Αντρέας Καρκαβίτσας – Αγάπησε και υπερασπίστηκε το λαό και τα δημιουργήματά του
Ο Καρκαβίτσας μισούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής την αμαρτωλή πολιτική της άρχουσας τάξης της εποχής του, που με την ξενοδουλεία, την ανεδαφική προγονοπληξία και την πατριδοκαπηλεία κρατούσε το λαό και τον τόπο στη δυστυχία, την αθλιότητα και την ολόπλευρη καθυστέρηση. Κι ενάντια σ’ αυτά τα «οικεία κακά» αγωνίστηκε με αληθινό πάθος…
Σπουδαίος λογοτέχνης, ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία, ο Αντρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στα Λεχαινά Ηλείας στις 12 του Μάρτη 1865 και έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από τη φυματίωση, στις 22 (ή στις 24) του Οκτώβρη 1922. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία και συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής του. Τα πιο γνωστά έργα του είναι το μυθιστόρημα «Ο ζητιάνος», και η συλλογή διηγημάτων «Λόγια της πλώρης».
«Ο Παπαδιαμάντης, στα διηγήματά του, ζωντάνεψε έναν κόσμο ολόκληρο κι αθανάτισε την κοινωνία της εποχής του. Ο Καρκαβίτσας με το λογοτεχνικό έργο και τη δράση του προσπάθησε συνειδητά όχι μόνο να ζωντανέψει, αλλά και ν’ αλλάξει αυτό τον κόσμο κι αυτή την κοινωνία. Ήταν, δηλαδή — ας το πούμε έτσι — όχι μόνο ένας «στρατευμένος» λογοτέχνης (κατά τη γνώμη μας δεν υπάρχουν «αστράτευτοι» λογοτέχνες) αλλά κι ένας πνευματικός ηγέτης και πολίτης με βαθιά επίγνωση του χρέους και της αποστολής του» σημειώνει ο Τάκης Αδάμος στο πολύτιμο έργο του «Η λογοτεχνική μας κληρονομιά» (Α’ τόμος – Εκδόσεις Καστανιώτη), όπου συγκεντρώνονται μελέτες του για τη ζωή και το έργο σημαντικών λογοτεχνών. Από την μελέτη του Τάκη Αδάμου για τον Αντρέα Καρκαβίτσα αντιγράφουμε κάποια μικρά αποσπάσματα:
Γράφει ο Τάκης Αδάμος: «Εκτιμώντας το έργο και τη δράση του Καρκαβίτσα μερικοί τον χαρακτήρισαν «εθνικιστή» συγγραφέα (Πέτρου Χάρη: «Έλληνες Πεζογράφοι», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1953, σελ. 102). Άτυχος, κατά τη γνώμη μας, ο χαρακτηρισμός. Εθνικιστής σημαίνει να μισείς και να υποτιμάς τους άλλους λαούς. Και να προβάλεις εγωιστικά το δικό σου λαό σαν ξεχωριστό και «περιούσιο». Ο Καρκαβίτσας όμως, το μόνον που μισούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του ήταν τα «οικεία κακά». Δηλαδή την αμαρτωλή πολιτική της άρχουσας τάξης της εποχής του, που με την ξενοδουλεία, την ανεδαφική προγονοπληξία και την πατριδοκαπηλεία κρατούσε το λαό και τον τόπο — πενήντα χρόνια από τη δημιουργία τού ελληνικού κράτους – στη δυστυχία, την αθλιότητα και την ολόπλευρη καθυστέρηση. Κι ενάντια σ’ αυτά τα «οικεία κακά» αγωνίστηκε με αληθινό πάθος.
Ο Καρκαβίτσας πίστευε βαθιά πως για να βγει η Ελλάδα από το βάλτο, να εκσυγχρονιστεί και να προοδέψει, πρέπει να στηριχτεί στο λαό, στις ζωντανές δυνάμεις του έθνους.
(…)Σ’ όλη του τη ζωή γνώμονας στάθηκε η περίφημη υποθήκη του μεγάλου Σολωμού: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό». Μια υποθήκη που διατηρεί και σήμερα όλη την αξία της, καθώς η πατριδοκαπηλεία της «εθνικοφροσύνης» έχει αντιστρέψει όλες τις έννοιες.»
