Εκεί, εκεί, στην Α’ Εθνική…
Η Α’ Εθνική έχει γενέθλια, κι ο κάθε φίλαθλος θα μπορούσε να γεμίσει ένα άλμπουμ με στιγμές αθλητικής κατάνυξης που βίωνε ως παιδί, αφήνοντας και αρκετές σελίδες κενές για τις κηλίδες που δε θέλει να θυμάται…
Για κάποιους η Α’ Εθνική κατηγορία είναι κάτι σαν πρώτη αγάπη και παντοτινή. Είναι η πρώτη γνωριμία με το ποδόσφαιρο, η μυσταγωγία με το τρανζιστοράκι, το “Μικρόφωνο στα γήπεδα”, με τη μαγική εισαγωγή, -κλισέ, εκφράσεις-καλτ, “θα το δούμε το βράδυ στην τηλεόραση”, “ολιγωρία της άμυνας”, “εκτινάσσεται στο γάμα κι αποκρούει” -ενίοτε κι απεκρούει με υπερβάλλοντα ζήλο του εκφωνητή στην εσωτερική αύξηση- “κι είναι το γκολ αγαπητοί μου ακροαταί” ή “τραβάνε τα μαλλιά τους για τη χαμένη ευκαιρία” και να τα τραβάς κι εσύ από το σπίτι, μέχρι να σου μείνουν τρίχες στα χέρια. Όλα κομμάτι της κυριακάτικης τελευτουργίας και μιας αθλητικής κατάνυξης που κανείς ναός χωρίς αγωνιστικό χώρο δεν μπορούσε να προσφέρει.
Η μπάλα είναι παυσίπονο, αποκούμπι, μια αδιέξοδη διέξοδος για αυτά που δε βρίσκει το παιδί στον πραγματικό κόσμο μεγαλώνοντας, πάθος, ενδιαφέρον, δικαιοσύνη (ενίοτε). Κι όταν φτάνει να γίνεται αφιόνι -όπιο- κάπου έχει στρίψει λάθος στα φάλτσα και ξέχασε την αρχική της αποστολή. Να είναι κομμάτι μιας κυριακάτικης μαγείας, μιας κατάστασης όπου κάθε μέρα ήταν σαν Κυριακή, δηλαδή κομμουνισμός…
Η παιδική νοσταλγία τείνει να τα φαντάζεται όλα αγνά, εξιδανικευμένα, σαν παιδικές ζωγραφιές με λαμπερά χρώματα, ξεχνώντας τις μουτζούρες και τις ενοχλητικές λεπτομέρειες. Ότι η Α’ Εθνική συγκροτήθηκε στο πλαίσιο μιας μπίζνας, για να προωθήσει ο Καραμανλής το ΠΡΟ-ΠΟ, με το περίφημο 13άρι, που παράκμασε και ξεχάστηκε στον αιώνα μας, μαζί με την Α’ Εθνική, που την βάφτισαν Σούπερ-Λιγκ -όνομα ξενέρωτο, ξενόφερτο, δε βολεύει καν για συνθήματα, όπως αυτό στον τίτλο…
Η νοσταλγία σκοντάφτει στη σημερινή επέτειο, αλλά ξεχνάει την αυριανή, με τη φωτοβολίδα που καρφώθηκε στο λαιμό του Μπλιώνα, στο Αλκαζάρ, και τον άφησε στον τόπο. Ακόμα κι αυτό όμως ήταν πραγματικό σοκ τότε για μια λιγότερο υποψιασμένη κοινωνία, όπου έβγαιναν όμως καλτ ταινίες με κοινωνικά μηνύματα -όπως οι Χούλιγκαν…
Μήπως παλιά λοιπόν ήταν καλύτερα τα πράγματα ή απλώς τα βλέπαμε εμείς έτσι; Εμείς γεράσαμε και χάσαμε την αθωότητά μας ή ο σάπιος κόσμος της εκμετάλλευσης; Κι αν συμβαίνουν και τα δύο; Αν όλα αυτά είναι ψευτοδίλημμα σαν δικομματικό ντέρμπι αιωνίων; Αν ασχολούμαστε διαρκώς με μπάλες διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων, όχι ως μια μορφή παλιμπαιδισμού, αλλά αναζητώντας τη χαμένη μας αθωότητα; Και τι παιδικές αναμνήσεις θα έχουνε τα παιδιά των σημερινών και των επόμενων γενιών; Σε τι παιδικές αναμνήσεις θα φέρουμε τα παιδιά μας;
Το πράγμα με την εξιδανικευτική λειτουργία των αναμνήσεων μπερδεύεται, γιατί ισχύει όντως πως κάθε περύσι και καλύτερα. Παραδοσιακές δυνάμεις βυθίζονται σε ανυποληψία, άλλες γίνονται παραρτήματα, το θέαμα κι η ποιότητα εξαφανίζονται, ο κόσμος πάει σπίτι του, το ενδιαφέρον πέφτει κατακόρυφα, πολλά αποτελέσματα είναι γνωστά από πριν… Κι οι προοπτικές; Να δεις τι σου ‘χω για μετά…
Κι ο κόσμος βρίσκει καταφύγιο στις παιδικές του αναμνήσεις. Που δε θέλουν να δεχτούν πως η πρώτη τους αγάπη ήταν μια κοινή μια πόρνη, ενώ εμείς την είχαμε για θεά. Σαν την περίφημη απομυθοποίηση που ‘χε κάνει ο Όσιμ για τη στρογγυλή θεά, με τον κλασικό αφορισμό “η μπάλα είναι πόρνη…”
Και συνεχίζει να εκδίδεται, γερασμένη και αποκρουστική, στα γήπεδα της Σούπερ-Λιγκ…