Τόμας Χομπς: Ένας απολυταρχικός ριζοσπάστης
Αν και ο ίδιος παρέμεινε αταλάντευτος εχθρός των επαναστατικών αλλαγών που είδε να συντελούνται στην πατρίδα του, επέλεξε, συνειδητά καθώς φαίνεται, να μην επιδιώξει ενεργά και την ανατροπή τους.
Σε ένα αυτοβιογραφικό του ποίημα, ο Τόμας Χομπς σημείωνε πως γεννήθηκε ως δίδυμος (αδερφός) το 1588 με το φόβο της Ισπανικής Αρμάδας του βασιλιά Φιλίππου Β’ πάνω από την Αγγλία, φόβο τον οποίο τελικά τσάκισε τελικά η αναδυόμενη επί Ελισάβετ Β’ θαλασσοκρατορία της Γηραιάς Αλβιόνας. Ο φόβος ωστόσο δε θα εγκατέλειπε ποτέ τον Χομπς, όπως δε θα εγκατέλειπε και την άρχουσα τάξη της Αγγλίας στην υπηρεσία της οποίας έσπευσε να θέσει την αδιαμφισβήτητα ασυνήθιστη προσωπική ευφυΐα του και το συγγραφικό του ταλέντο. Φόβος μπροστά στις μεγάλες αλλαγές που εκτυλίσσονταν μπροστά τους, από τις οποίες πιο απειλητική φάνταζε η είσοδος των λαϊκών μαζών για πρώτη φορά ως δυνάμει αυτόνομου πολιτικού παίκτη. Ο 17ος αιώνας ήταν μια περίοδος τεράστιων ανακατατάξεων στην Αγγλία, σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, πάντα στο φόντο της σταδιακής εδραίωσης της χώρας ως πρωταγωνίστριας του καπιταλιστικού μετασχηματισμού παγκόσμια, σε έναν έντονο ανταγωνισμό προς τη χρονικά ακόμα πιο πρωτοπόρο αστική τάξη των Κάτω Χωρών.
Πράγματι, την περίοδο αυτή άρχισε να τίθεται υπό αμφισβήτηση η μακραίωνη αρμονική συμβίωση αριστοκρατίας και στέμματος, μετά από τον αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό της Μάγκνα Κάρτα το 1215. Η αγγλική άρχουσα τάξη ήξερε πως είχε ανάγκη τη λαϊκή υποστήριξη στον αγώνα της για τον περιορισμό της μοναρχικής εξουσίας, από την άλλη ωστόσο αντιλαμβανόταν και τους κινδύνους που ενείχε μεσομακροπρόθεσμα η άνοδος του λαϊκού παράγοντα. Για το λόγο αυτό, υπήρχε διαπάλη και στο δικό της εσωτερικό ανάμεσα σε όσους ήταν διατεθειμένοι να πάρουν το ρίσκο μιας κάποιας μορφής συμμαχίας με τον τελευταίο, κι αυτούς που προτιμούσαν την “ασφάλεια” της πρόσδεσης στο θρόνο, με το όποιο τίμημα για τα δικά τους προνόμια. Πουθενά δεν αποτυπώνονται καλύτερα οι θεωρητικές συνέπειες αυτής της διαπάλης, από ό,τι στο έργο του Χομπς, το οποίο διαπνέεται από έναν εγγενή ριζοσπαστισμό, ο οποίος ωστόσο αξιοποιείται για τη νομιμοποίηση της απόλυτης μοναρχίας.
