Τ. Λειβαδίτη: Η ποίηση της ήττας. Ένα θέμα για διερεύνηση

Πολλά και σημαντικά, έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια γύρω από την ποίηση της ήττας. Εκείνο όμως που βασικά παραλήφθηκε είναι και το ουσιαστικότερο. Να διερευνηθούν, δηλαδή τα αίτια, ή μάλλον, να επισημανθεί το είδος της: να ξεκαθαρίσουμε μ’ άλλα λόγια, πρώτα, αν η ήττα είναι πολιτική, στρατιωτική, ή ιδεολογική, κοσμοθεωρητική.

Τ. Λειβαδίτη: Η ποίηση της ήττας. Ένα θέμα για διερεύνηση

Το παρακάτω κείμενο του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης (αρ.τευχ. 141) τον Σεπτέμβρη του 1966.

Στο κείμενο αυτό ο Λειβαδίτης καταπιάνεται με ένα σημαντικό θέμα: την ποίηση της ήττας μετά τους ηρωικούς λαϊκούς αγώνες της δεκαετίας του 40′ και τις αιτίες που την προκάλεσαν, την απαισιοδοξία και την ενδοσκόπηση των καλλιτεχνών. Ο Λειβαδίτης εξετάζει το θέμα με τα πολιτικά εργαλεία της εποχής του κι η ανάλυσή του έχει αναπόφευκτα τα σημάδια της στρατηγικής που είχε διαμορφώσει τότε το ΚΚΕ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Αναφέρεται με αρνητικό πρόσημο στην περίοδο που ήταν ΓΓ ο Ζαχαριάδης, μιλάει για την καταλυτική επίδραση του εικοστού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ κτλ. Αυτά όμως δεν αναιρούν τη σημασία του προβληματισμού που βάζει στο κείμενο, τις επισημάνσεις του για το ρόλο της τέχνης, και για αυτό θεωρήσαμε σκόπιμη την αναπαραγωγή του κειμένου.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
Ένα θέμα για διερεύνηση
του Τάσου Λειβαδίτη

Πολλά και σημαντικά, έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια γύρω από την ποίηση της ήττας. Εκείνο όμως που βασικά παραλήφθηκε είναι και το ουσιαστικότερο. Να διερευνηθούν, δηλαδή τα αίτια, ή μάλλον, να επισημανθεί το  ε ί δ ο ς  της: να ξεκαθαρίσουμε μ’ άλλα λόγια, πρώτα, αν η ήττα είναι πολιτική, στρατιωτική, ή ιδεολογική, κοσμοθεωρητική. Γιατί μόνο γνωρίζοντας το είδος και την ποιότητά της μπορούμε και να την παρακολουθήσουμε στα ψυχολογικά της επακόλουθα που μας ενδιαφέρουν.

Ασφαλώς το θέμα, καίριο και πολυσήμαντο, δεν εξαντλείται εύκολα, ούτε και στις προθέσεις ή τις φιλοδοξίες μας είναι κάτι τέτοιο. Ορισμένες γενικές αρχές θα σημειώσουμε, σκόρπιες και καθαρά προσωπικές, ιστορικού και ψυχολογικού μάλλον παρά αισθητικού περιεχομένου, που πιστεύουμε ότι μπορούν να ρίξουν λίγο ακόμα φως σ’ ένα πρόβλημα, απ’ τα βασικότερα αυτή τη στιγμή της λογοτεχνίας μας. Ας αρχίσουμε λοιπόν εξετάζοντας, μια – μια όλες τις παραπάνω περιπτώσεις.

Πολιτική είναι μία ήττα, όταν η συσσώρευση ενός πλήθους λαθών στις σχέσεις και την καθοδήγηση των λαϊκών μαζών και στη διεξαγωγή της πάλης με την αντίθετη παράταξη, οδηγούν στην αποτυχία των αντικειμενικών μας σκοπών.

