Το διήγημα της Πέμπτης: «Τ’ αδύνατα πλάσματα…» του Πρωτοπόρου (“Κόκκινες πινελιές”)
– Όχι πυρ, γυνή και θάλασσα… αλλά ζέστη, εργάτες και κομμουνισμός, να οι μεγάλοι εχθροί αυτών των… αδυνάτων πλασμάτων…
Στον Ριζοσπάστη του Μεσοπολέμου η στήλη «Κόκκινες πινελιές», που υπογραφόταν πότε από τον «Πρωτοπόρο» και πότε από τον «Προλετάριο», ξεχώριζε για τον εύστοχο, καυστικό και κάποιες φορές σαρκαστικό σχολιασμό της καθημερινότητας, πάντα από ταξική σκοπιά. Φιλοξενούμε σήμερα ένα κείμενο του «Πρωτοπόρου» που δημοσιεύτηκε τον Ιούλη του 1932.
Τ’ αδύνατα πλάσματα…
του ΠρωτοπόρουΣτην πόρτα τού λεωφορείου παρουσιάστηκε ένας πελώριος όγκος που την έφραξε όλη από πάνου ως κάτω, σ’ όλο της το πλάτος. Ο όγκος, λυσσώντας δυνατά και κάνοντας τη σκάλα του αυτοκινήτου να τρίζει από το βάρος, έστριψε με το πλάι και μπήκε. Οι άλλοι επιβάτες τρόμαξαν. Άλλος νόμισε πως ήτανε κάποιο περίεργο τέρας προκατακλυσμιαίο που, νίκησε το ακατάλληλο περιβάλλον τού πολιτισμού και κατόρθωσε να ζήσει. Άλλος, καθώς σκοτείνιασε το φως με την είσοδό του θάρρεψε πως κάποιο τραμ έπεφτε πάνω μας και ζήτησε βοήθεια. Καθένας έβαλε με το νου του κάθε λογής κίνδυνο ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του. Μα ο όγκος που δεν ήτανε βέβαια τίποτες άλλο από ένα πολύ χοντρό και ψηλό άνθρωπο, προχώρησε, βογγόντας, φυσώντας και γουργουρίζοντας, να καθίσει. Το καλό του, που ήταν ώρα που δεν υπήρχε κοσμοσυρροή, διαφορετικά δεν ξέρω και γω τι δυστυχήματα θα προκαλούσε… Έπεσε, λοιπόν, σ’ ένα από τα καθίσματα των τριών θέσεων, που το ’πιασε όλο, καθώς ετοποθέτησε τα πελώρια πακέτα από τα κρέατά του.
Φαινότανε να είναι πολύ δυστυχισμένος. Ντροπιασμένος με τον εαυτό του χαμήλωνε τα μάτια με αμηχανία, αποφεύγοντας το βλέμμα των άλλων επιβατών, που τον κοιτούσαν περίεργα και κοροϊδευτικά… Έπλεε όλος στον ίδρωτα που έτρεχε από το μέτωπό του και το λαιμό του τόσο άφθονος και τόσο ορμητικός, σάμπως μυστικές βρύσες της Ούλεν να είχαν ανοίξει κάτω από το πετσί του… Λαχανιάζοντας σαν φυσερό, με το στόμα μισάνοιχτο σκουπίζονταν μ’ ένα μαντηλάκι, που στα χέρια του φαινότανε το αστειότερο πράγμα του κόσμου, γιατί μονάχα ένα μεγάλο μπανιερό μπορούσε κάτι να κάνει για τη δική του τραγική περίσταση.
Ξάφνου ο γυμνός κρεάτινος όγκος του προσώπου του σκυθρώπασε και μέσα από το βάθος των σαρκών, που τα πήγανε, τα μάτια του αγρίεψαν. Σούφρωσε τα φρύδια κι είπε σε κάποιους, που κάθονταν αντίκρυ του:
– Γιατί γελάτε, κύριοι; Δε σας αρέσω;
Ο ένας τού απάντησε πρόθυμα.
– Μα δε γελούμε; για σας, πώς σας πέρασε τέτοια ιδέα…
– Δε μ’ ενδιαφέρει κι αν γελάτε μαζί μου, απάντησε κείνος. Δείχνετε μονάχα την ανατροφή σας να γελάτε μ’ ένα αδύνατο πλάσμα…
Η συζήτηση άρχισε να ενδιαφέρει πια όλους τους επιβάτες του λεωφορείου και κοιτούσαν όλοι περίεργα.
– Σεις… αδύνατο πλάσμα; ρώτησε ο ένας από τους συνομιλητές του χοντρού.
– Μάλιστα, κύριοι και μη σας απατά το φαινόμενο. Το να είμαι χοντρός καλοκαίρι καιρός, με τέτοια φοβερή ζέστη ξέρετε τι δυστύχημα είναι; Σα να βρεθείς μ’ εκατομμύρια όταν θα γίνει μπολσεβικισμός…
Αυτή η… παρομοίωση σκόρπισε τη γενική ευθυμία, γιατί στο μεταξύ από στόμα σε στόμα η ταυτότητα του ανθρώπου αυτού διαδόθηκε και οι φτωχοί επιβάτες του λεωφορείου μάθαιναν πως είχανε την «τιμή» να συνταξιδεύουν μ’ ένα από τα κεφαλαιοκρατικά μεγαθήρια της πρωτεύουσας, που ποιος ξέρει από ποια αναποδιά κι αποδέχονταν ένα λαϊκό λεωφορείο…
Και με αρκετή κακεντρέχεια τον ρώτησαν:
– Είναι, λοιπόν, δυστύχημα να σας βρει ο κομμουνισμός μ’ εκατομμύρια;
– Μα… έτσι νομίζω! Υποθέτω, βέβαια, πως είναι προτιμότερο να σας βρει μια πυρκαγιά με τις τσέπες γεμάτες δυναμίτες. Σε μια τέτοια περίσταση οι φτωχοί δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τους πλούσιους, καθώς οι λιγνοί δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν τους χοντρούς με μια τέτοια ζέστη. Κι αν η φιλανθρωπία σήμερα περιθάλπει τους φτωχούς νομίζω πως εκείνο τον καιρό, αν ο μη γένοιτο, μας βρει τέτοιο κακό, αν θα υπάρχει φιλανθρωπία θα πρέπει να περιθάλπει τους εκατομμυριούχους, γιατί αυτοί θάναι τ’ αδύνατα πλάσματα τότε…
– Τους καημένους! πετάχτηκε μια γυναικεία φωνή…
Ο χοντρός κοίταζε στο μέρος μιας γυναικούλας, που έστεκε όρθια. Τη χαιρέτησε.
– Καλημέρα σας. Τι κάνετε; Είστε σεις, που… που…
Και φαινότανε να ψάχνει στο μυαλό του να θυμηθεί ποια ήταν…
– Που με διώξατε πριν μια βδομάδα από το εργοστάσιο, συμπλήρωσε η γυναίκα.
Το αδύνατο πλάσμα ταράχτηκε και φώναξε του εισπράχτορα:
– Να σταθεί, παιδί μου, να σταθεί… ‘
Το λεωφορείο στάθηκε.
Ξεφυσώντας ολοένα ο άνθρωπος κατέβηκε και κάποιος καλαμπουριστής είπε:
– Όχι πυρ, γυνή και θάλασσα… αλλά ζέστη, εργάτες και κομμουνισμός, να οι μεγάλοι εχθροί αυτών των… αδυνάτων πλασμάτων.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.