Παν. Τομπουλίδης – Πόντιος μπολσεβίκος παιδαγωγός, Ερυθροφρουρός υπερασπιστής της επανάστασης στην Οδησσό
Ο Π. Τομπουλίδης έπαιζε πολύ μεγάλο ρόλο στην επαναστατική ανατροφή των Ελλήνων εργαζομένων της Οδησσού και την εξουδετέρωση της αντεπαναστατικής θέσης που έπαιρνε η πλουτοκρατική ηγεσία των περισσότερων ελληνικών κοινοτήτων της Ρωσίας.
Σε μια σημαντική μα όχι πολύ γνωστή μορφή της Οχτωβριανής Επανάστασης στην Οδησσό, τον Πόντιο δάσκαλο, φλογερό μπολσεβίκο επαναστάτη Παναγιώτη Τομπουλίδη, αναφέρεται η σημερινή ανάρτηση του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια της Οχτωβριανής Επανάστασης. Στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του παραθέτει στο βιβλίο του Η πρώτη πατρίδα ο κομμουνιστής εικαστικός – λογοτέχνης Γιώργος Φαρσακίδης.
Σίγουρα, μεγάλη επιρροή πάνω στον πατέρα μου είχε ασκήσει o Παναγιώτης Τομπουλίδης. Ο διευθυντής του δεκατάξιου ελληνικού σχολείου, και κομματικός υπεύθυνος της ελληνικής κοινότητας.
Ξεφυλλίζοντας ένα κείμενο του Πέτρου Ρούσσου, χάρηκα αφάνταστα με την ανακάλυψη μιας αναφοράς του, στον αγωνιστή και τον άνθρωπο Τομπουλίδη: «Άλλοι τώρα κομμουνιστές παίρνανε τη σειρά τους στις συναναστροφές του σπιτιού, γράφει το κείμενο. Ο πιο ταχτικός οικογενειακός φίλος ήταν ο Παναγιώτης Τομπουλίδης από τους Πόντιους του Καύκασου.
Ήταν τύπος ασκητή επαναστάτη, είχε περάσει φυματίωση και καιγότανε στη δουλειά. Εργαζόταν και σπούδαζε και προπαγάνδιζε τον κομμουνισμό με τη θέρμη και το φανατισμό του ιεροκήρυκα. Έσπερνε γόνιμο σπόρο η τετράγωνη λογική του. Νομίζω πως ήταν μαθηματικός. Μιλούσε ήρεμα και απλά με την παχιά ποντιακή προφορά του. Ο Τομπουλίδης έπαιζε πολύ μεγάλο ρόλο στην επαναστατική ανατροφή των Ελλήνων εργαζομένων της Οδησσού και την εξουδετέρωση της αντεπαναστατικής θέσης που έπαιρνε η πλουτοκρατική ηγεσία των περισσότερων ελληνικών κοινοτήτων της Ρωσίας. Διηγούνταν πως είχε κι όλας πάει στη Θεσσαλονίκη για να μετάσχει στην Εργατική Σοσιαλιστική Κίνηση. Οι αφηγήσεις του μας άναβαν το παιδικό ενδιαφέρον, κέντριζαν τον πόθο μας να πάμε κι εμείς στην Ελλάδα για τον ίδιο σκοπό. Στην Οδησσό έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στη νεολαία και στους μαθητές. Για πρώτη φορά μας οργάνωσε και κάναμε μια απεργία κατά των απαρχαιωμένων αντιλήψεων της διεύθυνσης της ‘Ελληνικής Σχολής της Οδησσού, που κατευθυνόταν από το ελληνικό υπουργείο Παιδείας. Μας έφερνε μπολσεβίκικες προκηρύξεις και φυλλάδια. Θυμάμαι πως ήταν τυπωμένα σε χαρτί κακής ποιότητας, σαν το γαλάζιο και μπεζ χαρτί περιτυλίγματος, τόση ήταν η έλλειψη του καλού χαρτιού. Πηγαίναμε και σε συγκεντρώσεις των Ελλήνων εργαζομένων στο κέντρο της πολιτείας. Εκεί τραγουδιόνταν κάτι ανατολίτικα τραγούδια, λείπαν ακόμα τα ελληνικά επαναστατικά.
Έτσι κάπως κι εγώ τον θυμάμαι αχνά, πράο και σοβαρό, να με καλωσορίζει, μπόμπιρα, με μια πελώρια σάκα στην πλάτη, στην αίθουσα της προκαταρκτικής τάξης. Να με κατατοπίζει —πρωτάρη στη σχολική μου ζωή — στα καινούργια καθήκοντα. Θυμάμαι τη χοντρή, χαρακτηριστική προφορά του, στις ατέλειωτες συζητήσεις με τον πατέρα και τα τονισμένα, σαν άγιου χαρακτηριστικά στ’ αδυνατισμένο του πρόσωπο.