Ανά πάσα στιγμή όμως, νέοι άνθρωποι, ικανότεροι, με νέες μεθόδους, μπορούν, αφού συνειδητοποιήσουν τα σφάλματα, να χαράξουν καινούργια γραμμή και ο αγώνας μας, ύστερα από επιδέξιους και σωστούς χειρισμούς, να ευοδωθεί. Συνεπώς η πολιτική ήττα μιας παράταξης δεν αφήνει περιθώρια για μια γενικότερη και βαθύτερη ψυχολογική διάβρωση των οπαδών της. Δεν μπορεί δηλαδή μια προσωρινή αποτυχία να γίνει συγκινησιακό κλίμα σε τέτοια έκταση ώστε να περάσει και στην ποιητική έκφραση σα μοναδικό της υπόβαθρο. Άρα η ήττα μας, αν και είναι πολιτική, δεν μπορούσε νάχει τα γνωστά ψυχολογικά αποτελέσματα.

Η στρατιωτική ήττα δε χρειάζεται κι αυτή μεγαλύτερη ανάλυση. Κι εδώ, ή δικά μας λάθη, ή οι υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις μπορούν να μας οδηγήσουν στην αποτυχία. Οπότε δυό δρόμοι ανοίγονται: η πλήρης αποδοχή της ήττας με όλα τα σύνδρομα στην περιοχή της συνείδησης ή μια ανασύνταξη των δυνάμεων, μετάθεση της πάλης και των στόχων απ’ τον ένοπλο στον πολιτικό τομέα, νέοι προσανατολισμοί κ.λ.π. με μια λέξη, μια σειρά προσπάθειες για την ανάκτηση του χαμένου «εδάφους», κατεύθυνση που περισσότερο ενδεδειγμένο είναι να πάρει ένα κίνημα που διαθέτει ένα τόσο ισχυρό όπλο, σαν τη διαλεκτική, και που, πάνω απ’ όλα, το βοηθάει η ίδια η καταπίεση των μαζών απ’ την αντίθετη παράταξη. Το προοδευτικό κίνημα σήμερα (άσχετα αν με σωστότερες μεθόδους ή όχι) ακολούθησε το δεύτερο δρόμο. Απομένει λοιπόν, να εντοπίσουμε σε τι ποσοστό ισχύει η πρώτη περίπτωση: της πλήρους αποδοχής. Μια τέτοια αποδοχή θα σήμαινε πρώτ’ απ’ όλα εγκατάλειψη κάθε μορφής αγώνα, όμως όλοι οι ποιητές που καλλιεργούν την ποίηση της ήττας, είναι κατά τα άλλα, συνεπείς αγωνιστές, και δεν έχουν όχι απλώς αποδεχτεί σα μόνιμο γεγονός μια προσωρινή κατάσταση, μα ούτε καν έχουν συνθηκολογήσει. Διχασμός που πρέπει να μας κάνει σκεπτικούς στις εύκολες απαντήσεις. Συνεπώς αν και η ήττα μας είναι και στρατιωτική, πάλι δεν βρίσκεται σ’ αυτό η καταγωγή της ποιητικής της μεταστοιχείωσης.

Μήπως είναι, λοιπόν, ιδεολογική; Για να υπάρξει ήττα σημαίνει (απλοϊκή σκέψη) πως έγινε μάχη ανάμεσα σε δυό αντιπάλους. Στην περίπτωση που έχουμε μια ηττημένη προοδευτική ιδεολογία πρέπει νάχουμε και μια νικήτρια αντιπροοδευτική. Όπως, όμως, σε όλους τους τομείς πάλης, κάτι τέτοιο συνεπάγεται: ή κοσμοθεωρία εσφαλμένη, ή εσφαλμένη χρησιμοποίησή της. Το δεύτερο αντιμετωπίζεται με την προσπάθεια μιας καλύτερης αφομοίωσης και σωστότερης εφαρμογής. Όσο για το πρώτο, θάπρεπε σε μια τέτοια περίπτωση να νοιώθουμε λυτρωμένοι που απαλλαχτήκαμε από μια θεωρία βασικά ελλειπή και συνεπώς άχρηστη να λύσει τα προβλήματά μας. Τι πιο φυσικό, λοιπόν, να υιοθετήσουμε τη νικήτρια ιδεολογία – καταλαβαίνει κανείς το αστείο του πράγματος.