Γεννημένος στις 5 Απρίλη 1588 στο Γουέστπορτ της νοτιοδυτικής Αγγλίας, ο ίδιος δεν προερχόταν από την ελίτ. Ήταν γιος ενός οξύθυμου χαμηλόβαθμου κληρικού, ο οποίος εγκατέλειψε τα τρία παιδιά του στον αδερφό του κι εξαφανίστηκε μετά από εμπλοκή του σε καβγά έξω από το κατώφλι της εκκλησίας όπου λειτουργούσε. Ο Χομπς έλαβε εξαιρετική εκπαίδευση, μεταξύ άλλων στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, για να περάσει στη συνέχεια στην υπηρεσία αριστοκρατικών οικογενειών, ιδιαίτερα του κόμη του Devonshire, William Cavendish. Με τον τρόπο αυτό συνδέθηκε άρρηκτα με την πλευρά των μοναρχικών στη διαμάχη βασιλιά – κοινοβουλίου που θα απέληγε στο μακροχρόνιο Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο (1642-1651). Η αφοσίωσή του στον απολυταρχισμό ήταν τέτοια που τον οδήγησε στις αρχές της δεκαετίας του 1640, από φόβο για διώξεις από αντιμοναρχικούς, ως πολιτικό εξόριστο στη Γαλλία. Εκεί συναναστράφηκε μεταξύ άλλων τον Ρενέ Ντεκάρτ και υπήρξε δάσκαλος μαθηματικών του εξόριστου πρίγκηπα της Ουαλίας, γιου του εκτελεσθέντα στον Αγγλικό Εμφύλιο βασιλιά Καρόλου Α’, ο οποίος στέφθηκε το 1660 Κάρολος Β’, αποκαθιστώντας την αγγλική μοναρχία μετά την περίοδο της βραχύβιας αβασίλευτης Κοινοπολιτείας που είχε ξεκινήσει το 1649. Παρά τις αντιδραστικές του πεποιθήσεις, η επιχειρηματολογία του υπέρ της απολυταρχίας εκκινούνταν από τόσο ριζοσπαστικές αφετηρίες, τις οποίες αντέστρεφε για να πετύχει το σκοπό του, ώστε δεν ήταν λίγοι οι μοναρχικοί που τον θεωρούσαν ύποπτο ως κι επικίνδυνο, κατηγορώντας τον ακόμα και για δημοκρατικές ιδέες. Στο στόχαστρο βρέθηκαν και οι θρησκευτικές αντιλήψεις, με αποκορύφωμα την καταστροφική φωτιά του Λονδίνου το 1666, όταν το Κοινοβούλιο ανέφερε την “αθεΐα του Χομπς” μεταξύ των αιτίων της πυρκαγιάς, ενώ ο φιλόσοφος γλίτωσε την τιμωρία του ως αιρετικού μόνο με παρέμβαση των ισχυρών του φίλων, πιθανόν και του ίδιου του μονάρχη πλέον πρώην μαθητή του. To γεγονός πως ο ίδιος έτρεφε απόλυτη περιφρόνηση προς τις παραδοσιακές θεωρίες νομιμοποίησης της μοναρχικής εξουσίας, ελέω θεού ή γενικότερα με επίκληση βιβλικών εδαφίων, σαφώς δεν συνέτεινε στην ευνοϊκή υποδοχή του από τους θεωρητικά ομοϊδεάτες του.
Πριν ακόμα αναχωρήσει για τη Γαλλία, το 1640, ο Χομπς έγραψε το πρώτο σημαντικό πολιτικό του έργο, “Στοιχεία του Νόμου: Φυσικά και Πολιτικά”, το οποίο κυκλοφόρησε μια δεκαετία αργότερα χωρίς άδεια του συγγραφέα, όπου υπερασπιζόταν την ορθότητα της απόλυτης μοναρχίας, σε μια εποχή που η τελευταία γινόταν ολοένα και πιο αντιδημοφιλής. Ίδιος ήταν ο σκοπός και του De Cive που γράφτηκε το 1642. O Χομπς αναγνωρίζει ως πραγματικότητα τον πολιτικό ρόλο των μαζών, “του πλήθους”, μόνο που τον ορίζει με τρόπο, που αυτός ο ρόλος εξουδετερώνεται ως προς τις ριζοσπαστικές του προεκτάσεις. Πολιτικός σκοπός του πλήθους είναι η δημιουργία μιας απόλυτης μοναρχικής εξουσίας, με την εθελοντική και άνευ όρων παραχώρηση της εξουσίας του στο μονάρχη και παραίτηση από το δικαίωμα αντίστασης στην τυραννική διακυβέρνηση.
Ο Χομπς αναγνωρίζει πως όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους ίσοι, ωστόσο παρουσιάζει αυτή την ισότητα με αρνητικό πρίσμα, υιοθετώντας μια βαθιά πεσιμιστική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση. Η ισότητά τους έγκειται στην ίση ικανότητα που έχουν να βλάψουν θανάσιμα ο ένας τον άλλον. Παράλληλα, κάθε άνθρωπος επιθυμεί να αποφύγει το θάνατο και θα κάνει τα πάντα για την αυτοσυντήρησή του. Θεμέλιο του φυσικού νόμου είναι η προστασία της ατομικής ζωής, η οποία όμως κατά το Χομπς καταλήγει σε έναν πόλεμο των πάντων κατά πάντων. Ο μόνος τρόπος αποφυγής αυτής κατάστασης είναι η προσφυγή στην πολιτική οργάνωση, όπου κάθε άτομο προστατεύεται χάρη στην ύπαρξη μιας ισχυρής εξουσίας. Για το Χομπς, η συνένωση σε μια πολιτική κοινωνία μπορεί να γίνει είτε με τον πειθαναγκασμό, είτε με τη συναίνεση, μορφές αμφότερες απόλυτα θεμιτές για τον ίδιο.
