«Μα… αυτά τα λένε οι κομμουνισταί…» – Βασίλης Διαμαντόπουλος, ένας «αξεδίψαστος» της τέχνης και της ζωής
Ξεχώρισε ανάμεσα στους ηθοποιούς της γενιάς του για τις ικανότητές του ως δάσκαλος και για την αγάπη που έτρεφε προς τους νέους. Για τον Βασίλη Διαμαντόπουλο τέχνη και ζωή ήταν άρρηκτα συνυφασμένες σ’ έναν ασταμάτητο αγώνα για το καλύτερο, για την πρόοδο. Πίστευε βαθιά ότι ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι αποκομμένος από τα κοινά.
Μεγάλος ηθοποιός και δάσκαλος του θεάτρου, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στις 15 του Νοέμβρη 1920 και έφυγε από τη ζωή στις 5 του Μάη 1999.
Αν και ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά, ήταν η συνάντησή του με τον Κάρολο Κουν που τον έστρεψε προς το θέατρο. Στο Θέατρο Τέχνης του Κουν θα κάνει την πρώτη εμφάνισή του, το 1942, στην Αγριόπαπια του Ίψεν. Με το Θέατρο Τέχνης θα συνεργαστεί μέχρι το 1949 και στη συνέχεια με το Εθνικό, ώσπου το 1958 θα ιδρύσει το δικό του «Νέο Θέατρο», που λειτούργησε ως και το 1966.
Στη δικτατορία ο Βασίλης Διαμαντόπουλος κατέφυγε στο Παρίσι κι όταν επέστρεψε συνεργάστηκε με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και αργότερα με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο στο Θέατρο Σάτιρα. Με τον Μιχαλακόπουλο πρωταγωνίστησαν στη θρυλική τηλεοπτική σειρά «Εκείνος κι Εκείνος», σε κείμενα του Κώστα Μουρσελά. Το αξεπέραστο δίδυμο «Λουκάς»-Β. Διαμαντόπουλος και «Σόλων»-Γ. Μιχαλακόπουλος, γίνεται γνωστό στο πανελλήνιο περνώντας στην μικρή οθόνη αλληγορικά αντιχουντικά μηνύματα.
Άνθρωπος μορφωμένος και καλλιεργημένος ο Β. Διαμαντόπουλος ξεχώρισε ανάμεσα στους ηθοποιούς της γενιάς του, για τη σεμνότητά του και για τις ικανότητές του ως δάσκαλος, αλλά και για την αγάπη που έτρεφε προς τους νέους, διδάσκοντας στις σχολές του Εθνικού και του Κουν και ιδρύοντας χρόνια μετά το δικό του «Θεατρικό Εργαστήρι» και αργότερα την Ανωτέρα Δραματική Σχολή «Ίασμος».
Σπουδαίος ηθοποιός και πνεύμα ανήσυχο, δεν δίστασε να αναμετρηθεί με τους μεγάλους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου, παίζοντας με την ίδια επιτυχία στον κινηματογράφο και σε τηλεοπτικές σειρές, παραμένοντας ως το τέλος της ζωής του δημιουργικός και «αξεδίψαστος». Σε προχωρημένη ηλικία θα πει: «Ακόμα και τώρα πιστεύω ότι είμαι λειψός, δηλαδή «χωράει κι άλλο»…, δε νομίζω ότι υπάρχει κανένα τέλος σ’ αυτό το «χωράει»… Αυτό που με κρατάει ζωντανό είναι ότι μου λείπουν πράγματα… δεν ξέρω πολλά πράγματα, δεν έχω γευτεί πολλά πράγματα. Γι’ αυτό λέω να ζήσω κι άλλο για να μπορέσω να τα γευτώ».
Για τον Βασίλη Διαμαντόπουλο τέχνη και ζωή ήταν άρρηκτα συνυφασμένες σ’ έναν ασταμάτητο αγώνα για το καλύτερο, για την πρόοδο. Πίστευε βαθιά ότι ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι αποκομμένος από τα κοινά. Ο ίδιος είχε επιλέξει τον δικό του δρόμο: «Ήμουν, είμαι και θα είμαι κομμουνιστής. Κολακεύομαι να πιστεύω ότι το αξίζω να είμαι κομμουνιστής και γι’ αυτό θα αγωνιστώ, όσο μου το επιτρέπουν τα μέσα μου και οι ικανότητές μου, για την ουσιαστική αλλαγή και την ανατροπή του καπιταλισμού».
Παραμένει αξέχαστος σε όσους είχαν την τύχη να τον δουν ζωντανά στο σανίδι. Από τους πιο χαρακτηριστικούς του ρόλους στον κινηματογράφο, αυτός του αυστηρού καθηγητή στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Νόμος 4000», και στην τηλεόραση αυτός του ευέξαπτου, καλόκαρδου παππού της οικογένειας στη σειρά «Εκμέκ παγωτό». Έμειναν στην ιστορία οι σκηνές και οι εμβληματικές ατάκες του από το «Εκείνος κι Εκείνος» και από την ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα» του Θόδωρου Μαραγκού, όπου πρωταγωνίστησε παίζοντας έναν αυστηρό, μα στο τέλος δίκαιο, γυμνασιάρχη:
Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, δίνοντας, άθελά του, μαθήματα αγωνιστικής αισιοδοξίας προς τους νεότερους έλεγε: «Τα χρόνια της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης ήταν που «έβαλαν τα θεμέλια της σταθερότητάς μου στο ΚΚΕ. Κι επιπλέον πιστεύω ότι ο κομμουνισμός είναι στέρεος. Κυκλοφορεί μέσα στο ανθρώπινο αίμα. Ο Μαρξ δεν εφεύρε έτσι μια φιλοσοφία, αλλά την άντλησε από την ανθρώπινη πραγματικότητα. Είναι όνειρο ανθρώπινο, όνειρο δικό μας, το να υπάρξει μια κοινωνία ελεύθερη και οι άνθρωποι να ζουν με ισότητα και δικαιοσύνη».