Διερευνήσαμε και τις τρεις περιοχές, όπου διεξάγεται η πάλη δυό παρατάξεων χωρίς να μπορέσουμε να εντοπίσουμε οριστικά τα αίτια και την προέλευση της ψυχολογίας της ήττας. Μα υπάρχει και μια τέταρτη περιοχή, απ’ τις πιο σπουδαίες: η ήττα μας είναι πάνω απ’ όλα πρόβλημα που σχετίζεται με την ηθική. Και δεν έχει καμιά άμεση σχέση (έμμεση ναι) με τ’ αποτελέσματα της άτυχης σύγκρουσης  με τον εχθρό, μα είναι συνέπεια καθαρά των εσωτερικών σχέσεων του προοδευτικού κινήματος. Και για να περάσουμε πια στη σαφήνεια της ιστορίας: παρά τα σφάλματα του Λιβάνου και της Γκαζέρτας, το άδοξο τέλος της αντίστασης του Δεκέμβρη, τον τυχοδιωκτισμό της αποχής στις εκλογές του 1946 και τις «ναπολεόντειες» προθέσεις του «καταμέτωπον πολέμου» του Ζαχαριάδη το 1948, όταν τερματίζεται ο ένοπλος αγώνας μετά απόνα χρόνο, το προοδευτικό κίνημα παρ’ ότι τσακισμένο, δολοφονημένο, κυνηγημένο (και παρά το δύσοσμο μερικών πραγμάτων που έρχονται στο φως), δεν έχει ακόμα την ψυχολογία της ήττας, τουλάχιστον στον εξουθενωτικό βαθμό που θα πάρει αυτή αργότερα. Η ολοκληρωτική διαφοροποίηση στην ψυχολογία του κινήματος αρχίζει απ’ τη στιγμή που τίθεται, απαιτητικά κι αμετάκλητα, το πρόβλημα των εσωτερικών του σχέσεων. Οπότε τα γεγονότα 1940-50 φωτισμένα τώρα απόναν νέο κριτικό προβολέα μάς οδηγούν στο συμπέρασμα πως: αν ηττηθήκαμε, πολιτικά και στρατιωτικά, ως ένα μεγάλο βαθμό έφταιγε το ίδιο το κίνημα. Όχι με τους λαθεμένους χειρισμούς του (μόνο), μα με τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα που καλλιεργούσε στους κόλπους του. Το σφάλμα, δηλαδή, δεν ήταν στις στρατηγικές και τις ταχτικές, μα στην ίδια τη γενική προβληματική του, ή μάλλον, την α-προβληματική του. Και το χειρότερο, είδαμε, με μια έκπληξη που έφτανε τη φρίκη, στο στρατόπεδό μας – που το πιστεύαμε (με αρκετή δόση ρομαντισμού) σαν ό,τι πιο αγνό και καθάριο είχε δημιουργήσει μέχρι σήμερα η ιστορία – μεταφερμένα μερικά από τα χαρακτηριστικά του αντίπαλου στρατοπέδου: βία, ανελευθερία, δεσποτισμό, νεποτισμό κ.λ.π.

Η ανθρώπινη ευαισθησία έχει τα όρια της· κι από δω και πέρα, εκφεύγοντας απ’ την ιστορική – κοινωνική περιοχή μπαίνουμε στα άδυτα της ψυχολογίας, πρόβλημα που φοβάμαι πως του δώσαμε πάντα ελάχιστη σημασία, ή αγνοώντας το ή προσπαθώντας να το μπαλώσουμε όπως- όπως. Όμως αληθινός μαρξιστής δεν είναι αυτός που ξέρει μόνο να εξηγήσει την κίνηση της ιστορίας μα εκείνος που ξέρει ή προσπαθεί ν’ αποσαφηνίσει και τα διαδραματιζόμενα στη συνείδηση – παράγωγα αυτής της κίνησης. Ο αληθινός μαρξιστής πιστεύει πως όλες οι γνώσεις γύρω απ’ τη φύση και την ιστορία δεν έχουν άλλο σκοπό παρά να εξυπηρετήσουν τον άνθρωπο – την υλική και πνευματική ζωή του. Αλλιώς κάνουμε στην κοινωνιολογία, εκείνο που καταδικάζουμε στην τέχνη: «καθαρό μαρξισμό», «μαρξισμό για τον μαρξισμό».

