Γκυστάβ Λε Μπον – Ψυχολογώντας το φόβο για τις μάζες
Αντιλαμβανόμενος πως η ελεγχόμενη κατάσταση στο εργατικό κίνημα δε θα παρέμενε τέτοια εσαεί, χτυπούσε το καμπανάκι στην αστική τάξη της χώρας του, αλλά και διεθνώς, να συσπειρωθεί και να ετοιμαστεί για τη βέβαιη αμφισβήτηση της εξουσίας της που επερχόταν στο όχι μακρινό μέλλον.
Λίγα έργα ψυχολογίας έχουν διαβαστεί όσο “Η Ψυχολογία των μαζών” του Γκυστάβ Λε Μπον, ένα έργο – σταθμός για την εξέλιξη αυτού που ονομάστηκε κοινωνική ψυχολογία και παράλληλα ένα βιβλίο απόλυτα ενδεικτικό για τα άγχη της γαλλικής – και όχι μόνο – αστικής τάξης μπροστά στη συνεχή εμπέδωση των μαζών – και μάλιστα, προϊόντος του χρόνου με πρωταγωνιστικό το ρόλο της εργατικής τάξης – ως καθοριστικού πολιτικού παράγοντα και φορέα διεκδικήσεων.
Ο Λε Μπον γεννήθηκε στο Nogent-le-Rotrou στις 7 Μαΐου 1841 σε οικογένεια με καταγωγή από τη Βρετάνη. Ο πατέρας του ήταν κυβερνητικός αξιωματούχος και η μητέρα του ήταν αρκετά χρόνια νεότερη. Ο Λε Μπον σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, κρατώντας τον τίτλο του δόκτορα χωρίς ωστόσο να ασκήσει ποτέ πρακτικά το επάγγελμα του γιατρού πέραν της στρατιωτικής του θητείας, αν και ασχολήθηκε με τη συγγραφή ιατρικών συγγραμμάτων, ανάμεσά τους και για τη διαδικασία της σεξουαλικής αναπαραγωγής.
Υπηρετώντας ως στρατιωτικός γιατρός στο γαλλικό στρατό, ο Λε Μπον έζησε από κοντά την ταπεινωτική ήττα της χώρας και της αστικής της τάξης στο γαλλοπρωσικό πόλεμο τον Ιούλη του 1870, ενώ για τις υπηρεσίες του μετά τον πόλεμο του αποδόθηκε ο τίτλος του ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Καθοριστικό για την ιδεολογική του διαμόρφωση υπήρξε φυσικά και ορόσημο της Παρισινής Κομμούνας του 1871, που προκάλεσε φρίκη στον 31χρονο τότε Λε Μπον, που πέρασε το υπόλοιπό της ζωής του μαχόμενος κατά των σοσιαλιστικών ιδεών, αλλά και των φιλειρηνιστών κάθε απόχρωσης, τους οποίους κατηγορούσε πως υπονομεύουν τη στρατιωτική και βιομηχανική ανάπτυξη της Γαλλίας. Τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μάλιστα, ο Λε Μπον ξεκαθάριζε κυνικά πως “μόνο λαοί με πολλά κανόνια έχουν το δικαίωμα να είναι φιλειρηνιστές”. Ο ίδιος είχε αποφύγει νωρίτερα να πάρει θέση στη διαβόητη υπόθεση Ντρέιφους που συντάραξε τη χώρα, στάση που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με ανοχή στη σκευωρία που είχε εξυφάνει ο γαλλικός στρατός σε βάρος του εβραϊκής καταγωγής αξιωματικού.
Δεν προκαλεί έκπληξη που ο Λε Μπον ενστερνίστηκε φυλετιστικές ιδέες, πραγματοποιώντας ταξίδια σε Ευρώπη, Ασία και Βόρεια Αφρική, για την πραγματοποίηση κρανιομετρήσεων σε απομονωμένους λαούς, δημοσιεύοντας το 1879 έργο με το οποίο συνέδεε τον όγκο του εγκεφάλου με την ευφυΐα, έργο που του έφερε η βράβευση από τη Γαλλική Ακαδημία Επιστημών, αφού εναρμονιζόταν πλήρως με τις κυρίαρχες αντιδραστικές ιδέες της άρχουσας τάξης που την ίδια εποχή δικαιολογούσε με τέτοια “βιολογικά” επιχειρήματα την αποικιακή της δράση σε βάρος άλλων λαών.
