«Μαγεμένος από τα γυάλινα κεντήματα των μπουζουκιών…» – Ο Μάνος Χατζιδάκις και το ρεμπέτικο
Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω από τα ρεμπέτικα κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούρια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς στο μεταξύ, θα ‘χουμε νιώσει πλέον για τα καλά, την δύναμή τους.
Στις 23 του Οκτώβρη 1925 γεννήθηκε στην Ξάνθη ο Μάνος Χατζιδάκις, κορυφαίος εκπρόσωπος, ένας από τους «πυλώνες» της μουσικής και του πολιτισμού μας. Έφυγε από τη ζωή στις 15 του Ιούνη 1994.
«Η τέχνη του τραγουδιού, έλεγε, αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα… Η τέχνη υπάρχει, διότι ανατέμνει τη λειτουργία του ανθρώπου. Του κινητοποιεί τις ευαισθησίες του. Τις αληθινές του ευαισθησίες. Όχι τις επικαιρικές. Η τέχνη συμπληρώνει τον άνθρωπο, τον βοηθά να αισθανθεί, έστω και για λίγο, προς τα πού πρέπει να τείνει. Η μεγάλη τέχνη εννοώ».
Το 1961 ολοκληρώθηκε το μουσικό του έργο ΠΑΣΧΑΛΙΕΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΚΡΗ ΓΗ – Για μικρή ορχήστρα, που κυκλοφόρησε σε δίσκο από την Κολούμπια ένα χρόνο μετά.
Όπως σημειώνει ο συνθέτης, πρόκειται για «Επιλεγμένα τραγούδια και ενορχηστρωμένα με τρόπο που να εκφράζουν την τραγική ατμόσφαιρα του 1945».
Μια από τις πολλές κυκλοφορίες του δίσκου, ήταν αυτή του 2010 από την εφημερίδα Η Καθημερινή. Στο καλαίσθητο ενημερωτικό έντυπο που συνοδεύει ως ένθετο το cd, ο Μάνος Χατζιδάκις «μιλά» για τη σχέση του για το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι. Μεταφέρουμε το σχετικό κείμενο, καθώς και αποσπάσματα από την πολυσυζητημένη διάλεξη του συνθέτη στο Θέατρο Τέχνης, το 1949, που περιλαμβάνονται, και αυτά, στην έκδοση.
Ο τίτλος του έργου μου βγήκε μέσο από τον δεύτερο στίχο της Έρημης Χώρας του Eliot, που πρωτογνώρισα το 1943 στη θαυμαστή μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη.
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές,
σμίγοντας
θύμηση κι επιθυμία,
ταράζοντας
με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές…(Η αρχή από την Έρημη Χώρα του Τ. Σ. Έλιοτ – Μετάφραση Γιώργου Σεφέρη, α΄ έκδοση, ΙΚΑΡΟΣ, Ιούλης 1936)
Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ και ως τα είκοσί μου που τελείωσε ο πόλεμος, ανακάλυπτα τη Μεσόγειο, τον Ήλιο, τον Χριστό, την Ελλάδα και το Ρεμπέτικο. Κάτι περίεργες και πρωτοφανέρωτες για μένα μελωδίες, μου κινήσαν την προσοχή και με φέρανε σε περιοχές πιο αυστηρές και πιο αληθινές.
Μπήκα μέσα σε μικρά μαγαζιά, απίθανα κρυμμένα κι απλησίαστα, σε χώρους μυσταγωγικούς, με κείνη την τολμηρή αστοχασιά της νεότητας, μαγεμένος από τα γυάλινα κεντήματα των μπουζουκιών, από τον επίμονο και διαπεραστικό ήχο του μπαγλαμά θαμπωμένος από το μεγαλείο και τη βαθύτητα των μελωδικών φράσεων, ξένος, μικρός κι αδύναμος πίστεψα με μιας πως το τραγούδι αυτό που άκουγα, ήταν δικιά μου, μια ολότελα δικιά μου υπόθεση.
Τον ίδιο καιρό, ο Τσαρούχης μου συνειδητοποιούσε το λυρισμό της γειτονιάς μου, ο Ελύτης τη λατρεία του Ελληνικού Ήλιου και ο Σεφέρης με τον Γκάτσο τη δυσκολία και τη σοφία της Ελληνικής γης, ενώ το υγιές ένστικτό μου με οδηγούσε μακριά από τη ρηχότητα των «πολιτισμένων» ελαφρών μας τραγουδιών ή από τη Βαλκανική Ρωμιοσύνη της «σοβαρής» μας μουσικής.
Τα μπουζούκια τότε, στα μικρά και χωρίς αξιώσεις κέντρα τους, δεν είχαν φωτεινές επιγραφές από Νέον, δεν είχαν βεντέτες και ονόματα ηχηρά, δεν παρίσταναν τους «Έλληνες» για τους τουρίστες, αλλά με σεμνότητα, με λάμπες πετρελαίου πολλές φορές, λειτουργούσαν απλά και ξεδίπλωναν με φανταστική δύναμη, μεράκια, βιώματα και πάθη, γνησίως Ελληνικά.
Το 1949, πρωτομίλησα γι’ αυτά τα τραγούδια με φανατισμό και με αφέλεια, αλλά και με ιδέες και τόλμη, σε μια σειρά διαλέξεων που οργάνωσε το Θέατρο Τέχνης. Κανείς δεν με πίστεψε, όμως όλοι συγχώρησαν τη νεανικότητά μου.
Από τη διάλεξη που έδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις στο Θέατρο Τέχνης, το 1949
(…) Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει επιβάλει πια τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ’ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή το παραδεχόμαστε είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική ποιοτική εξέλιξη του είδους.(…)
(…) Ο τόπος μας ακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, έναν πόλεμο μ’ επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω από αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες, την παρθενική ιδιοσυγκρασία του λαού μας. Παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής, δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε ν’ αφήσουν περιθώριο για να ριζώσουν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα. Φανταστείτε λοιπόν όλη αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ομορφιά συνάμα, ενός λαού ααν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν τα κύρια γνωρίσματα της εποχής. Κι ακόμη σκεφτείτε τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ιδιοσυγκρασία αρρωσταίνει, η ομορφιά παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από εδώ πηγάζει η θεματολογία του. Επαναλαμβάνω: ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η έντασή του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα, και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οποιοδήποτε τεχνικό μέσον, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.(…)
(…) Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω από τα ρεμπέτικα κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούρια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς στο μεταξύ, θα ‘χουμε νιώσει πλέον για τα καλά, την δύναμή τους. Και θα τα ακούμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν για να ερμηνεύουν το βαθύτερο εαυτό μας.
Το 1950, παρουσίασα τις ΕΞΙ ΛΑΪΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ. Όλοι νόμισαν πως εξευγένισα επιτυχώς τα μπουζούκια, χωρίς να σκεφθούν πως, ποια ανάγκη μπορούσε να με οδηγήσει στο να εξευγενίζω τραγούδια μη ευγενή, γιατί να διοχετεύω το οποιοδήποτε ταλέντο μου στην υπηρεσία μιας μουσικής που για να υπάρξει, είχε την ανάγκη μου.
Είχαν και πάλι λάθος. Η επιτυχία όμως των ΕΞΙ ΛΑΪΚΩΝ ΖΩΓΡΑΦΙΩΝ, ξύπνησε τους εμπόρους, τα ελαφρά θέατρα, τους μικροπρεπείς μουσικούς, τη βαθμιαία αναπτυσσόμενη τουριστική επιδίωξη, το εύκολο «Ελληνικόν μένος» των διεθνών μας προσωπικοτήτων, ώσπου ήρθε η ταινία ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ και στάθηκε η χαριστική βολή σ’ αυτό που υπήρξε κάποτε το λαϊκό τραγούδι.
Σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, σαν προσευχή, θέλησα να κάμω αυτόν το δίσκο, και νομίζω πως πέτυχα να ξαναζωντανέψω όλο εκείνο το μελωδικό υλικό, που χρόνια τώρα διατηρούσα μέσα μου και συγχρόνως, να εκφράσω όλη την εφηβική ευαισθησία ενός Νέου Έλληνα με παράδοση, μαζί με κείνη τη λεπτή κι ανοιξιάτικη θρησκευτική ατμόσφαιρα του Επιταφίου. Μαζί κι ο Eliot με τον Τσαρούχη, που ζωγράφισε το εξώφυλλο, συνθέτουν την αληθινή νεανική μου ευαισθησία και ζωγραφίζουν μ’ όλες τις αποχρώσεις μια λιτανεία από εντατικές στιγμές. Η φιλοδοξία μου ήταν να φτιάξω ένα έργο, για όλους τους αληθινούς Νέους.
«Για τους γενναίους, τους ελεύθερους και δυνατούς», όπως θα έλεγε ο Εγγονόπουλος την εποχή εκείνη.