Εκείνοι, λοιπόν, που βιάζονται να παραδεχτούν τα λάθη με το γνωστό «ας τα ξεχάσουμε κι ας προχωρήσουμε», αυτοί δεν είναι αληθινοί μαρξιστές. Γιατί όχι μόνο δεν ξέρουν τίποτα απ’ την ανθρώπινη ψυχολογία, αλλά ούτε ενδιαφέρονται καν γι’ αυτήν. Δεν ξέρουν τους δύσκολους και πολύπλοκους νόμους που τη διέπουν, τους τρομερούς κι αξεδιάλυτους κρίκους που σχηματίζουν τα γενικά ενδιαφέροντα με τα πιο προσωπικά, τις αναγωγές, την τάση εμμονής σε μια κατάσταση, το νόμο της αδράνειας που την κυριαρχεί, τις απωθήσεις, τις μεταθέσεις – αλλά ας μην συνεχίσουμε γιατί θα μετατρέπαμε το γραφτό μας σε εγχειρίδιο ψυχολογίας.

Μια απ’ τις πιο χαρακτηριστικές λειτουργίες της συνείδησης είναι η μεταφορά και η μετάπλαση του γενικού σε ατομικό, απ’ όπου και αρχίζει το «πλέγμα ενοχής» ενός εκάστου μας απ’ την καθολική αρχή του κινήματος. Η δημαγωγία, ο πλάγιος εξαναγκασμός της γνώμης, τα έτοιμα κλισέ στη γλώσσα, τα τσιτάτα – ταμπού και γενικά η έλειψη ευρύτητας και η καλλιέργεια ενός κλίματος «φοβίας» προς τα μέσα και προς τα έξω, είχαν σαν αποτέλεσμα την πνευματική ισοπέδωση και την απροσωποποίηση των οπαδών του κινήματος. Τα πράγματα συζητιούνταν στην κορυφή, παίρνονταν αποφάσεις και η βάση απλώς συνυπήρχε για να τις εκτελεί. Μα να που το 20ο Συνέδριο, σαν σιδερένιο χέρι, σπάει το τεράστιο απόστημα, αφήνοντας σε κοινή θέα όλη την τραγική περιπλοκή μιας τριακονταετίας. Τα ερωτήματα χρόνων ολόκληρων ξεπηδάνε εφιαλτικά. Τι αποτελούσαμε, εμείς, μέσα στο κίνημα; Τι προσφέρουμε; Ο φόβος, η δειλία, ή η ολιγωρία δε μας άφησε ποτέ – βλέπαμε τώρα – να πάρουμε  μ έ ρ ο ς στο κίνημα, ν’ αποχτήσουμε αληθινή αγωνιστική υπόσταση. Το αντίθετο, μάλιστα, είχαμε απαλλοτριώσει ό,τι καλύτερο μπορεί νάχει ένας άνθρωπος: να συνεισφέρει δημιουργικά στον αγώνα που πιστεύει. Μας είχαν θέσει, κυριολεκτικά, «εκτός μάχης». Από μαχητές είχαμε μετατραπεί σε πιστούς. Και τότε, φυσικά και τελεσίδικα, ένιωσε ο καθένας μια  π ρ ο σ ω π ι κ ή  ήττα μέσα του. Προσωπική ήττα που στην περιοχή της ποίησης, σαν του πιο ευαίσθητου συμπυκνωτή, έμελλε να πάρει αυτούς τους οξείς τόνους.