(…) Από τα παιδικά του χρόνια ο Α. Καρκαβίτσας, με την επίδραση του οικογενειακού και γενικότερα του περιβάλλοντος του τόπου του, εκδηλώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρο και αγάπη για τα δημιουργήματα του λαού: τα τραγούδια, τις παραδόσεις, τους θρύλους, τις συνήθειες, ακόμα και τις προλήψεις του. Περισσότερο έντονες είναι οι παραδόσεις για το Εικοσιένα, που σιγά-σιγά δένονται μέσα του με μια αγάπη φλογερή, που θα σταθεί η κύρια πηγή έμπνευσης στα κατοπινά χρόνια. Πόσο μεγάλη είναι η αγάπη και ο θαυμασμός του για το Εικοσιένα και τους αγωνιστές του φαίνεται από τούτα τα λόγια που θα γράψει στα 40 του χρόνια, στην εποχή, δηλαδή, της πνευματικής του ωριμότητας:
«…Αν κατορθώσω ποτέ ν’ αποχτήσω κι εγώ μόνιμη κατοικία, μέσα της θα κάμω ένα ναό — το Ναό μου. Γύρω της θα βάλω εικονίσματα, δικά μου προσκυνητάρια. Και θα είναι τα προσκυνητάρια μου οι αρματωλοί, εκείνοι οι τραχείς κάτοικοι των βουνών, που με το καρυοφύλλι επάλεβαν εναντίον της δουλείας του Γένους. Θα είναι οι ταπεινοί ρασοφόροι, που μέσα στα ερημοκλήσια τους έσμιγαν τους ιερούς ψαλμούς με τα τραγούδια της ελευθερίας. Θα είναι οι ακούραστοι πολεμιστές του Είκοσιένα, που εσκοτώθηκαν, εσουβλίσθηκαν, εψήθηκαν ζωντανοί, εκατακομματιάσθηκαν, εγυμνώθηκαν. ατιμάσθηκαν για τη δόξα και το μεγαλείο της Πατρίδος. Και ανάμεσα σ’ αυτούς θα κρεμάσω ένα άλλο εικονοστάσι, εικονοστάσι πρωτάκουστο. Γύρω – τριγύρω κορνίζα γαλανόλευκη και το βάθος του αδειανό. Αδειανό για τους ξένους — για μένα ολόγιομο σαν το φεγγάρι. Και θ’ ατενίζω πρώτα τις μορφές τις γνώριμες. Μα θα λιβανίζω έπειτα τις άγνωστες μορφές, τ’ άγραφα και τ’ αμνημόνευτα ονόματα εκείνων, που παράμερα εμαρτύρησαν. Εκείνων που εμαρτύρησαν κι εκείνων που θα μαρτυρήσουν ακόμη για την αποκατάσταση του Γένους μας. Πόσοι θα είναι, κανείς δεν το ξέρει. Μα τους φαντάζομαι πως θα είναι άμετροι…» (Εφημερίδα «Εστία», 25.3.1905).
Την αγάπη του Καρκαβίτσα προς το λαό και τα δημιουργήματά του θα τη φουντώσει και θα τη στεριώσει ακατάλυτα μέσα του το βιβλίο του Νικόλαου Πολίτη «Νεοελληνική Μυθολογία», που κυκλοφόρησε το 1879. Το βιβλίο αυτό, γράφει ο Αρίστος Καμπάνης, έδωσε «…αφορμή να προσέξουν και να συμπαθήσουν οι λογοτέχνες μας τον αγρότη, το βοσκό, το θαλασσινό, τον τρόπο της ζωής τους, τις προλήψεις τους, ακόμα και τη γλώσσα τους, η οποία πριν κατακτήσει όλη την λογοτεχνική παραγωγή κατέκτησε τους διαλόγους των αφηγηματικών έργων…» (Α. Καμπάνη: «Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας», Δ’ έκδοση, «Κολλάρος», Αθήνα, σελ. 184).
Το βιβλίο του Ν. Πολίτη ήρθε στην ώρα του. Από το 1875 κιόλας, η αστική τάξη — ιδιαίτερα το βιομηχανικό και ναυτιλιακό κεφάλαιο που παίρνει ανάπτυξη στα χρόνια αυτά — επιχειρεί να πάρει στα χέρια της την εξουσία, να παραμερίσει τους κοτζαμπάσηδες και τ’ άλλα φεουδαρχικά κατάλοιπα και ν’ απαλλάξει τη χώρα από τη φαυλοκρατική διοίκηση και την καθυστέρηση.
Στον πνευματικό τομέα, η προσπάθεια αυτή θα εκφραστεί με την «ανακάλυψη» του λαού. Με τη στροφή, δηλαδή, προς τα λαϊκά δημιουργήματα. Και θα πάρει μαχητική μορφή με το «Κίνημα του Δημοτικισμού». Η καταπολέμηση της στείρας προγονοπληξίας, της αρχαιολατρείας, του λογιωτατισμού, του ξενόφερτου ρομαντισμού της λεγόμενης «Πρώτης Αθηναϊκής Σχολής», και ο πνευματικός εκσυγχρονισμός του έθνους γίνεται ο πόλος συσπείρωσης των προσπαθειών όλων των φωτισμένων πνευματικών ανθρώπων της εποχής.
