Κώλυμα, κώλυμα, πες μου πώς το λύνεις
Δε χρειάζεται να είναι Σαΐνης κανείς, για να καταλάβει πως ο μόνος λόγος που δεν έχει δοθεί λύση στο οκτάμηνο κώλυμα για τον δημόσιο τομέα, είναι πως οι κυβερνήσεις το χρειάζονται για να παίζουν με την ανεργία και να κάνουν εμπόριο ελπίδας με τις ΣΟΧ στο δημόσιο.
Το κείμενο γράφεται με αφορμή μια πρόσφατη κοινοβουλευτική ερώτηση και επιχειρεί να φωτίσει περαιτέρω μερικές πτυχές για τα σοβαρά ζητήματα που αντιμετωπίζει ο συγκεκριμένος κλάδος.
–Τουλάχιστον εσείς έχετε μια δουλειά μες στην πανδημία, λένε κάποιοι στους συμβασιούχους αρχαιοφύλακες του Υπουργείου Πολιτισμού.
Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια. Γιατί έχουν μισή δουλειά, με ημερομηνία λήξης και αβέβαιο μέλλον. Και το κριτήριο δεν μπορεί να είναι πως “υπάρχουν και χειρότερα”, γιατί τότε τα χειρότερα θα έρθουν πάνω μας, με μαθηματική ακρίβεια. Πότε έπαψε αλήθεια να μπαίνει ο πήχης εκεί που είναι το σωστό και δίκαιο;
Και τι θα ήταν δίκαιο; Πώς το ορίζουμε;
Λένε πως ο τουρισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία, ενώ η αρχαία μας κληρονομιά είναι πόλος έλξης για εκατομμύρια τουρίστες από όλο τον κόσμο, ακόμα και μες στην πανδημία. Είναι αυτονόητο, συνεπώς, ότι πρέπει να αναδειχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και αυτό απαιτεί σωστή φύλαξη, με πλήρως στελεχωμένα μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Το ζήτημα δεν είναι λογιστικό, αν δηλαδή τα εισιτήρια φέρνουν αρκετά έσοδα για να καλύψουν τα έξοδα της φύλαξης (που το κάνουν και με το παραπάνω). Το ζήτημα είναι αν θέλουμε τα μνημεία μας να είναι ασφαλή και προσβάσιμα σε όλους, κτήμα της κοινωνίας και δημόσια περιουσία. Αυτό λέει η λογική και το δίκαιο.
Εξίσου λογικό βέβαια φαντάζει να έχει η Ακρόπολη, η “βιτρίνα της χώρας” μας δηλαδή, στοιχειώδη αντιπλημμυρική προστασία και να μη γεμίζει ο χώρος με νερά στην πρώτη ισχυρή βροχόπτωση. Αλλά τα αυτονόητα είναι και τα πιο δύσκολα να γίνουν.
Τι συμβαίνει λοιπόν στην πράξη;
Οι περισσότεροι χώροι πορεύονται με… μνημονιακούς όρους, είναι υποστελεχωμένοι και υπολειτουργούν, ενίοτε και στην τουριστική περίοδο αιχμής. Το Υπουργείο Πολιτισμού χρησιμοποιεί τους συμβασιούχους ως μπαλώματα με ημερομηνία λήξης, κάνοντας τις ζωές τους λάστιχο. Παράλληλα αρχίζει σταδιακά το ξήλωμα του δημόσιου χαρακτήρα μνημείων και αρχαιολογικών χώρων, πότε με πρόσχημα την “αξιοποίησή” τους (βλέπε Λόφοι Φιλοπάππου), πότε με “αθώα δωράκια”, από “ανιδιοτελείς χορηγούς” -καμία σχέση με τους θεατρικούς αρχηγούς της αρχαιότητας- και μια σειρά αντίστοιχες κινήσεις που κρούουν καμπανάκι κινδύνου.
Επίσης, η καταβολή της μισθοδοσίας των συμβασιούχων αργεί παραδοσιακά (εθιμικώ δικαίω που λένε) τους πρώτους μήνες και τους υποχρεώνει να πορεύονται με δανεικά ή ό,τι έχουν βάλει στην άκρη. Ενώ το τελευταίο διάστημα, μια σειρά χώροι κόβουν τα εξαιρέσιμα στους συμβασιούχους (ημερομίσθια σε Κυριακές και αργίες, που πληρώνονται επιπρόσθετα) καθώς παραμένουν κλειστοί και βγάζουν τον προγραμματισμό τους με το μόνιμο προσωπικό.
Αυτά ίσχυαν (και) πριν μπει ο κορονοϊός στις ζωές μας και προφανώς δεν πάγωσαν το διάστημα της πανδημίας. Οι συμβασιούχοι τρέχουν σε μια κούρσα διαρκείας, χωρίς να γνωρίζουν αν θα βρουν ανταμοιβή οι κόποι τους, σαν να είναι χαμστεράκια-πειραματόζωα στον τροχό του εργαστηρίου. Και αυτό το αδιέξοδο το υπογραμμίζουν μια σειρά παράλογοι περιορισμοί και αναχρονιστικά κωλύματα.
Ακολουθούν μερικά παραδείγματα, για να το καταστήσουν σαφές.
Ένας αρχαιοφύλακας με πεντάμηνη σύμβαση, δε δικαιούται το επίδομα ανεργίας.
Ένας αρχαιοφύλακας με επτάμηνη σύμβαση παίρνει οριακά το επίδομα ανεργίας, τρέμει όμως μη συμβεί κάτι και χάσει ένα ένσημο -μαζί και το επίδομα. Κι είναι εύκολα αντιληπτό πως το σκέφτεται δυο και τρεις φορές πριν απεργήσει, γιατί δε χάνει απλά ένα ημερομίσθιο.
Ένας αρχαιοφύλακας με οκτάμηνη σύμβαση, θεωρητικά μπορεί να έχει το κεφάλι του ήσυχο από τους παραπάνω περιορισμούς. Φοβάται όμως το οκτάμηνο κώλυμα, που απαιτεί να μεσολαβούν τέσσερις μήνες ως την επόμενη σύμβαση, και δε γνωρίζει αν θα μπορεί να δουλέψει κανονικά την επόμενη χρονιά.
Αυτό συνέβη πέρσι την άνοιξη, που βγήκαν οκτάμηνες συμβάσεις, σε μια κίνηση με προεκλογικό άρωμα, αλλά γύρισε μπούμερανγκ στους συμβασιούχους και υποχρέωσε πολλούς σε πρόωρη παραίτηση -που σημαίνει ότι έχασαν και το επίδομα ανεργίας.
Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και φέτος, που η συγκυρία της πανδημίας πήγε δύο μήνες πίσω την έναρξη των επτάμηνων συμβάσεων, για να ολοκληρωθούν στις 31 Δεκεμβρίου, με το τέλος του έτους. Ποιος εγγυάται όμως στους συμβασιούχους ότι θα μεσολαβήσουν τέσσερις μήνες μέχρι την επόμενη μεγάλη σύμβαση (την άνοιξη του ’21), για να έχουν ρεαλιστικές ελπίδες να εργαστούν; Σίγουρα όχι η κυβέρνηση…
Η απάντηση της κ. Μενδώνη σε σχετική ερώτηση στη Βουλή ήταν πως το οκτάμηνο κώλυμα αφορά όλο το δημόσιο και δεν είναι ζήτημα του δικού της υπουργείου η κατάργησή του (το γνωστό μπαλάκι ευθυνών, λες και μιλάμε για υπουργούς άλλης κυβέρνησης). Ενώ σημείωσε πως δε γίνεται να μετατοπιστεί η έναρξη των επτάμηνων συμβάσεων, γιατί από την 1η Απρίλη ισχύει το διευρυμένο ωράριο σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, οπότε υπάρχει άμεση ανάγκη για την πρόσληψη συμβασιούχων.
Ξέρετε πόσες φορές ξεκίνησαν 1η Απρίλη οι επτάμηνες συμβάσεις την τελευταία τετραετία; Ολογράφως μηδέν! Η τελευταία φορά που έγινε αυτό ήταν το μακρινό 2015 και πλέον μοιάζει σαν πρωταπριλιάτικο ψέμα. Αλλά φέτος, που η πανδημία έχει φέρει τα πάνω-κάτω, όλα πρέπει να είναι έτοιμα εγκαίρως ή να λέμε ότι θα είναι έτοιμα, για να υπηρετήσουμε το αφήγημα της “covid-free Ελλάδας”, που άνοιξε και περιμένει τους τουρίστες, ποζάροντας με φόντο το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης.
Τι ζητούν λοιπόν οι συμβασιούχοι αρχαιοφύλακες; Το απλό και αυτονόητο, που είναι δύσκολο να γίνει.
Υπάρχει η γενική εικόνα, με τους υποστελεχωμένους χώρους, που δυσφημεί τη χώρα και δε συμβάλλει στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Τα κενά πρέπει να καλυφθούν με μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού και όχι να προκηρύσσονται λιγοστές θέσεις κάθε δέκα χρόνια, που μετά βίας καλύπτουν όσους φύλακες συνταξιοδοτούνται στο ενδιάμεσο.
Υπάρχει το γενικό ζήτημα του οκτάμηνου κωλύματος, ενός αναχρονιστικού εμποδίου, κατάλοιπου από το μακρινό 1992, που αφορά όλο το δημόσιο αλλά πλήττει πιο άμεσα τον κλάδο των αρχαιοφυλάκων, και πρέπει να δρομολογηθεί το συντομότερο δυνατό η κατάργησή του.
Και τέλος, υπάρχει το ζήτημα της άμεσης αντιμετώπισης του κωλύματος, για τους συμβασιούχους που το βρίσκουν συνεχώς μπροστά τους σαν βραχνά και δεν ξέρουν αν θα μπορούν να ξαναδουλέψουν του χρόνου. Οι ειδικές συνθήκες της πανδημίας επιτάσσουν να παρακαμφθεί φέτος με κάθε πρόσφορο τρόπο το κώλυμα.