Μερικοί, βέβαια, αναρωτιούνται: πώς ένα τόσο εξυγιαντικό γεγονός όπως το 20ο Συνέδριο αντί να βάζει τέρμα σε μια επικίνδυνη συνειδησιακή κατάσταση, να της ανοίγει μάλλον το δρόμο; Ερώτηση, κατά τη γνώμη μου, χωρίς βάθος. Γιατί η εμμονή σε μια κατάσταση κι ο νόμος της αδράνειας, που αναφέραμε πιο πάνω, είναι απ’ τις πιο γενικές αρχές στη λειτουργία της συνείδησης. Μια νέα πολιτική γραμμή, όσο κι αν είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης κύησης, μπορεί, σαν ένα παιδί, να γεννηθεί μέσα σε μια νύχτα. Μια τραυματισμένη ψυχολογία, ακόμα και σε αλλαγμένες εξωτερικές συνθήκες απ’ αυτές, που την τραυμάτισαν, θέλει πολύ καιρό να επουλωθεί. Κι ας μην ξεχνάμε, εν παρόδω, ότι η ποίηση που εκφράζει αυτήν την ψυχολογία στη χώρα μας στέκεται, από άποψη συμμετοχής στο κίνημα, σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο, όταν ένας Φαντέγιεφ αυτοκτονεί, ένας Φαστ αποκηρύσσει κι ένας Λούκατς χάνει ξαφνικά τον πολιτικό προσανατολισμό του για να τον «ξαναβρεί» γράφοντας τη «Σημασία του κριτικού ρεαλισμού», το πιο «σεχταριστικό βιβλίο της μαρξιστικής ηθικής», όπως λέει ο Γκαρωντύ.

Εξ άλλου δε θάχαμε μια πλήρη και εκτεταμένη εικόνα όλων των παραγόντων που συντηρούν αυτή την ψυχολογία αν, πέρα απ’ το καθαρά ενδοπροοδευτικό πρόβλημα, δεν βλέπαμε και τους άλλους εξωτερικούς συντελεστές: την οικονομική υποαπασχόληση των οπαδών του κινήματος, το ανελεύθερο κλίμα των ημερών μας, την τρομοκρατία, την ανασφάλεια. Οι περισσότεροι αγωνιστές που μπήκαν έφηβοι στο κίνημα, την κατοχή, είναι σήμερα ώριμοι άντρες, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς χωρίς σίγουρη εργασία, χωρίς προσωπικό μέλλον, και το κοινωνικό «αύριο» μετατεθειμένο σε αόριστο χρόνο, με υποχρεώσεις, οικογένειες, όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν – κι αν είμαστε, θα το επαναλάβω, αληθινοί μαρξιστές δε θα πιστεύουμε, βέβαια όπως κάποτε, πως οι άνθρωποι γεννήθηκαν μόνο για να πολεμάνε.

Συμπέρασμα: η ποίηση της ήττας είναι το φυσιολογικό συνακόλουθο μιας ανώμαλης δεκαπενταετίας και εκφράζει, σ’ ένα σημαντικό ποσοστό, τη σημερινή ψυχολογία των οπαδών του προοδευτικού κινήματος.

Όμως θα μειώναμε την ίδια την αξία και την αποστολή της ποίησης, αν παραδεχόμαστε ότι η ποίηση της ήττας εκφράζει  ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν α την εποχή της. Ποίηση, στην πιο κυριολεκτική σημασία της, στην πιο ουσιαστική της λειτουργία, δεν είναι μια απλή αναφορά σε συναισθήματα και εμπειρίες, μια καταγραφή έστω και των πιο βαθειών ή ακραίων καταστάσεων – θάταν, τότε, απλώς ένα ψυχολογικό χρονικό σε ποιητική μορφή. Είναι κάτι περισσότερο: Είναι ο συσχετισμός κι η διαπλοκή όλων των συμβαινόντων ΣΥΝ εκείνο που πρόκειται να υπάρξει μες απ’ όλα αυτά. Και προς θεού, μη νομίσει κανείς ότι η ποίηση μπορεί να δώσει λύσεις σε κοινωνικά προβλήματα. Ο ρόλος της, από καταβολής κόσμου, είναι να βοηθάει στο να διερευνηθούν (όχι να εξηγηθούν) ψυχολογικά προβλήματα προερχόμενα απ’ το κοινωνικό (αντιφατικό) γίγνεσθαι. Η αληθινή ποίηση δεν είναι ανακάλυψη, μα αποκάλυψη. Κι εδώ χρειάζεται να θυμηθούμε τον έξοχο ορισμό του Φίσερ: « Η ικανότητα να φανερώνει ουσιαστικά χαρακτηριστικά της εποχής του και ν’ αποκαλύπτει νέες πραγματικότητες, ήταν πάντα το μέτρο του μεγέθους ενός καλλιτέχνη». Και πιο κάτω: «Σε μια παρακμάζουσα κοινωνία, η τέχνη, αν είναι φιλαλήθης, πρέπει ν’ αντικατοπτρίζει και την παρακμή. Και αν δε θέλει ν’ απιστήσει στην κοινωνική της λειτουργία, η τέχνη οφείλει να δείχνει τον κόσμο ως μεταβλητό. Και να βοηθά στη μεταβολή του».

