς και από την αναλυτική και εμπεριστατωμένη εισαγωγή των επιμελητών, που βοηθά τον αναγνώστη να προσεγγίσει και να γνωρίσει τον Γιώργο Κοτζιούλα ως λογοτέχνη-συγγραφέα αλλά και ως άνθρωπο, που ναι μεν έζησε και δημιούργησε σε μια δοσμένη εποχή, όμως το έργο του μπόρεσε να την ξεπεράσει. Στα έργα αυτά ο Κοτζιούλας, με τη λόγια και πηγαία γραφή του, αποθέτει σαν παρακαταθήκη τις φιλολογικές και γραμματειακές απόψεις του προς τους ειδικούς, τη γνώση του και τον αποδεικτικό του λόγο προς όλους