Περισσότερο ίσως από τις προσωπικές παιδικές εντυπώσεις μου ’χαν μείνει στη θύμηση τα όσα είχα κατά καιρούς ακούσει απ’ τον πατέρα κι από μια αναμνηστική φωτογραφία της αδελφής μου. Ένα πολυπρόσωπο γκρουπ του σχολείου, με τους δασκάλους και το διευθυντή, ποζάρουν με φόντο τον τοίχο της αυλής, με τους χαρακτηριστικούς μεγάλους κυβόλιθους της Οντέσσα. Με τη σημαία στην κορυφή και το νεαρό σημαιοφόρο της, ντυμένο φόρμα εργάτη. Πόσο μ’ είχε συγκινήσει, θυμάμαι, αργότερα στην Ελλάδα, η αφήγηση του πατέρα για την πρώτη τους γνωριμία με το Δάσκαλο.
«Στο «Κωνσταντινούπολη», μου ’λεγε ο πατέρας, «στο μεγάλο ελληνικό καφενείο, ερχόταν με το κασελάκι του ένας Πόντιος λουστράκος ,με λαμπερά έξυπνα μάτια. Καθώς μας γυάλιζε τα παπούτσια, πιάναμε πολλές φορές την κουβέντα μαζί του, και περισσότερο για το πάντα επίκαιρο θέμα που καίει κάθε ξενιτεμένο, για την πατρίδα. Μας έκανε θυμάμαι μεγάλη εντύπωση και το σχολιάζαμε, η πολιτική ενημέρωση του Παναγιώτη και το πάθιασμά του με την Ελλάδα…
Ήταν να μας έρθει, εκείνες τις μέρες, καλλιτεχνικός θίασος με τον Κλέωνα Τριανταφύλλου, το θρυλικό για την εποχή μας Αττίκ. Ανυπομονούσαμε όλοι μας κι όπως ήτανε φυσικό, το θέμα της ημέρας ήταν ο ερχομός και η υποδοχή που του ετοίμαζε σύσσωμη η κοινότητα. Ακριβό το εισιτήριο, μα κανένας δεν είχε άντίρρηση. Έπρεπε να βοηθήσουμε να συνεχίσει το έργο του ο άνθρωπος που με τα τραγούδια του γέμιζε τις καρδιές μας Ελλάδα. Κάποιο πρωινό, μετέχοντας στη γενική έξαψη, ο Παναγιώτης, ο νεαρός μας λουστράκος, εξομολογήθηκε, πως από την προηγούμενη βδομάδα, για να εξοικονομήσει το εισιτήριο είχε περικόψει το φαγητό του. «Τρώω μια φορά τη μέρα», μας έλεγε γελώντας, «και με κάτι που έχω στην άκρη θα μπορέσω ως το τέλος του μήνα ν’ αγοράσω το εισιτήριο. Ε, δεν αξίζει τον κόπο;»
Έφτασε τελικά η μέρα που περιμέναμε κι είναι αλήθεια πως δε μας απογοήτευσε ο Αττίκ με τη μεγάλη του τέχνη. Όταν απάγγειλε στην Ελληνική Λέσχη το Χριστούγεννα στα Ξένα κι έφτασε, φανερά συγκινημένος στο:
…Μα πως να γελάσω, ο έρημος ξένος
και πως να γιορτάσω μακριά απ’ τη φωλιά
εδώ σε μια κόχη του κόσμου ριγμένος
μακριά από της μάνας μου τ’ άσπρα μαλλιά…
είχε ξεσπάσει η κατάμεστη αίθουσα στ’ αναφυλλητό και το δάκρυ…
Από την επόμενη μέρα, κανένας δεν ξανάδε στο καφενείο μας το λουστράκο. Λες και τον κατάπιε η γη. Αργότερα μάθαμε πως κατάφερε τελικά ν’ αγοράσει το εισιτήριο και να πάει στη λέσχη. Μόνο που τη βραδιά της πρεμιέρας, προτού αρχίσει η παράσταση, τον πέταξαν έξω από την αίθουσα, διότι «δεν ήταν ευπρεπώς ενδεδυμένος»! Έτσι είπανε.
Πέρασε καιρός κι όταν πρωτομπήκαν οι Ερυθροφρουροί στην Οντέσσα, με τ’ όπλο στον ώμο, τον ξανάδα να βαδίζει στις πρώτες γραμμές. Αλήθεια, πόσο πόνο και πόσο μίσος πρέπει να ’χε νιώσει εκείνη τη βραδιά της πρεμιέρας; Με τα γεγονότα που ακολούθησαν και πάλι,τον χάσαμε. Πέρασαν χρόνια, ησύχασαν τα πράματα και να σου μας ήρθε αγνώριστος, απόφοιτος Ινστιτούτου, διαβασμένος, πολύξερος.