Έτσι το ίδιο λάθος που γινόταν με την παλιά προοδευτική ποίηση, που περιοριζόταν σ’ ένα τετελεσμένο ά σ π ρ ο, επαναλαμβάνεται και με την ποίηση της ήττας που κινείται μέσα στα πλαίσια ενός αμετάβλητου και αναλλοίωτου μ α ύ ρ ο υ. Στατική έκφραση της ψυχολογίας του κινήματος τότε, στατική και σήμερα. Τι κρύβεται, και τότε και σήμερα, πίσω απ’ αυτήν την στεγανότητα; Απλώς κακώς αφομοιωμένος μαρξισμός, ταύτιση των προσωπικών μας πόθων με την κίνηση της ιστορίας, στην πρώτη περίπτωση, συσχετισμός της θεωρίας με τον ανθρώπινο παράγοντα, στη δεύτερη. Οι ανώμαλες σχέσεις στο κίνημά μας, προερχόμενες από υπερβασίες της κορυφής ταυτίστηκαν μέσα μας με τον ίδιο το μαρξισμό, έτσι που αυτός ο τελευταίος έχασε (πάντα μέσα μας) τη σταθερότητα του πολικού αστέρα, που εσφαλμένα, ασφαλώς, τούχαμε δώσει. Πρώτον: ο ίδιος ο μαρξισμός μάς διδάσκει πώς να τον βλέπουμε: «Αν μια οποιαδήποτε εποχή της ανθρώπινης εξέλιξης, ένα σύστημα τελεσίδικο και οριστικό των σχέσεων του κόσμου, των φυσικών όρων και των νοητικών και ιστορικών, πραγματοποιούνταν, αυτό θα σήμαινε ότι η περιοχή της ανθρώπινης γνώσης έχει κλείσει για πάντα και ότι η κατοπινή ιστορική εξέλιξη έχει ανακοπή από τη στιγμή που η κοινωνία θα είναι οργανωμένη σύμφωνα μ’ αυτό το σύστημα» (Ένγκελς). Μ’ άλλα λόγια, ο μαρξισμός δεν είναι ένα σύστημα κοινωνικό, μα μια μέθοδος δράσης για την προώθηση ή την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος. Δεύτερον: Ο άλφα ανθρώπινος παράγοντας που σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή υποβοηθεί με τους αγώνες του και τη μεθοδολογία του μαρξισμού την κίνηση της ιστορίας, δεν έχει καμιά σχέση με τη φύση και την αξία του μαρξισμού, που μπορεί να υπάρξει μ’ ένα βήτα ανθρώπινο παράγοντα, πιο ικανό και πιο ευφάνταστο. Άρα η εμμονή μας στο μαύρο είναι συνέπεια αυτής της συσχέτισης μαρξισμού και ανθρώπινου παράγοντα, που η σχέση τους δεν είναι ταυτότητα αλλά, απλώς, θα λέγαμε συνεργασία.