Λύσεις και εναλλακτικές υπάρχουν.
-Να μη ληφθεί κατ’ εξαίρεση υπόψη, φέτος το κώλυμα.
-Να μετατοπιστεί κατ’ εξαίρεση η έναρξη των συμβάσεων (κάτι που ήδη απαντήθηκε αρνητικά, όπως είδαμε).
-Να μην μπαίνουν στο τέλος της λίστας των υποψηφίων όσοι έχουν κώλυμα -κάτι που τους καταδικάζει στην ανεργία-, αλλά αμέσως μετά τους άλλους πιστοποιημένους αρχαιοφύλακες.
Το ζήτημα είναι αν υπάρχει πολιτική βούληση. Δεν μπορεί να περνάνε νόμοι με τροπολογίες, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, φαστ-τρακ διαδικασίες, αλλά ο γόρδιος δεσμός του κωλύματος να μένει άλυτος, λες και χρειάζεται μια συνταγματική αναθεώρηση για να αλλάξει. Δεν μπορεί να ζούμε εκ των πραγμάτων μια ειδική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά να μην προσαρμόζεται αντίστοιχα το νομικό πλαίσιο, λες και μιλάμε για τις πλάκες του Μωυσή και μια απαράβατη θεία βούληση.
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο σύνθετο ζήτημα, με άπειρες παραμέτρους. Δεν πρόκειται για κάποια “συντεχνία”, που “θέλει να επιβάλει το ειδικό της συμφέρον εις βάρος του συνόλου”. Δεν είναι ένα αίτημα που απαιτεί κονδύλια και δαπάνες, που “υπερβαίνουν τις αντοχές των δημόσιων ταμείων και της οικονομίας”. Ούτε για κάποια άλλη από τις συνήθεις δικαιολογίες που επικαλούνται οι κυβερνήσεις, όταν ένας κλάδος ή μια κοινωνική ομάδα διεκδικεί την ικανοποίηση ενός αιτήματος.
Κώλυμα, κώλυμα, πες μου πώς το λύνεις…
Δε χρειάζεται να είναι κανείς… “Σαΐνης” για να καταλάβει πως ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έχει δοθεί λύση στο πρόβλημα-κώλυμα, είναι ότι δεν υπάρχει η πολιτική βούληση. Αντιθέτως, υπάρχει η πολιτική βούληση να διατηρηθεί και να διαιωνιστεί αυτό το αναχρονιστικό κώλυμα.
Τα πάντα είναι θέμα στόχων και προτεραιοτήτων.
Η βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης δεν είναι να λειτουργήσουν μες στο ’21 τα μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι με εξειδικευμένο προσωπικό και πιστοποιημένους αρχαιοφύλακες. Εφόσον τους βλέπει ως μπαλώματα και αναλώσιμους, μπορεί κάλλιστα να πληρώσει τις θέσεις με τους υπόλοιπους υποψήφιους και ας μην κατέχουν το κύριο προσόν που απαιτεί η σύμβαση.
Η βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης με τις διάφορες ΣΟΧ (συμβάσεις ορισμένου χρόνου) είναι να μοιράσει την ανεργία και να δείξει πως καταπολεμά τη μακροχρόνια ανεργία. Αυτό ακριβώς δείχνει άλλωστε και το νομοσχέδιο που έχει στα σκαριά για τις προσλήψεις στον δημόσιο τομέα -αλλά δεν είναι της παρούσης να το δούμε αναλυτικά.
(Ας σημειωθεί παρενθετική ότι η “κοινωνική πολιτική” της εκάστοτε κυβέρνησης προς τα ΑμεΑ τα τελευταία χρόνια εξαντλείται στη μοριοδότησή τους σε αντίστοιχες συμβάσεις, αφενός για να αντισταθμίσει τις τραγικές ελλείψεις της πολιτικής τους σε αυτό τον τομέα, αφετέρου για να ενεργοποιήσει αντανακαλστικά κοινωνικού αυτοματισμού και να φέρει αντιμέτωπες ομάδες υποψηφίων μεταξύ τους που ανταγωνίζονται για μια θέση, αντί να μπει στο κάδρο η δική της πρωταρχική ευθύνη).
Προφανώς οι κρατούντες δεν μπορούν να το πουν τόσο ανοιχτά, το δείχνουν όμως με τις πράξεις τους. Και αφού καθόρισαν με τέτοιον τρόπο τις δικές τους προτεραιότητες, όλα τα υπόλοιπα μόνο ως εμπαιγμός μπορούν να εκληφθούν. Το μπαλάκι πέφτει στην πλευρά των αρχαιοφυλάκων που το αντιλαμβάνονται, για να δώσουν τη δική τους απάντηση. Και να επιβάλουν τα αυτονόητα, που είναι δύσκολο να γίνουν, γιατί απαιτούν αγώνα και ριζικές, συνολικές λύσεις.