Ο Χομπς σε καμία στιγμή δεν ισχυρίζεται πως υπήρξε κάποιο πραγματικό ιστορικό γεγονός όπου υπήρξε μια αμοιβαία συμφωνία για παραχώρηση της εξουσίας σε έναν ανώτατο και απόλυτο ηγέτη, υποστήριξε ωστόσο πως ο καλύτερος τρόπος να κατανοήσουμε την έννοια του κράτους είναι να υποθέσουμε ότι αποτελεί αποτέλεσμα μιας τέτοιας συμφωνία μεταξύ κυβερνήτη και κυβερνώμενων. Στο κοινωνικό συμβόλαιο που ευαγγελίζεται ο Χομπς, οι πολλοί συμφωνούν να ανταλλάξουν την ελευθερία τους με το αίσθημα ασφάλειας που τους παρέχει ο μονάρχης, ο οποίος με τη σειρά του δεν υπόκειται σε κανέναν νομικό ή άλλο περιορισμό. Ο φιλόσοφος προειδοποιεί ωστόσο ενάντια στην πλήρη αυθαιρεσία του μονάρχη, καθώς έτσι θα προκαλέσει στους υπηκόους του αίσθημα ανασφάλειας. Οι υπήκοοι που πλέον φοβούνται για την ασφάλεια, δηλαδή για τη ζωή τους, αποδεσμεύονται από την υποχρέωσή τους να υπακούν, άρα στερούν από το μονάρχη τη βάση της εξουσίας του.
Στο διασημότερο έργο του “Λεβιάθαν” (1651), ο Χομπς δεν παρεκκλίνει σημαντικά από τις απόψεις που εξέθεσε στο De Cive για τη σχέση μεταξύ προστασίας των υπηκόων και απόλυτης υποταγής τους στο μονάρχη, γι’ αυτό και μεγάλα τμήματα του πρώτου αποτελούν ουσιαστικά παράφραση του δεύτερου. Ένα νέο στοιχείο του “Λεβιάθαν” είναι ωστόσο πως περίπου το μισό βιβλίο απασχολείται με θρησκευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, όχι μόνο απαντώντας έτσι σε όσους τον επέκριναν σε θεολογικά ζητήματα, αλλά και επειδή πίστευε ότι οι θρησκευτικές διενέξεις βρίσκονταν στη ρίζα της εμφύλιας σύγκρουσης. Μην μπορώντας να ξεπεράσει μια ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορικής κίνησης, ο Χομπς δε διέκρινε πως όσο ακράδαντα και αν πίστευαν πολλοί ή και όλοι οι αντιμαχόμενοι του Αγγλικού Εμφυλίου ότι εκκινούνται από θρησκευτικά κίνητρα, τα τελευταία δεν αποτελούσαν σε τελική παρά μια αντανάκλαση πραγματικών ταξικών συμφερόντων, ανεξάρτητα από το αν τέτοιες ευθύγραμμες συνδέσεις κοινωνικής θέσης και στράτευσης στη μία ή άλλη πλευρά της σύγκρουσης μπορούσαν πάντοτε να γίνουν σε ατομικό επίπεδο.
Η βασική του θέση για τη σχέση θρησκείας, εκκλησίας και κράτους είναι πως οι πιστοί δε διακινδυνεύουν τη σωτηρία της ψυχής τους υπακούοντας στις διαταγές του μονάρχη, τονίζοντας παράλληλα ότι οι εκκλησίες δεν έχουν κανένα πεδίο δράσης και λήψης αποφάσεων πέραν αυτού που τους παραχωρεί η κοσμική εξουσία, δηλαδή και πάλι ο μονάρχης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Χομπς προόριζε το “Λεβιάθαν” ως συμβουλευτικό εγχειρίδιο διακυβέρνησης προς μονάρχη, με ειδικά δεμένο τόμο να δωρίζεται στον πρίγκηπα Κάρολο τον καιρό της εξορίας του στο Παρίσι. Η ανορθόδοξη μεθοδολογία με την οποία ο Χομπς υπερασπιζόταν την απολυταρχία θα του δημιουργούσε πολλά προβλήματα, όπως ήδη αναφέραμε. Πιο συγκεκριμένα, η παραδοχή του Χομπς πως οι κυβερνήτες που αποτυγχάνουν στη διατήρηση της εξουσίας τους, εκ των πραγμάτων χάνουν και την δικαιοδοσία τους να κυβερνούν εν ονόματι του πλήθους, οδηγούσε εμμέσως πλην σαφώς σε αποδοχή των τετελεσμένων στην Αγγλία, δηλαδή την κατάργηση της μοναρχίας και τη νομιμοποίηση της εξουσίας του Όλιβερ Κρόμγουελ. Ο κύκλος της εξόριστης αγγλικής αυλής έπνεε τα μένεα εναντίον του φιλοσόφου, την ίδια ώρα που οι γαλλικές αρχές τον εχθρεύονταν λόγω της αντιπαπικής του στάσης. Με το πολιτικό κλίμα στο Παρίσι να μην τον σηκώνει πλέον, ο Χομπς επέστρεψε στην Αγγλία, εφαρμόζοντας έμπρακτα τις θεωρίες υπακοής του στην εξουσία, συμβιβαζόμενος με το καθεστώς Κρόμγουελ ως την παλινόρθωση της μοναρχίας το 1660.
Η επιστροφή του παλιού μαθητή του ως Καρόλου Β’ στον αγγλικό θρόνο σήμανε και την επάνοδο του Χομπς στα υψηλά κλιμάκια της πολιτικής σκηνής, παραμένοντας πάντως μαύρο πρόβατο στην αυλή, όπως δείχνουν και τα γεγονότα μετά την πυρκαγιά του 1666 που προαναφέρθηκαν, όταν και ο ίδιος ένιωσε την ανάγκη ακόμα και να κάψει χειρόγραφά του που θεώρησε πως θα επιβάρυναν τη θέση του.
Εκτός από το πεδίο της φιλοσοφίας και αυτού που σήμερα θα αποκαλούσαμε σήμερα πολιτικές επιστήμες, ο Χομπς ασχολήθηκε επίσης με την ιστοριογραφία, τη μετάφραση αρχαιοελληνικών έργων, αλλά και τις φυσικές επιστήμες, όπου υιοθέτησε υλιστικές αντιλήψεις και διακρίθηκε ιδιαίτερα στον κλάδο της οπτικής. Συνέχισε να γράφει ακούραστα μέχρι και το θάνατό του σε βαθιά και ασυνήθιστα για την εποχή του γεράματα, στις 4 Δεκέμβρη 1679.
Οι ιδέες του, αν και με πολύ διαφορετικό τρόπο και στόχευση από ό,τι θα επεδίωκε ο ίδιος, επηρέασαν καθοριστικά τη διαμόρφωση της έννοιας του κοινωνικού συμβολαίου, που αναπτύχθηκε από στοχαστές όπως ο Τζον Λοκ, ο Ιμάνουελ Καντ και ο Ζαν – Ζακ Ρουσώ. Από πολλές πλευρές, η σκέψη και το έργο του Τόμας Χομπς εμπεριείχαν τις αντιφάσεις και το μεταιχμιακό χαρακτήρα της ίδιας της εποχής στις οποίες διαμορφώθηκε ο φορέας τους. Αν και ο ίδιος παρέμεινε αταλάντευτος εχθρός των επαναστατικών αλλαγών που είδε να συντελούνται στην πατρίδα του, επέλεξε, συνειδητά καθώς φαίνεται, να μην επιδιώξει ενεργά και την ανατροπή τους. Το αποτέλεσμα αυτού του λεπτού παιχνιδιού ισορροπίας μεταξύ προσωπικών πεποιθήσεων και συναίσθησης του ρου της ιστορίας ανεξάρτητα από την ατομική του βούληση είναι ίσως αυτό που τελικά επιτρέπει στην πένα του Χομπς να διατηρεί τη σπιρτάδα και τη γοητεία της, παρά τις αντιδραστικές, έως και μισάνθρωπες απολήξεις των πολιτικών αφετηριών που υπηρετούσε.