Είναι μερικά γεγονότα, που αν δεν τα ζούσα, θ’ αρνιόμουν να τα πιστέψω. Για φαντάσου, έλεγα, ο Παναγιώτης! Έχω ακούσει κι έχω ακούσει ομιλητές. Και συμβαίνει συχνά, στη μονότονη επανάληψή τους, να σου θυμίζουν ξαναμασημένες μπουκιές. Τον Τομπουλίδη όμως — αυτός ήταν ο λουστράκος — χαιρόσουν να τον ακούς. Όχι μονάχα που ήτανε λαγαρός κι απλός. Τον χαιρόσουνα που κατάφερνε, να σου δώσει αυτό το κάτι που ίσως το γνώριζες, σ’ άλλη διάσταση, μ’ ένα νόημα καινούργιο, πρωτόγνωρο. Πόσες φορές ένιωσα τη σιγουριά μιας προσωπικής αντίθετης άποψης ,να καταρρέει μπροστά στα επιχειρήματά του μ’ εκείνη την τρομερή, δυναμική λογική. Και δεν ήταν μόνο προσωπική μου αντίληψη. Έβλεπα κι άλλους, μάλλον αδιάφορους, λες κι ήταν μαγνητισμένοι, να ’χουνε κρεμαστεί από τα χείλη του».
Κάμποσα χρονιά περάσανε αφότου μου ’χει πει ο πατέρας την ιστορία του Δάσκαλου. Κι ήρθαν χρόνια δίσεχτα, ξεσηκωθήκανε χέρι με χέρι οι λαοί, να πολεμήσουν τον κοινό τους εχθρό, το φασισμό. Κι απ’ όσους πήραν μέρος στον αγώνα εκείνο — στου καθενός την προσωπική συμβολή — σίγουρα θα βαραίνει, ασυνειδητοποίητα ίσως, σαν υπόδειγμα, η μεγαλοσύνη της προσφοράς κάποιου Δάσκαλου…
Καλεσμένος στα τριαντάχρονα, από το τέλος τού Μεγάλου Πολέμου, βρέθηκα στο Βόλγκογκραντ (το Στάλινγκραντ των ημερών της μεγάλης δοκιμασίας). Κουβέντα σε κουβέντα, ανασκαλεύαμε τα περασμένα με το Σοβιετικό σκηνοθέτη Ντονσκόι.
Κάποια φορά, μου λέει με καμάρι. «Μάθε το πως είμαι κι εγώ γέννημα θρέμμα της Οντέσσα-μάνας. Πως να μην ξέρω τα όσα μου λες, πως να μην τα θυμάμαι! Μόνο που εγώ έχω μεγαλώσει στη Μολταβάνκα. Παιδιά ανεβαίναμε μπουλούκι στη γειτονιά της μητέρας σου, να παίξουμε ξύλο. Και να το παινευτώ; Σπάνια μας φέρνανε βόλτα τα βουτυρόπαιδα, πάντα τις τρώγανε».
Του είπα και τα όσα είχα ακουστά για το λουστράκο, τον Τομπουλίδη. Πριν αποσώσω, βλέπω να πετάγεται ο Ντονσκόι: «Ιρίνα, θυμάσαι που σου ’λεγα;» Η Ιρίνα, η γυναίκα και συνεργάτης του, συγκινημένη και κείνη, παίρνει το λόγο: «Κι άλλη μια λεπτομέρεια, να προσθέσω κι εγώ. Γυαλίζοντας τα παπούτσια, ο λουστράκος σας παρακολουθούσε τις συζητήσεις των πελατών, κι όταν κανένας έλεγε κάτι ενάντια στην Επανάσταση, παρατούσε το γυάλισμα κι άρχιζε να χτυπά, διαμαρτυρόμενος με τον τρόπο του, τις βούρτσες στο κασελάκι…».
Με τις αναφορές μας αυτές, τη μέρα του γιορτασμού, νιώσαμε να τιμάμε έναν από κείνους τους μακρινούς πρωτεργάτες της νίκης, που είχαν πιστέψει και είχαν προσφέρει πολλά.
Πέρα από τα γενικά καθοδηγητικά καθήκοντα, λέγανε για τον Τομπουλίδη, πως σαν μαθηματικός, είχε παρουσιάσει μια πολύ αξιόλογη εργασία. Σαν παιδαγωγός συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της γραμματικής της δημοτικής, καταργώντας τόνους και διφθόγγους. Πρωτοστάτησε στο τύπωμα — των απλοποιημένων στη γραμματική τους — σχολικών μας βιβλίων.
Με τον ερχομό μας στην Ελλάδα έφερε ο πατέρας ένα απ’ εκείνα τ’ αναγνωσματάρια, που κι εγώ ακόμα μπορούσα να το διαβάζω! Στο δημοτικό της Θεσσαλονίκης, που ’χαμε πάει για να με γράψουν, το πήρε μαζί, να το κουβεντιάσει με τους δασκάλους. Το πάσαν εκείνοι, θυμάμαι, στα χέρια τους να το φυλλομετρήσουν ξαφνιασμένοι, σαν ν’ αντικρίζανε κάτι απίστευτο. Ζήτησαν να το δείξουν στους παραπάνω. Μόνο που από κείνη τη μέρα δεν το ξανάδα.
Για τον Τομπουλίδη έμαθα από την αδερφή μου, πως ακούστηκε να ’χει πεθάνει πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Από φυματίωση είπανε, που του ’τρωγε από τότε τα σωθικά.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση