«Άλλος πατάει στα χαλιά και άλλος στα σανίδια, μόνο στο θάνατο μπροστά τα πάντα είναι ίδια…»
Η αρχαιολογική σκαπάνη στην Ιταλία έφερε στο φως τα λείψανα δυο αντρών που κάηκαν ζωντανοί στην αρχαία Πομπηία κατά τη διάρκεια της έκρηξης του Βεζούβιου. Οι εικόνες δείχνουν δυο «πετρωμένα» ανθρώπινα σώματα το ένα δίπλα στο άλλο, ενώ αρχαιολόγοι τα αποδίδουν σ’ ένα πλούσιο κι ένα δούλο…
Η αρχαιολογική σκαπάνη στην Ιταλία έφερε στο φως τα λείψανα δυο αντρών που κάηκαν ζωντανοί στην αρχαία Πομπηία, κατά τη διάρκεια της έκρηξης του ηφαιστείου του Βεζούβιου. Οι εικόνες δείχνουν τα δυο «πετρωμένα» ανθρώπινα σώματα σε ύπτια θέση το ένα δίπλα στο άλλο. Παρατηρώντας τη στάση των σωμάτων συμπεραίνουμε ότι οι τελευταίες στιγμές των δυο αντρών, η φρίκη που βίωσαν μέχρι να ξεψυχήσουν, είναι πολύ δύσκολο ν’ αποδοθούν με λέξεις.
Μάλλον, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο με την ανίχνευση της ταξικής καταγωγής τους. Σύμφωνα με Ιταλούς αρχαιολόγους τα ίχνη από την ενδυμασία των δυο αντρών καθώς και η κατάσταση του σκελετού του ενός, τους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προκειται για ένα μέλος της ανώτερης τάξης και έναν δούλο, που όπως φαίνεται υπηρέτησε πιστά το αφεντικό του, στεκόμενος στο πλευρό του μέχρι το θάνατο.
Η Πομπηία ήταν χτισμένη στους πρόποδες του Βεζούβιου και αριθμούσε σύμφωνα με υπολογισμούς 20-30.000 κατοίκους. Αποτελούσε ένα από τα ομορφότερα θέρετρα της αρχαίας Ρώμης και οι λόφοι της κατακλύζονταν από τις χλιδάτες εξοχικές κατοικίες πλούσιων Ρωμαίων. Ήταν μια πόλη όπου η οικονομία και η ευημερία της, όπως και της πρωτεύουσας Ρώμης και άλλων μεγάλων πόλεων της αυτοκρατορίας, άνθιζαν ποτισμένες από τον ιδρώτα και το αίμα χιλιάδων δούλων-σκλάβων.
Η αρχαία πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά στις 24 του Αυγούστου 79. Τη μέρα εκείνη το «θεριό» που έκρυβε στα σπλάχνα του ο Βεζούβιος άρχισε να βρυχάται και να ξερνά τεράστια κύματα στάχτης, προειδοποιώντας για το κακό που θ’ ακολουθούσε και σπέρνοντας τον τρόμο και τον πανικό στους χιλιάδες κατοίκους που έτρεχαν αλαφιασμένοι να σωθούν. Τα κύματα στάχτης ακολούθησαν αμέτρητοι τόνοι ηφαιστειακών υλικών που σκέπασαν την πόλη σε ύψος μερικών μέτρων, κατακαίγοντας ή οδηγώντας στην ασφυξία περίπου 2.000 ανθρώπους σύμφωνα με υπολογισμούς των επιστημόνων.
Η καυτή λάβα έπαιξε το ρόλο μια μακάβριας «απεικόνισης» της πάλης της ζωής με το θάνατο, καθώς αιχμαλώτισε για πάντα, στην κοχλάζουσα μάζα της έμβια όντα και αντικείμενα, που μέσω της αρχαιολογικής σκαπάνης έρχονται κάθε τόσο στο φως για να μας εντυπωσιάσουν αλλά και να «τσιγκλήσουν» τη σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου.
Στις δυο αυτές ανθρώπινες φιγούρες μοιάζει ν’ αποτυπώνονται η αγωνία και η ανημπόρια του ανθρώπου μπροστά στον ξαφνικά επερχόμενο θάνατο, που ανάλογα με τις κάθε φορά συνθήκες αλλάζει η μορφή του. Οι συνθήκες αυτές δεν είναι άλλες από την αξία και το νόημα που δίνει ο καθένας στη ζωή του, ο σκοπός για τον οποίο ζει και πεθαίνει. Αυτά καθορίζουν και τη στάση του καθενός μπροστά στο θάνατο.