Είναι φανερό πως όλα αυτά σημαίνουν σύνδεση με την παράδοση και τα ιδανικά του Εικοσιένα (παράδοση και ιδανικά που τόσο ωμά είχαν αποκοπεί κι είχαν καταχωνιαστεί από τους ξενολάτρες κοτζαμπάσηδες, τους Φαναριώτες και τις ξενόφερτες δυναστείες) και ολοκλήρωσή τους.
Όταν ο Καρκαβίτσας φτάνει στην Αθήνα το 1883 σε ηλικία 18 χρόνων (γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά), η προσπάθεια για την αστικοδημοκρατική διαμόρφωση της εθνικής ζωής, βρίσκεται στην ανοδική της πορεία. Στα 1884 ο Δημήτριος Βερναρδάκης δημοσιεύει μια γλωσσική διατριβή με τίτλο: «Ψευδαττικισμού έλεγχος». Είναι μια επίθεση στο λογιωτατισμό, αλλά και μια μελέτη της διάρθρωσης της νεοελληνικής κοινωνίας. Υπέρ της δημοτικής ξεσπαθώνει κι ο Εμμ. Ροΐδης. Καθαρευουσιάνος ο ίδιος, ζητάει την καθιέρωση της γλώσσας του λαού στην ποίηση και γενικά στη λογοτεχνία. Στη σχετική μελέτη του «Περί συγχρόνου ποιήσεως» υποστηρίζει πως ο μόνος δρόμος για να υπάρξει ποίηση είναι η χρησιμοποίηση της δημοτικής. Και σε λίγα χρόνια, ο Γιάννης Ψυχάρης με το περίφημο βιβλίο του «Το ταξίδι μου» (1888), περνάει στη γενική επίθεση ενάντια στο λογιωτατισμό.
Φοιτητής στην Αθήνα ο Καρκαβίτσας μπαίνει στους κύκλους της προοδευτικής διανόησης της εποχής, που συγκεντρώνεται γύρω από εφημερίδες και περιοδικά με νέες τάσεις («Εβδομάς», «Εφημερίς», «Εστία», «Εκλεκτά μυθιστορήματα»). Ανάμεσά τους είναι ο Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Κώστας Χατζόπουλος και άλλοι. Με τον Κ. Χατζόπουλο — πρωτοπόρο, κατοπινά, της σοσιαλιστικής ιδεολογίας στη χώρα μας — δένεται με μεγάλη φιλία, που κράτησε 25 ολόκληρα χρόνια. Σ’ αυτόν εμπιστεύεται τα πάντα: Γράφει κι εξομολογείται για την ατομική του ζωή, για τους έρωτές του και τις διάφορες ψυχικές καταστάσεις του, για την πνευματική του δημιουργία, για τα ταξίδια του, για τα σχέδιά του, για τις αρρώστειες και όλα τα ατυχήματά του (δημοσιεύτηκαν από τον I. Μ. Παναγιωτόπουλο 40 γράμματα, που δίνουν μια πολύ ζωντανή εικόνα του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του Καρκαβίτσα).
Μέσα στους κύκλους αυτούς ο Καρκαβίτσας ξεχωρίζει γρήγορα. Επιβάλλεται με τη λογοτεχνική δημιουργία του, αλλά και με το ήθος και τις αρχές του. Από τα πρώτα διηγήματά του προβάλλει ώριμος πεζογράφος κι εντυπωσιάζει. Τα ιστορικά και λαογραφικά άρθρα του, οι ταξιδιωτικές περιγραφές του, προκαλούν το γενικό ενδιαφέρον. Έτσι από το 1887, μόλις 22 χρόνων, έχει προσληφθεί σαν συνεργάτης στην «Εφημερίδα», με μισθό 100 δρχ. το μήνα, ποσό πολύ σημαντικό για την εποχή.
(…)Μεγάλη επίδραση άσκησε στη λογοτεχνική δημιουργία και στη γενικότερη αγωνιστική δράση του Καρκαβίτσα η άμεση επαφή και γνωριμία με το λαό και τα προβλήματά του. Ταξίδεψε μέσα στην Ελλάδα όσο κανένας άλλος πνευματικός δημιουργός στην εποχή του. Τα ταξίδια αυτά τον βοήθησαν να ζωντανέψει στα έργα του τη βαριά μοίρα των εργαζομένων, ιδιαίτερα της αγροτιάς και του ναυτόκοσμου (…)»
Δείτε ακόμα:
Το διήγημα της Πέμπτης: «Τούρκικοι καφενέδες» του Αντρέα Καρκαβίτσα