Το βαρέλι, ο πάτος και η λίμνη
Μην τσιμπάτε στα σημεία των καιρών. Χάνει μόνον όποιος δε δίνει τη μάχη του για να φύγει απ’ την καρέκλα του θεατή και ν’ ανεβεί στη σκηνή να παίξει το έργο των πολλών. Αυτό που γράφουν οι λαοί χωρίς αφεντικά.
Σε εποχές σαν κι αυτή που διανύουμε, στα πρώτα είκοσι χρόνια του 21ου αιώνα, καλό θα είναι να ομολογήσουμε πως ο καθένας κι η καθεμιά από μας, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά ίσως σε όλη σχεδόν τη γη, ψάχνουμε τον πάτο του βαρελιού. Παραπάνω από μια φορά τη βδομάδα ή τη μέρα, αναρωτιέσαι «δεν έχει τέλος αυτή η κατρακύλα, πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα, πιάσαμε πάτο ή τον ξύνουμε, με τον ενδόμυχο φόβο ότι από κάτω είναι και η άβυσσος;».
Απογοήτευση. Εξαπάτηση. Βία. Φτώχεια. Συρράξεις και πόλεμοι. Προσφυγιά. Πείνα. Ανασφάλεια. Δεδομένα, όπως τα δικαιώματα, η εργασία, η σύνταξη, η παιδεία, η υγεία, κατακτήσεις ακριβοπληρωμένες με αίμα έχουν μπει στην περιδίνηση μεταξύ απαξίωσης και κατάργησης. Και καπάκι σε όλα τούτα, το απίστευτο, το ως χτες απίθανο, το σχεδόν παράλογα, και κυρίως αβίαστα χυδαίο μιας παραπλάνησης, που μετατρέπεται σε πραγματικότητα. Έτσι, απ’ τη μια δυσκολεύει η ουσία της ιδεολογικής σύγκρουσης, κι απ’ την άλλη η πραγματικότητα ευτελίζει ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί είναι άλλο πράγμα να προσπαθείς να ξαναγράψεις την ιστορία, ας πούμε ότι αυτό παλεύεται ακόμα, κι άλλο να γράφεις ιστορία με όρους μήτε καν επιθεώρησης, αλλά του πιο φτηνιάρικου ριάλιτι…με διεθνή απήχηση.
Γυρνάω το ρολόι πίσω στη φρίκη του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Φέρνω στο νου μου τα κομματιασμένα κορμιά ανθρώπων, και δη παιδιών, σε κρατήρες ανοιγμένους από θηριώδεις βόμβες του πολιτισμένου δυτικού κόσμου, με ΝΑΤΟικούς εκτελεστές κι Ευρωπαίους εμπνευστές. Δεν πέρασαν διακόσια χρόνια. Μόλις είκοσι ένα. Και μετά διαβάζω, και νομίζω πως είναι τρολ, κι ότι κάποιος κάνει χυδαία πλάκα, μια συνωμοσία ηλιθίων που δεν είναι πια θεωρία, αλλά έρχεται να με βαρέσει κατακούτελα, μαζί με όλους όσους παλέψαμε για να μην κομματιαστεί μια χώρα και κάθε έννοια συμβίωσης λαών, πέρα από ράτσα, έθνος, χρώμα ή φυλή. Διαβάζω λοιπόν ότι η λίμνη Γκαζίβοντα στα σέρβικα ή Γκουτζμάν στα αλβανικά, τεχνητή, μεγέθους 24 τετραγωνικών χιλιομέτρων μετονομάζεται, βαφτίζεται κυριολεκτικά…. Λίμνη Τραμπ (Lake Trump). Σέρβοι και Κοσοβάροι αποφάσισαν να τιμήσουν έτσι τον τρισμέγιστο, διαβολικά καλό που λέει κι ο Τσίπρας, που τους έκατσε με το ζόρι απέναντι στο γραφείο του, σχήματος αβγού, και βαφτισμένο οβάλ, δίνοντας το όνομά του σε μια λίμνη επειδή συμφιλίωσε τους ως χτες άσπονδους εχθρούς. Και γύρω απ’ τη λίμνη χορεύουνε τα ξωτικά της εποχής, Ρωσίδες και Κινέζες και Αμερικάνες νεράιδες, με δώρα πακέτα πολυεθνικών ανταγωνισμών, δισεκατομμύρια δολάρια για τρένα, αεροπλάνα, όπλα, δίκτυα 5G κι άλλα τέτοια καλούδια, που βγαίνουν σα λαγοί από το μαύρο καπέλο του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό τσίρκο.
Ναι ξέρω, θα μου πείτε πως έχουμε κι εμείς Λεωφόρο ΝΑΤΟ στον Ασπρόπυργο και πως το Κόσοβο έχει γεμίσει ανδριάντες του Κλίντον, κι απ’ την Τσεχία ως τις Βαλτικές έχουν γκρεμιστεί τα μνημεία με τα σφυροδρέπανα και τ’ αστέρια του Κόκκινου Στρατού κι έχουν αντικατασταθεί με σβάστικες…
Ναι ξέρω, θα μου πείτε ότι οι ποινές για τους εγκληματίες ναζιστές ήταν τόσο ζεστές και τόσο κρύες, που ήρθαν χλιαρές και χαλαρά, κι έφεραν σαν πλευρική μαχαιριά, αυτή που τρυπάει τα πνευμόνια και κόβει την ανάσα, τον υπέργηρο εραστή της 4ης Αυγούστου, τον αντισημίτη, να υπερασπίζεται τον ευρωλαγό, που γύρισε για να απειλήσει τους αμετανόητους κυνηγούς του φασισμού, τους κομμουνιστές. Δεν ξέρω αν το βαρέλι έχει πάτο. Η λίμνη όμως έχει βυθό. Και είναι τεχνητή. Φτιαγμένη από ανθρώπους. `Η και από ανθρωπάκια. Για να σηκώσουμε κεφάλι πρέπει να ξεραθούνε τα πηγάδια του συστήματος κι οι λίμνες. Και τα χέρια των ανθρώπων της δουλειάς να ανοίξουν και να γίνουν φτερά, επειδή και μπορούν, και ξέρουν, κι έχει αποδειχτεί πως γίνεται. Η πρώτη αντίσταση είναι να μην αναρωτιέσαι αν έχει πάτο το βαρέλι, αλλά αν μπορείς να μην το θεωρείς ανίκητο, γιατί μπορεί να μην υπάρχει αν δεν κόψεις εισιτήριο στην παράσταση. Για ζωντανούς νεκρούς. Μην τσιμπάτε στα σημεία των καιρών. Χάνει μόνον όποιος δε δίνει τη μάχη του για να φύγει απ’ την καρέκλα του θεατή και ν’ ανεβεί στη σκηνή να παίξει το έργο των πολλών. Αυτό που γράφουν οι λαοί χωρίς αφεντικά.
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 17-18/10/2020