Τη δεκαετία του 1880 συνέχισε να πραγματοποιεί μακρινά ταξίδια στην Ασία, ανάμεσά τους στην Ινδία και το Νεπάλ, όπου καταγράφηκε ως πρώτος Γάλλος που επισκέφθηκε τη χώρα. Οι εντυπώσεις του για τους λαούς που συνάντησε καταγράφονται σε μια σειρά βιβλίων που εξέδωσε, όπου ο θαυμασμός του για πτυχές των πολιτισμών που είδε και η προτροπή στις αποικιακές αρχές να μην επιχειρούν την αφομοίωση των ντόπιων πληθυσμών συνυπάρχει με διάφορες προκαταλήψεις θρησκευτικού και εθνοτικού χαρακτήρα, καθώς και τη βαθιά του πεποίθηση πως ο πολιτισμός αποτελεί κυρίως προϊόν βιολογικών κληρονομούμενων χαρακτηριστικών μοναδικών σε κάθε φυλή.
Μετά από ένα ατύχημα το 1892, όταν πέφτοντας από ένα άλογο κόντεψε να σκοτωθεί, ξεκίνησε να μελετά τη συμπεριφορά των αλόγων για να γράψει σύγγραμμα σχετικά με την ιππασία, οι παρατηρήσεις του ωστόσο πυροδότησαν και το ενδιαφέρον του για την ψυχολογία, οδηγώντας το 1894 στη δημοσίευση του έργου του “Ψυχολογικοί νόμοι της εξέλιξης των λαών”.
Τις αντιδημοκρατικές του πεποιθήσεις συνεχίζει να αναπτύσσει ο Λε Μπον στο επόμενο έργο του “Η Ψυχολογία του Σοσιαλισμού” (1896), όπου συναντά κανείς γνώριμα ως σήμερα αντισοσιαλιστικά κλισέ, όπως ότι ο σοσιαλισμός ανήκει στην κατηγορία των “θρησκευτικών δογμάτων”, ότι δεν έχει επιχειρήματα στο οικονομικό πεδίο κι ότι γι’ αυτό κάνει επίκληση στο συναίσθημα και σε ουτοπικά οράματα για το μέλλον. Μάλιστα, ο Λε Μπον, γράφοντας σε μια εποχή που η επανάσταση στη Γαλλία έμοιαζε μακριά από την ημερήσια διάταξη, θεωρούσε ως επιβλαβέστερη συνέπεια του σοσιαλισμού “όχι τις ακόμα πολύ αδύναμες αλλαγές που επέφερε στη λαϊκή ψυχή, αλλά στις ήδη μεγάλες αλλαγές που καθόρισε στην ψυχή της άρχουσας τάξης”, η οποία, ισχυρίζεται “δεν είναι πια σίγουρη για τα δίκια της”, “δεν είναι σίγουρη για τίποτε και δεν ξέρει να υπερασπιστεί τίποτε”. Αντιλαμβανόμενος πως η ελεγχόμενη κατάσταση στο εργατικό κίνημα δε θα παρέμενε τέτοια εσαεί, χτυπούσε το καμπανάκι στην αστική τάξη, της χώρας του, αλλά και διεθνώς, να συσπειρωθεί και να ετοιμαστεί για τη βέβαιη αμφισβήτηση της εξουσίας της που επερχόταν στο όχι μακρινό μέλλον.
Πέρα από τις ψυχολογικές και πολιτικές του μελέτες, ο Λε Μπον έδειξε ενδιαφέρον και για μια σειρά ζητήματα φυσικής, καταφέρνοντας να συζητηθεί το όνομά του ακόμα και για το Νόμπελ Φυσικής το 1903, μολονότι οι κυριότερες θεωρίες του αργότερα διαψεύστηκαν από τους επιστήμονες. Η επιρροή του Λε Μπον στη γαλλική πολιτική και πνευματική ελίτ της εποχής δεν μπορεί να υποτιμηθεί, καθώς είχε επαφές με πρωθυπουργούς της Γαλλίας, όπως ο Ραϊμόν Πουανκαρέ και ο Αριστίντ Μπριάντ, ποιητές όπως ο Πολ Βαλερί, αλλά και τον φιλόσοφο Ανρί Μπερξόν.
Μετά το 1908 ο Λε Μπον στράφηκε εκ νέου στην ψυχολογία, όντας πολυγραφότατος ως και το τέλος της ζωής του. Σταθερά πιστός στις αντεπαναστατικές του ιδέες, τάχθηκε ανοιχτά στο πλευρό του γαλλικού εθνικισμού στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, επαινώντας την “ομόνοια” του γαλλικού λαού και τις θυσίες που έκανε στο σύνολό του εν ονόματι της πολεμικής προσπάθειας, ευελπιστώντας αυτή η ομοψυχία, δηλαδή η ταξική συμφιλίωση να συνεχιζόταν και μετά το τέλος της σύρραξης.
Το τελευταίο του έργο ήταν το “Επιστημονικές βάσεις μιας φιλοσοφίας της ιστορίας” το 1931, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, στις 13 Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου, σε ηλικία ενενήντα ετών.