Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες»
Μοιάζει να γράφτηκε για κάποιο χαμένο έρωτα, όμως δεν είναι αλήθεια. Το τραγούδι γράφτηκε από τον Αττίκ για τη μητέρα του, που λάτρευε, και αφιερώθηκε σε κείνη.
Ο Αττίκ (κατά κόσμον Κλέων Τριανταφύλλου, 1885-1944) συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες μορφές του ελληνικού τραγουδιού. Πολυτάλαντη προσωπικότητα, σπουδαίος συνθέτης, πιανίστας, τραγουδιστής, αλλά και ποιητής, στιχοπλόκος, ηθοποιός, κονφερανσιέ, ταχυδακτυλουργός, χορευτής και… ακροβάτης, έχει σφραγίσει το ελληνικό ελαφρό τραγούδι στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
«Ήταν ολόκληρος κόσμος γεμάτος μουσική ο άνθρωπος αυτός. Ήταν μια πλημμύρα από μελωδίες, μια ανάγκη έκφρασης με τραγούδια, τραγούδια, τραγούδια…», σημειώνει για τον Αττίκ στο ομότιτλο βιβλίο της η Δανάη, η μεγάλη μούσα του που σφράγισε με την βελούδινη φωνή της και την ερμηνευτική της δεινότητα πολλά τραγούδια του.
Η Δανάη Στρατηγοπούλου – Χαλκιαδάκη που εκτός από σπουδαία τραγουδίστρια υπήρξε ποιήτρια και μεταφράστρια του ποιητικού έργου («Άπαντα») του σπουδαίου Χιλιανού, παγκόσμιου ποιητή, Πάμπλο Νερούδα, χαρακτηρίστηκε δικαίως «αηδόνι του Αττίκ».
Ένα από τα πολλά διαχρονικά, αθάνατα τραγούδια του διδύμου, είναι το πολυτραγουδισμένο «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες», που περιγράφει με χρώματα μελαγχολικά την απώλεια κάποιου πολυαγαπημένου προσώπου.
Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
Χτες αργά με ψυχή φορτωμένη
από θλίψη για σε περισσή,
πήγα μόνος να δω τι απομένει,
απ’ τον κήπο που πότιζες εσύ.Την πορτούλα ο κισσός είχε κλείσει,
μήπως ξένος κανείς τη διαβεί
κι είχε ο χρόνος μ’ αγκάθια στολίσει,
τη βρυσούλα που μένει πια βουβή.Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
μαραμένα και τα γιασεμιά
μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες
στης καρδιάς μου τη μαύρη ερημιά.Στη γωνίτσα που άλλοτε ανθούσε
μέσα στ’ άνθη η δική μας χαρά,
και ενώ ο κήπος τριγύρω πενθούσε,
μέσα μου ένοιωσα τέτοια συμφορά.Ως το βράδυ μονάχος μιλούσα,
σαν να σ’ είχα κοντά μου μαζί
κι όταν νύχτωσε εκεί που γυρνούσα,
είπα «να ζει κανείς ή να μη ζει».Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
μαραμένα και τα γιασεμιά
μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες
στης καρδιάς μου τη μαύρη ερημιά.
Μοιάζει να γράφτηκε για κάποιο χαμένο έρωτα, όμως δεν είναι αλήθεια. Το τραγούδι (στίχοι και μουσική), γράφτηκε από τον Αττίκ για τη μητέρα του, Εριθέλγη, που λάτρευε, και αφιερώθηκε σε κείνη.
Η Δανάη στο βιβλίο της «Αττίκ» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1986) σημειώνει ότι η μητέρα του Αττίκ υπήρξε «η πιο μεγάλη του αγαπημένη. Πέθανε τον Ιούλιο του 1940 σε ηλικία 90 χρόνων». Και ο ίδιος: «Ήταν μια εξαιρετική ύπαρξη η μητέρα μου, με 6-7 γλώσσες, με ανθρωπιστικές ιδέες και λεπτά αισθήματα».
Το «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες» γράφτηκε «όταν εκείνη ήταν άρρωστη από τύφο. Θυμάμαι ήμασταν σε ένα νησί, νομίζω πάλι στη Σάμο ή στη Μυτιλήνη. Ο Αττίκ δεν μπορούσε να βρει ένα λουλούδι δισύλλαβο, παροξύτονο και… πληθυντικό. Ένα βράδι κουβεντιάζοντας ως συνήθως με το κοινό του είπε το παράπονό του, τραγουδώντας «Μαραμένα τα γιούλια κι οι…», και δηλώνοντας πως αδυνατεί να βρει τέτοιο… λουλουδικό. Τότε από τη γαλαρία ακούγεται μια φωνή νεανική να λέει δυνατά «κι οι βιόλες»! Αυτό ήτανε. Ήρθε κι έδεσε τόσο καλά, γίνανε κι «οι ελπίδες του όλες» και το τραγούδι ήταν έτοιμο. Το θέατρο καταχειροκρότησε για την επιτυχία τού πατριώτη τους και τη… σύμπραξή του στο τραγούδι. Ο δε Αττίκ με λίγες βιόλες είχε γίνει ο ευτυχέστερος των θνητών…».
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι… και από 26/10/2020 νέα ονομασία: Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Τι κι αν γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια, κάποια τραγούδια συνεχίζουν να συγκινούν, να συντροφεύουν τις μικρές και μεγάλες στιγμές των ανθρώπων, να εκφράζουν τις αγωνίες, τον πόνο και τα όνειρά τους, να εμπνέουν τους αγώνες τους.
Η στήλη, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο ή τον τίτλο του «ειδικού», «παίζει» τραγούδια που γράφτηκαν για τον έρωτα, την αγάπη, το μεροκάματο, τη μετανάστευση, τον αγώνα για λευτεριά και για καλύτερη ζωή. Τραγούδια γραμμένα από ποιητές, αλλά κι από δημιουργούς που δεν διάβασαν ποτέ στη ζωή τους ποίηση… Ανασκαλεύοντας το παρελθόν και ψηλαφώντας την ιστορία τους, πότε γράφτηκαν, σε ποιες συνθήκες, από ποιους πρωτοτραγουδήθηκαν, ποιοι τα τραγουδούν στις μέρες μας.
Χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς, τραγούδια ελληνικά και «ξένα», με γνώμονα ότι, εκτός από το να θυμίζουν εικόνες από το παρελθόν, συναρπάζουν τις αισθήσεις, γεννούν συναισθήματα, εμπνέουν και συγκινούν σήμερα.
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Ακούστε τα όλα εδώ.