Εικάζοντας και μόνο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο θάνατος για το μέλος της τάξης των πλουσίων και ευγενών, αποτελεί βίαιο φραγμό στην απόλαυση των πλούσιων υλικών αγαθών και της όποιας εξουσίας ασκούσε από τη θέση του, ενώ για τον δούλο που τον ακολουθεί υπηρετώντας τον, τη λύτρωση από τα δεσμά της σκλαβιάς του.
Δεν θα μάθουμε ποτέ αν και κατά πόσο ο δούλος αυτός γνώριζε για την εξέγερση των χιλιάδων καταπιεσμένων υπό την ηγεσία του Σπάρτακου, κατά των αφεντικών στην Ιταλία, σχεδόν ενάμισι αιώνα πριν (εξέγερση που τα σπάργανά της βρίσκονται στις πλαγιές του, ανενεργού τότε, Βεζούβιου, όπου ο Σπάρτακος εκπαίδευσε τις πρώτες δεκάδες μονομάχων που κέρδισαν την ελευθερία τους δραπετεύοντας μαζί του)· αν στη συνείδησή του και στην ψυχή του βρήκαν γόνιμο χώμα οι σπόροι της θυσίας των ταξικών αδελφών του· αν και πόσο τον είχε αγγίξει και συγκινήσει το παράδειγμα αυτού του «πραγματικού εκπρόσωπου του αρχαίου προλεταριάτου», όπως αποκάλεσε τον Σπάρτακο ο Καρλ Μαρξ αιώνες μετά.
Είτε πρόκειται για ένα από τα επικοινωνιακά τεχνάσματα, από κείνα που κάθε τόσο προβάλλουν τα ΜΜΕ για να τονίσουν την αναγκαιότητα της κοινωνικής ειρήνης για τη συνέχιση της «κανονικότητας» στο σημερινό σύστημα της εκμετάλλευσης, για ένα ακόμα «όπλο» στα χέρια της σημερινής κυρίαρχης τάξης, στον πόλεμο που έχει εξαπολύσει εναντίον των καταπιεσμένων αντιπάλων της, για να θωρακίσει την εξουσία της και την μακροημέρευσή της που τρίζουν, είτε όχι, πρόκειται για μια πραγματικά εντυπωσιακή εικόνα.
Μπορούμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη σκηνή δικαιώνει στο έπακρο τη λαϊκή μούσα, όπως εκφράστηκε μέσα από τους στίχους ενός θαυμάσιου παλιού λαϊκού τραγουδιού που έχει τίτλο «Το δρομολόι της ζωής». «Άλλος πατάει άσφαλτο κι άλλος πατάει χώμα/ ώσπου μια μέρα η ψυχή χωρίζει απ’ το σώμα/ Άλλος πατάει στα χαλιά και άλλος στα σανίδια/ μόνο στο θάνατο μπροστά τα πάντα είναι ίδια…» λένε οι στίχοι των Γιάννη Βασιλόπουλου και Ευάγγελου Ατραΐδη που μελοποίησε και ερμήνευσε μοναδικά ο μέγιστος λαϊκός βάρδος Στέλιος Καζαντζίδης.
Οι στίχοι του τραγουδιού αυτού αποτυπώνουν με εύσχημο τρόπο την ισότητα όλων μπροστά στο θάνατο και το μάταιο της ανθρώπινης δίψας για πλούτη και δύναμη-εξουσία, καθώς όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, μια μέρα θα πεθάνουν («Στα μονοπάτια της ζωής όλοι περιπλανιώμαστε/ άλλος εδώ κι άλλος εκεί πονάμε ή χαιρόμαστε»).
Πρόκειται, όμως, για μια παραδοχή που δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση ν’ αποτελέσει δικαιολογία για το κλείσιμο των ματιών μπροστά στην κοινωνική αδικία, μπροστά στην διαρκή αντιπαράθεση του κόσμου του πλούτου και της χλιδής με τις μάζες των καταπιεσμένων που ζουν στη φτώχεια και την εξαθλίωση στην Ελλάδα και ανά τον – καπιταλιστικό – κόσμο, ούτε κάποιο άλλοθι για ανοχή στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η εξέγερση των καταπιεσμένων δούλων υπό την ηγεσία του Σπάρτακου, ενάντια στους δουλοκτήτες στην Ιταλία, αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις της ιστορίας που, περισσότερα από 2.000 χρόνια μετά, παραμένει σύμβολο για τους αγώνες των καταπιεσμένων όλου του κόσμου· αγώνες που και ο λαός μας γνωρίζει καλά να δίνει όποτε χρειαστεί, και πολεμώντας και τραγουδώντας.