Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ – Το χωράφι της μάνας
Είσαι μάνα κι έχεις δίκιο να με ρωτήσεις…δεν είμαστε μείς που θελήσαμε τον πόλεμο, δεν τον αρχίσαμε εμείς…πρέπει να δώσουμε το αίμα μας, τη ζωή μας, για να συντρίψουμε, για να εξοντώσουμε αυτό το τέρας. Αν δεν το κάνουμε αυτό, τότε δεν θα είμαστε άξιοι να φέρουμε το όνομα Άνθρωπος…
Το όνομά του συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα της μεταπολεμικής σοβιετικής λογοτεχνίας. Ο σοβιετικός συγγραφέας Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ γεννήθηκε στις 12 του Δεκέμβρη 1928, στο χωριό Σεκέρ της περιοχής Κίροφ της ΣΣΔ της Κιργιζίας, και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Ιούνη 2008. Έγραψε στην κιργιζιανή και τη ρωσική γλώσσα.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας το 1953 και εργάστηκε ως ζωοτέχνης. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 με το διήγημα «Ο εφημεριδοπώλης Τζιουΐντο», γραμμένο στα ρωσικά.
Το 1956 έγινε δεκτός στα ανώτερα λογοτεχνικά μαθήματα στη Μόσχα, ολοκληρώνοντάς τα το 1958. Την ίδια χρονιά, το περιοδικό «Οχτώβρης» δημοσιεύει το διήγημα «Πρόσωπο με πρόσωπο», σε μετάφραση από τα κιργιζιανά και εκδόθηκε η νουβέλα «Τζαμίλια», με την οποία γίνεται διεθνώς γνωστός. Μιλάει για την αγάπη που αντέχει σ’ όλες τις δοκιμασίες, για το δικαίωμα στην ατομική ευτυχία και την κοινωνική δράση της Κιργίζιας γυναίκας που πρωτύτερα ήταν καταπιεζόμενη. Ο Λουί Αραγκόν χαρακτήρισε τη «Τζαμίλια» ως την «ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου».
Ακολούθησαν αριστουργήματα, με αλλεπάλληλες εκδόσεις εντός και εκτός ΕΣΣΔ: «Ο πρώτος δάσκαλος» (έγινε ταινία από τον Αντρέι Κοντσαλόφσκι), «Αντίο Γκιουλσαρί», «Το χωράφι της μάνας», «Μια μέρα και ένας αιώνας», «Το ικρίωμα», «Το μάτι της καμήλας» κ.ά.
Το βιβλίο τού Αϊτμάτοφ «Διηγήματα του βουνού και της στέπας» (1962) τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν (1963). Σε πολλά διηγήματα που περιλαμβάνονται σ’ αυτό το βιβλίο, κυρίως όμως σ’ εκείνα που βρίσκονται στα βιβλία του «Τζαμίλια» και «Ο πρώτος δάσκαλος», καθώς και το διήγημα καθώς και το διήγημα «Χαϊρε, Γκουλσαρί» (1966, Κρατικό βραβείο ΕΣΣΔ, 1968), ο Αϊτμάτοφ αναδείχνεται σε καινοτόμο συγγραφέα δεξιοτέχνη του ψυχολογικού πορτραίτου. Στο κέντρο της προσοχής του συγγραφέα, βρίσκεται το πρόβλημα «ο άνθρωπος και η κοινωνία». Οι ήρωες τού Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ είναι ανθρώπινοι, με δυνατό πνεύμα, δραστήριοι άνθρωποι της σύγχρονης εποχής.
Ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ απέσπασε συνολικά τρία Κρατικά Βραβεία της ΕΣΣΔ (1968, 1977, 1983), Βραβείο Λένιν (1963), Ήρωας Σοσιαλιστικής Εργασίας (1978) και Λαϊκός Συγγραφέας της Κιργιζίας. Μέλος τού ΚΚΣΕ από το 1959, διατέλεσε βουλευτής του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, μέλος της ΚΕ του ΚΚ Κιργιζίας, στέλεχος σε πληθώρα συλλόγων και συντακτικών επιτροπών περιοδικών. Από το 1994 και μέχρι λίγο πριν φύγει από τη ζωή, διατέλεσε πρέσβης της Κιργιζίας, σε διάφορες χώρες.
Η νουβέλα «Το χωράφι της μάνας» θεωρείται από τα αριστουργήματα της σοβιετικής λογοτεχνίας και απ’ το 1973 που πρωτοεκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», κυκλοφόρησε σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα σε επανειλημμένες εκδόσεις.
Απ’ τα έργα του Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ η «Σύγχρονη Εποχή» έχει εκδώσει ακόμα τα μυθιστορήματα «Μια μέρα ένας αιώνας», «Το μάτι της καμήλας», «Η λεύκα με το κόκκινο μαντίλι» και «Tο ικρίωμα».
Ακολουθεί απόσπασμα από «Το χωράφι της μάνας» (Σύγχρονη Εποχή, 5η έκδοση, 1978).
Όταν έρχονταν άνθρωποι να με ρωτήσουν για την υγειά μου, καταλάβαινα, πως φρόντιζαν κάτι να μην αναφέρουν από όσα είχαν συμβεί, γιατί συμμερίζονταν τη θλίψη μου γι’ αυτό περισσότερο μιλούσαν για τα νέα τού χωριού, για τις δουλειές και για τον καιρό. Μα όπως φαίνεται, ήταν κι ένας άλλος λόγος. Αργότερα τον μάντεψα. Ήξεραν τι με περίμενε.
Μια μέρα ήρθε στο σπίτι μας η Αϊσέ και μού έφερε ένα ποτήρι ανθόγαλα. Μόλις δρασκέλισε το κατώφλι αισθάνθηκα μεγάλη ντροπή. Δεν ήξερα τι να πω. Έστεκα σιωπηλή στο κρεβάτι. Μα η Αϊσέ μού είπε:
– Μη τα σκέφτεσαι όσα συνέβηκαν, Τολγκονάη. Συγχώρεσέ με για την τοτινή μου αδυναμία και να ξέρεις πως δεν είμαι θυμωμένη μαζί σου. Για σένα, αν χρειαστεί, θα δώσω και τη ζωή μου χωρίς να τη λυπηθώ. Ο Μπεκτάς μου θα βοηθάει τώρα και τα δυο σπίτια. Εσένα Τολγκονάη, σ’ αγαπάει περισσότερο κι από μένα.
Και γω χαίρουμαι γι’ αυτό, γιατί δείχνει πως θα γίνει καλός άνθρωπος.
– Εγώ τής είπα μονάχα:
– Σ’ ευχαριστώ, Αϊσέ, για τα καλά σου λόγια.
Το πρωί τής άλλης μέρας αισθάνθηκα καλύτερα και βγήκα στην αυλή κάτι να νοικοκυρέψω. Κουράστηκα όμως γρήγορα και κάθησα σ’ ένα καναπέ να ζεσταθώ λίγο στον ήλιο. Η Αλιμάν ήταν στο σπίτι. Έπλενε τα ρούχα. Της είχα πει να πάει στη δουλειά, αυτή, όμως μου απάντησε, πως ο ίδιος ο πρόεδρος τής είπε να μείνει ακόμα λίγες μέρες στο σπίτι να μη μ’ αφήσει μόνη.
Κείνη την άνοιξη η μεγάλη γέρικη μηλιά, την είχε φυτέψει ο ίδιος ο Σουβάνκουλ, είχε πάρα πολλά λουλούδια, λες και είχε πάρει καινούργια δύναμη, λες κι είχε ξανανιώσει. Όταν τα περιβόλια ανθίζουν κι ο αέρας είναι καθαρός και διάφανος ο άνθρωπος αισθάνεται σα να βγάζει φτερά. Καθόμουν έτσι και θαύμαζα τη θέα. Κείνη τη στιγμή ξετρύπωσε ξαφνικά ο γέρο Τεμιρτσιάλ ο ταχυδρόμος μας. Καλημέρα, Τολγκονάη. Πώς είσαι; με ρώτησε. Μα παρά τη συνήθειά του σα να βιαζόταν, σα να μην ένοιωθε στα νερά του, έβηχε δυνατά και παραπονιόταν για το βήχα του. Κρύωσα την περασμένη εβδομάδα, είπε, και έπειτα, έτσι ξεκρέμαστα μου λέει:
– Νομίζω πως έχεις ένα γράμμα. Και το έβγαλε από την τσάντα.
Εγώ πικράθηκα με την αδιαφορία του αυτή.
– Γιατί δε μού το είπες αμέσως; Από ποιόν είναι;
– Μου φαίνεται από το Μεσελμπέκ, ψιθύρισε.
Από τη χαρά μου στην αρχή δεν πρόσεξα, πως το γράμμα δεν ήταν όπως συνήθως τριγωνικό. Ήτανε ένας λευκός σκληρός φάκελος με γράμματα του τύπου. Κείνη την ώρα ζύγωσε με τις πατερίτσες του ο γείτονάς μας ο Μπεκτουρσούν, τραυματίας του μετώπου. Εγώ σαν τον είδα, συλλογίστηκα, πως το λαβωμένο πόδι του πήγαινε χειρότερα, μόλις το έσερνε. Ερχόταν συχνά σε μας και κουβεντιάζαμε. Ο Μπεκτουρσούν χαιρέτισε και πήρε το φάκελο. Είναι από το Μεσελμπέκ; είπε.
– Γιατί τρέμουν τα χέρια σου; Μη στέκεσαι στα δεκανίκια, κάθισε και διάβασέ το τον παρακάλεσα.
Κάθισε με δυσκολία στο στρωσίδι, γιατί το πόδι του δε λύγιζε. Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε το φάκελο κι άρχισε να διαβάζει. Αχ, γιόκα μου! Απ’ τις πρώτες λέξεις όλα τα κατάλαβα.
«Θέλω να με καταλάβεις μάνα, μού έγραφε ο Μπεσελμπέκ. Με τον καιρό θα με καταλάβεις και θα πειστείς, πως έκανα καλά έτσι όπως έκανα. Μάλιστα. Οπωσδήποτε θα πεις ότι ο γιός μου φέρθηκε τίμια. Κι ωστόσο, μ’ όλο που θα με καταλάβεις, κάπου στο βάθος τής ψυχής σου θα κρύβονται τα λόγια, που δε μού είπες: «Πώς μπόρεσες, γιόκα μου, να αφήσεις έτσι τούτον τον κόσμο, τον γεμάτο φως; Γιατί σε γέννησα, γιατί σε μεγάλωσα;». Ναι. Είσαι μάνα κι έχεις δίκιο να με ρωτήσεις, όμως στις ερωτήσεις σου θα απαντήσει αργότερα η ιστορία. Τώρα μπορώ μόνο να σού πω, πως δεν είμαστε μείς που θελήσαμε τον πόλεμο, δεν τον αρχίσαμε εμείς, ότι ο πόλεμος ήταν μια μεγάλη συμφορά για όλους μας, για όλους τούς ανθρώπους. Και πρέπει να δώσουμε το αίμα μας, τη ζωή μας, για να συντρίψουμε, για να εξοντώσουμε αυτό το τέρας. Αν δεν το κάνουμε αυτό, τότε δεν θα είμαστε άξιοι να φέρουμε το όνομα Άνθρωπος. Δεν ονειρεύτηκα ποτέ να κάνω κατορθώματα στον πόλεμο. Τοιμαζόμουν για το πιο σεμνό επάγγελμα. Ήθελα να γίνω δάσκαλος. Αυτό ήταν το όνειρό μου. Όμως, αντί να κρατάω την κιμωλία και το χάρακα, αναγκάστηκα να πάρω το ντουφέκι και να γίνω στρατιώτης. Δε φταίω εγώ γι’ αυτό. Τέτοια είναι η εποχή μας. Δεν πρόλαβα να κάνω ούτε ένα μάθημα..