Και τώρα, για νάχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας ότι δεν αφήσαμε καμιά πλευρά του ζητήματος αδιερεύνητη, πλάι στα πολλά ερωτήματα, έρχεται κι εκείνο το απροσδόκητο αντερώτημα: Μήπως, τουλάχιστον ένα μέρος απ’ το κλίμα εκείνης της εποχής, έχει τις πηγές του στην ίδια την ιστορική αναγκαιότητα; Η καπιταλιστική περικύκλωση της Σοβιετικής Ένωσης τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, τα εχθρικά υπολείματα στο εσωτερικό, ο συνομωτικός χαρακτήρας του κινήματος, επί δεκαετηρίδες που δεν είναι εύκολο ν’ αποτιναχτεί, απ’ τη μια μέρα στην άλλη, οι δυσκολίες και τα λάθη (πολύ φυσικά) στο να εφαρμοστεί, για π ρ ώ τ η  φορά στην ιστορία του κόσμου, μια νέα μορφή κοινωνικών σχέσεων κ.λ.π., δεν μπορεί παρά νάχουν σαν αποτέλεσμα τη δυσπιστία, την καχυποψία, το φόβο, μια κατάσταση, δηλαδή, αρκετά ανώμαλη από άποψη ψυχολογική, μα πολύ φυσική, από άποψη ιστορική. Και να που βρεθήκαμε ξαφνικά μπροστά στην πύλη της τραγωδίας. Ένα κίνημα που όχι απλώς επαγγέλλεται, μα που σαν απώτατο σκοπό έχει την αδιάκοπη απελευθέρωση του ανθρώπου (απ’ την εκμετάλλευση, την αλλοτρίωση, τη φύση, την ανάγκη), την ολοένα μεγαλύτερη ελευθερία, να υπάρχουν ιστορικές στιγμές που για να πραγματώσει το μίνιμουμ των επιδιώξεών του να καταργεί το μάξιμουμ (την ίδια την ελευθερία). Τραγική αντινομία που όμως είναι μέσα στη φύση της ιστορίας, ή μάλλον στη σχέση ανθρώπινου παράγοντα και ιστορίας. Άλλη λοιπόν η ηθική της ιστορίας κι άλλη της ανθρώπινης κοινωνίας, εκ διαμέτρου αντίθεη συχνά. (Κ’ εδώ ίσως να βρίσκονται τα σπέρματα για τη δημιουργία της σύγχρονης τραγωδίας. Ένα άτομο που ανάμεσα στη μια ηθική και την άλλη, πρέπει να διαλέξει).

Μ’ αυτά τα λίγα περί ιστορικής αναγκαιότητας και ηθικής της Ιστορίας δεν κηρύσσουμε τη μοιρολατρία, κάθε άλλο. Πιστεύουμε, αντίθετα, στον ανθρώπινο παράγοντα σαν πνευματική αξία, που με την ικανότητα που του δίνει η μαρξιστική μέθοδος μπορεί, σ’ ένα αρκετά εκτεταμένο πεδίο, όπως π.χ. να δράσει υπέρ της κίνησης της ιστορίας, έτσι να δράσει, ανασταλτικά, και στην απρόσωπη και συχνά απάνθρωπη, ηθική της, που θάμαστε πιο ακριβείς αν την ονομάζαμε με την σωστή αρχαιοελληνική της ονομασία: Ανάγκη.

Κ’ εκείνο που μας χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλο είναι – όπως επί Λένιν η εφαρμογή του μαρξισμού στην εποχή του Ιμπεριαλισμού – η επεξεργασία του σήμερα στην εποχή του σοσιαλισμού. Κι όχι απ’ όλο το τεράστιο οπλοστάσιο της κοσμοθεωρίας μας να χρησιμοποιούμε μόνο την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και την κοινότητα των μέσων παραγωγής.