Ύστερα από μια ώρα θα πάω να εκπληρώσω μια αποστολή που μου ανάθεσε η πατρίδα. Δεν πιστεύω να γυρίσω ζωντανός. Πάω εκεί για να γλυτώσω τη ζωή πολλών συντρόφων μου. Πάω για το λαό, για τη νίκη, για ό,τι ομορφότερο έχει μέσα του ο άνθρωπος.
Αυτό είναι το τελευταίο μου γράμμα, αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια, μάνα! Χίλιες φορές θα επαναλαβαίνω το γλυκό σου όνομα και θα μείνω για πάντα χρεώστης σε σένα. Συχώρα με μάνα, για τον πόνο, που θα σου δώσω. Όμως, πρέπει να με καταλάβεις, μάνα, δεν πρόκειται για άσκοπη θυσία, όχι. Έτσι με έμαθε να ζώ η ίδια η ζωή. Κι αυτό είναι το πρώτο και τελευταίο μάθημά μου στα παιδιά, που θα μάθαινα γράμματα. Πάω με τη θέλησή μου, με την πεποίθησή μου. Είμαι περήφανος, γιατί εκπληρώνω το πιο υψηλό χρέος μου απέναντι στους ανθρώπους.
Μην κλαις, μάνα, κανένας να μην κλάψει. Σε τέτοιες περιπτώσεις κανένας δεν πρέπει να κλαίει.
Συχώρα με, μάνα. Σ’ αφήνω γειά.
Γειά – χαρά σας καλά μου βουνά — Αλά-Τόο! Πόσο σάς αγαπούσα!
Το παιδί σου, υπολοχαγός Μεσελμπέκ Σουβάνκουλ δάσκαλος.
Ζώνη επιχειρήσεων, 9 του Μάρτη 1943, ώρα 12 νυχτερινή».
Σαν μέσα σ’ ένα φοβερό όνειρο σήκωσα το κεφάλι μου. Η αυλή είχε γεμίσει κόσμο. Στέκονταν όλοι σιωπηλοί. Κανένας δεν έκλαιγε. Ο Μεσελμπέκ είχε παρακαλέσει να μην κλάψει κανείς.
Οι γυναίκες, πιάνοντάς με από τα χέρια, με σήκωσαν. Κι όταν στάθηκα στα πόδια μου, ο αέρας τίναξε τη μηλιά κι έπεσε ένα σύννεφο άσπρα λουλούδια. Έπεφταν απαλά στα κεφάλια μας, ραίνοντάς τα. Πάνω απ’ τη μηλιά μας, πάνω απ’ τις άσπρες κορφές των μακρινών βουνών απλωνόταν απέραντος, ο ατέλειωτος γαλάζιος ουρανός. Μέσα, όμως στην ψυχή μου στριφογύριζε μια κραυγή. Μου ερχόταν να σκούξω, μα δεν έσκουξα, τηρούσα την τελευταία επιθυμία του γιου μου: με είχε παρακαλέσει να μην κλάψω. Δεν ξέρω τι έκανε η Αλιμάν. Την είδα νάρχεται αργά προς εμένα με απλωμένα τα χέρια. Ήρθε πολύ κοντά, με κοίταξε στα μάτια, έπειτα, γύρισε κι απομακρύνθηκε σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια.
Έτσι έχασα το δεύτερό μου παιδί. Μου έμεινε μόνο το καπέλο του.