Μα μήπως στην ψυχολογία της ήττας (άσχετα αν σωστά ή όχι, όπως θα δούμε) δεν παίζει το ρόλο της κι η σημερινή σοβιετοκινεζική διένεξη;

(Κι όταν γραφόταν αυτό το κείμενο δεν υπήρχαν ακόμα οι «ερυθροί φρουροί»). Ποιος θα μπορούσε πριν δεκαπέντε – είκοσι χρόνια να φανταστεί αντιθέσεις μέσα στο ίδιο το σοσιαλιστικό στρατόπεδο; Πολλοί πέφτουν στο εύκολο λάθος να βλέπουν αυτή τη διένεξη σα χρεωκοπία του μαρξισμού. Η απάντηση κι εδώ είναι ότι τον μαρξισμό τον είδαμε σαν κλειδί αλλαγής και περάσματος απ’ τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, κι από κει στον κομμουνισμό. Τον είδαμε, δηλαδή χοντρικά και όχι σ’ όλη του την ευρύτητα. Γιατί για να γίνουν αυτά τα μεγάλα περάσματα θα υπάρξουν, και μέσα στο σοσιαλισμό, ένα πλήθος ανταγωνισμοί και αντιθέσεις, που μόνο ένας ισχυρός ανθρώπινος παράγοντας, όπως πρέπει νάναι το κίνημα, μπορεί μέχρις ενός σημείου, να τους αντισταθεί ώστε να μην πάρουν ακόμα και εκτραχυμένη μορφή. Μ’ άλλα λόγια, το να πιστεύουμε πως απ’ το σοσιαλισμό κι εκεί η Ιστορία θα κινηθεί απρόσκοπτα κι ευθύγραμμα, είναι η χειρότερη παρανόηση του μαρξισμού, η ίδια η αναίρεσή του. Ο Τολιάτι σ’ ένα απ’ τα τελευταία του γραφτά το επεσήμανε: «Η σοβιετοκινεζική διένεξη όχι, δεν διαψεύδει τον μαρξισμό, μα τον επαληθεύει, αφού, ένας απ’ τους βασικούς νόμους του για την ιστορική κίνηση είναι οι αντιθέσεις μιας κοινωνίας».

Αν κάναμε όλη αυτή τη διαδρομή, είναι για ν’ αποδείξουμε την αντίφαση, ή μάλλον τη διάσταση με την πραγματικότητα που υπάρχει στην ποίηση της ήττας. Τονίσαμε στην αρχή πως, εκτός απ’ τα λάθη της πολιτικής και στρατιωτικής σύγκρουσης, ο σοβαρότερος παράγοντας στη δημιουργία της στάθηκε η ηθική μιας περιόδου του κινήματος και βρίσκουμε φυσιολογική την ύπαρξή της. Απ’ την άλλη μεριά όμως της προσάπτουμε την έλλειψη ενός βαθύτερου προβληματισμού και μιας δημιουργικής χρησιμοποίησης του μαρξισμού. Γιατί ενώ εκφράζει, ασφαλώς, μια εποχή, καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι αυτή η εποχή κι αυτή η ψυχολογία θα παραμείνει ανάλλαχτη και αιώνια σαν η κίνηση της ιστορίας να σταμάτησε πια. Όμως στο βάθος κάθε ανθρώπινης προσπάθειας, απ’ την πρώτη ως την τελευταία μέρα της γης, υπάρχει η τάση, ή μάλλον ή ανάγκη για μεταμόρφωση του κόσμου, με σκοπό την καλύτερη ανθρώπινη διαβίωση, κι η τέχνη, απ’ τις πιο ουσιαστικές λειτουργίες της ανθρώπινης συνείδησης, καταγωγική αιτία και αποστολή της έχει να μας μεταμορφώσει, με την πλατύτερη σημασία της λέξης: να μας ευαισθητοποιήσει, να μας προβληματίσει κλπ. με τελική έκβαση, το πέρασμα σ’ ένα ανώτερο επίπεδο ευαισθησίας και γνώσης. Όχι απλή αναπαράσταση της ζωής μ’ άλλα λόγια, μα σύνθετη διαμόρφωσή της. Τ’ απώτατα αποτελέσματα της λειτουργίας της αληθινής τέχνης είναι, κατά τη γνώμη μου, το ίδιο πάντοτε  ε π α ν α σ τ α τ ι κ ά, όπως μιας επίπονης επιστημονικής έρευνας, που από τον αιώνα του ατμού μπορεί να μας εισαγάγει στον αιώνα του ατόμου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: