«Όχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Άδικο πολέμα!/ Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!/ Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα…»

Σαν σήμερα, 16 Δεκέμβρη, πριν από 46 χρόνια «έφυγε» ο μεγάλος κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης, αφήνοντας όμως άσβεστο πίσω του το φως που πάντα καίει…

«Όχι με λόγια, μ' έργα τ' Άδικο πολέμα!/ Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!/ Τ' άδικο μ' αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα…»

Σαν σήμερα, 16 Δεκέμβρη, πριν από 46 χρόνια «έφυγε» ο μεγάλος κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης, αφήνοντας όμως άσβεστο πίσω του το φως που πάντα καίει…

«Της ζωής μου τα δυο μεγάλα σφάλματα τα πλέρωνα εβδομήντα χρόνια. Πρώτο: ζητούσα την αλήθεια σ’ ό,τι μάθαινα· και δεύτερο: την έλεγα στα πλήθη». Έτσι έγραψε σ’ ένα απ’ τα τελευταία του ποιήματα («Ακροτελεύτιον») και έτσι έπραξε ο Κώστας Βάρναλης, ο πρώτος από τον κύκλο των ριζοσπαστικοποιημένων ποιητών του καιρού του, που μόλις τέσσερα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, με το έργο του «Φως που καίει» μετουσίωσε την κομμουνιστική ιδεολογία σε ποιητικό λόγο. Υπήρξε για τη χώρα μας ένας από τους πρώτους εισηγητές μιας νέας, σύγχρονης, πραγματικά πρωτοπόρας τέχνης όχι μόνο για την κομμουνιστική ιδεολογία που τη διαπνέει, αλλά και για την αισθητική της. Ο Βάρναλης, ανταμώνοντας με την κοσμοθεωρία του μαρξισμού – λενινισμού και τους κομμουνιστές, έκανε στην άκρη τη «βολή» του και τα «υψηλά» και «ιερά» ιδανικά της αστικής τέχνης και στρατεύτηκε με τα κομμουνιστικά ιδανικά. Έθεσε την ποίησή του στην υπηρεσία του λαού και έγινε «ξυπνητήρι» του.

«Οχι με λόγια, μ’ έργα τ’ Αδικο πολέμα!

Κι όχι μονάχος! Με τα πλήθη συνταιριάσου!

Τ’ άδικο μ’ αίμα θρέφεται! Πνίξε το με αίμα.

Κι άμα θα σπάσουν οι αλυσίδες τ’ αδερφού

η λευτεριά η δικιά του θάναι λευτεριά σου,

κι ανάγκη πια δεν θα ‘χεις κανενός Θεού!..».

Στην προσωπικότητα του Βάρναλη συναντήθηκαν οι θεμελιακές ιδιότητες ενός πνευματικού ηγέτη: Το ανήσυχο κι απείθαρχο πνεύμα, η διεισδυτική κριτική σκέψη, η πλατιά και αφομοιωμένη μόρφωση, η απουσία κάθε έννοιας μικροαστικής σεμνοπρέπειας, η μαχητικότητα, αλλά κι η ευαισθησία. Όλα μαζί αυτά του τα χαρίσματα συμμάχησαν, για να τον βοηθήσουν να συλλάβει μέσα στην ιστορική κίνηση του καιρού του το χαρακτήρα της εποχής μας -εποχής που αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τα πισωγυρίσματα της ιστορίας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό- και να γίνει ο βασικός λογοτεχνικός εκφραστής της, σημειώνεται μεταξύ άλλων στην εναρκτήρια εισήγηση του Επιστημονικού Συνεδρίου της ΚΕ του ΚΚΕ για τον Κώστα Βάρναλη.

Από τότε που τον κέρδισε η κομμουνιστική ιδεολογία, ο Βάρναλης έβαλε σκοπό της ζωής του να γίνει ο ποιητικός οργανωτής των διαθέσεων της εργατικής τάξης «για την κοινωνική της χειραφέτηση, για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και την πραγματοποίηση του δικού της πολιτισμού», όπως γράφει στα Φιλολογικά Απομνημονεύματά του. Με επαναστατικό πάθος ρίχνεται στην προσπάθεια να βοηθήσει «τις δυνάμεις του μέλλοντος να νικήσουν», για ν’ απαλλαγεί η ανθρωπότητα που βογκά από την αιτία της δυστυχίας της, το ξεπερασμένο και διαβρωμένο σε όλες του τις εκφράσεις κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Στόχος που προϋποθέτει η εργατική τάξη «να χωρίσει από τους κυρίους της», όπως τονίζει. Να αποκτήσει δηλαδή συνείδηση ως τάξη για τον εαυτό της, που αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία.

«Σεις οι δυνατοί -πρώτα της Γης κ’ ύστερα τ’ Ουρανού- δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατους. Τη δύναμή σας την κλέβετε από δάφτους. Κ’ ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του», λέει ο Μώμος – το προσωπείο του Βάρναλη στο «Φως που καίει» και συνεχίζει:

«Κ’ οι δυό σας δε λέτε την αλήθεια. Ο κόσμος δεν έχει αρχή. Δεν έχει δημιουργό. Ύπαρχε πάντα. Και γίνεται πάντα μοναχός του. 

Όσο για τον άνθρωποι, τον έπλασε… η μαϊμού! Κ’ εσάς οι άνθρωποι. Σας πλάσαν οι αφέντες της Γης “κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους”. 

Δουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατέβετε την Αδικία. Και μετά θάνατον; – Αέρας φρέσκος! 

Όξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορώνα και δίχως κορώνα) κι όξω από τη φαντασία των φοβισμένων και των ανίδεων, δεν υπάρχετε πουθενά…».

1912, στο Κράσι της Κρήτης. Κώστας Βάρναλης, Χαρίλαος Στεφανίδης, Νίκος Καζαντζάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη

1912, στο Κράσι της Κρήτης. Κώστας Βάρναλης, Χαρίλαος Στεφανίδης, Νίκος Καζαντζάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στις 26 Φλεβάρη 1883 στον Πύργο (Μπουργκάς). Το 1898 τελειώνει το Ελληνικό Σχολείο και συνεχίζει την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. Το 1902 έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία και εκεί παίρνει μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής της Δημοτικής. Το 1904 δημοσιεύονται ποιήματά του στα περιοδικά «Νουμάς» και «Ακρίτας», ενώ το 1905 εκδίδεται η ποιητική του συλλογή «Κηρήθρες».

Το 1908 παίρνει το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και ξεκινάει να εργάζεται στην εκπαίδευση. Εργάζεται για χρόνια ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Για βιοποριστικούς λόγους εργάζεται και ως δημοσιογράφος, ενώ από το 1910 ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση. Από το 1908 έως το 1918 δημοσιεύονται ποιήματά του σε πολλά περιοδικά.

Ο Κ. Βάρναλης, δάσκαλος της Γ' Τάξης Ελληνικών στα Μέγαρα, το 1911

Ο Κ. Βάρναλης, δάσκαλος της Γ’ Τάξης Ελληνικών στα Μέγαρα, το 1911

Το 1919 πηγαίνει στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολουθεί μαθήματα Φιλοσοφίας, Φιλολογίας και Κοινωνιολογίας. Από εκεί, τον Αύγουστο στέλνει και δημοσιεύεται στο περιοδικό «Μαύρος Γάτος» το ποίημά του «Προσκυνητής», ως «πρώτο άσμα» που υπόσχεται συνέχεια. Αυτή τη συνέχεια θα τη ματαιώσει, όταν υιοθετεί τις επαναστατικές ιδέες του Μαρξισμού, που τον διαμορφώνουν, όπως ο ίδιος λέει, σε αντιϊδεαλιστή.

Γράφει για εκείνη την περίοδο ο Δημήτρης Γληνός: «Η αστική Ελλάδα, που έσερνε πίσω της και τη μεγάλη μάζα του λαού, κάνοντας τη μεγάλη εξόρμησή της την πολεμική, είχε νικήσει σε δυο μεγάλους πολέμους μέσα σε λίγα χρόνια, στα 1912-13 και στα 1918. Τεράστια αυτοπεποίθηση είχε φουσκώσει περήφανα τα στήθια των Ελλήνων. Οι ραψωδοί της φυλής άρχισαν μεγαλόστομα να τραγουδούν τις νέες δόξες πλάι στις παλιές (…) Ο Βάρναλης απάνω σ’ αυτή τη στιγμή έρχεται στο Παρίσι. Είναι πια ώριμος ποιητής, κατέχει την τεχνική του στίχου, παίζει την αρμονία στα δάχτυλα κ’ η γλώσσα του είναι πλούσια και πολύχρωμη, μεστή από ολοζώντανα σύμβολα. Ο ορίζοντάς του, μόλις βγήκε από την Ελλάδα, πλαταίνει τεράστια. Θέλει τώρα να γίνει αυτός πνευματικός οδηγός του λαού του, να τραγουδήσει καλύτερ’ απ’ όλους τους άλλους, να σύρει τα πλήθη πίσω από την ορφική του λύρα.

Και γράφει τον “Προσκυνητή”. Και αμέσως αυτό το Άσμα πρώτο του ιδεαλισμού του ήτανε και το τελευταίο. Σε λίγον καιρό γίνεται μέσα του ένας τέτοιος τεράστιος κριτικός διαφωτισμός, όπου το σύμπαντο κυριολεχτικά αναποδογυρίζεται. Σχεδόν ταυτόχρονα ή αμέσως μετά τον “Προσκυνητή”, αρχίζει να γράφει “Το φως που καίει”.

Η κρίσιμη στιγμή φυσικά από καιρό ετοιμαζότανε μέσα του. Από τον καιρό που πρωτοήρθε στην Ελλάδα, από τον καιρό που έζησε το βαλκανικό πόλεμο και τον εθνικό θρίαμβο. Μιαν ανταρσία, μιαν αντίθεση με τα καθιερωμένα είχε πάντα μέσα του. Τώρα, όμως, στο Παρίσι, ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Μπαρμπύς τον επηρεάζουνε. Ακούει την κριτική των αριστερών για το μεγάλο πόλεμο. Και πέρα στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζει τις τεράστιες φλόγες της ρούσικης επανάστασης.

Και τότε γίνεται μέσα του η οριστική μεταστροφή. Ο νατουραλισμός του, η επικούρεια διάθεσή του, που δεν έβρισκαν τρόπο να συνδυαστούν αρμονικά με μια ποίηση εθνική, θρησκευτική και ιδεαλιστική, βρέθηκαν συνταιριασμένοι εξαίρετα με τη φλογερή σαρκαστική ορμή, που ξυπνάει τώρα μέσα του και με το διαλεχτικό ματεριαλισμό, που καταχτάει το νου του σαν ένα ψυχόρμητο. Ο Βάρναλης βρήκε τον αληθινό εαυτό του. Οι ιστορικές συμβολικές μορφές, που αγωνιζότανε μάταια να τις συλλάβει και να τις αναστήσει μέσα στη θολή και ψεύτικη ατμόσφαιρα του ιδεαλισμού, ξύπνησαν ολοζώντανες, γέμισαν από νόημα ανθρώπινο, πήρανε σάρκα και χρώμα και πνοή μόλις τις αντίκρισε ρεαλιστικά και επαναστατικά».

Παρίσι, 1923. Ο Κώστας Βάρναλης μαζί με τον Νίκο Χατζηκυριάκο - Γκίκα και τον Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριάντ)

Παρίσι, 1923. Ο Κώστας Βάρναλης μαζί με τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα και τον Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριάντ)

Το καλοκαίρι του 1921, στην Αίγινα, γράφει «Το φως που καίει», το οποίο εκδίδεται το 1922 στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας.

Το 1922 δημοσιεύει τους «Μοιραίους» στο περιοδικό της  ΟΚΝΕ, «Νεολαία» και το ποίημα «Λευτεριά» στο περιοδικό «Μούσα». Το 1923 ξεκινάει η εθελοντική συνεργασία του με τον «Ριζοσπάστη». Με νέα υποτροφία ξαναφεύγει στο Παρίσι. Το 1924 επιστρέφει και διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Δημήτρη Γληνού.

Το 1925 εκδίδει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική». Ενώ εργάζεται στην Παιδαγωγική Ακαδημία, τιμωρείται στις 23 Φλεβάρη με εξάμηνη παύση για προσβολή της Παναγίας και της πατρίδας στα έργα του «Το φως που καίει» και «Ο λαός των μουνούχων». Οι συγκεκριμένοι στίχοι του αποτέλεσαν την αφορμή για το ξέσπασμα των «Μαρασλειακών». Για τη συμμετοχή του στα «Μαρασλειακά», μετά τη λήξη της παύσης του, τιμωρείται με δυσμενή μετάθεση στα Χανιά. Επειδή δεν αποδέχεται τη μετάθεση, απολύεται οριστικά. Φεύγει για τρίτη φορά στο Παρίσι, απ’ όπου στέλνει ανταποκρίσεις στην εφημερίδα «Πρόοδος».

Το 1927 εκδίδεται η ποιητική σύνθεση «Σκλάβοι Πολιορκημένοι». Παράλληλα, συνεργάζεται, με θεωρητικά κείμενα, στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δ. Γληνού. Το 1928 ξεκινάει να γράφει λήμματα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του «Πυρσού». Το 1929 παντρεύεται την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου.

Στις 3/6/1929 διαμαρτύρεται με κείμενο δημοσιευμένο στον «Ριζοσπάστη» για την εφαρμογή του Ιδιώνυμου στους φοιτητές.

Στις 13/12/1930 υπογράφει έκκληση διανοούμενων για τη σωτηρία των κομμουνιστών φαντάρων στο Καλπάκι.

Με τη γυναίκα του, Δώρα Μοάτσου - Βάρναλη

Με τη γυναίκα του, Δώρα Μοάτσου – Βάρναλη

Το 1932 εκδίδεται η «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Την ίδια χρονιά, μαζί με 29 ακόμα διανοούμενους, υπογράφει το Αντιπολεμικό Μανιφέστο.

Γράφει ο ίδιος ο Βάρναλης στον πρόλογο της 5ης έκδοσης της «Αληθινής απολογίας του Σωκράτη» το 1956: «Μερικοί παρεξηγήσανε το σκοπό και πνέβμα του έργου. Νομίζανε πως μ’ αφτό χλεβάζεται η “αρχαία Ελλάδα” κι ο μεγάλος φιλόσοφος Σωκράτης. Λάθος. Η Ελλάδα της παρακμής κι ο θεωρητικός της αντίδρασης χρησιμέψανε για πρόσχημα να χτυπηθεί η παρακμή κ’ η αντίδραση της εποχής μας.

Το Σωκράτη, το τέκνο του λαού, που στάθηκεν εχθρός του λαού και καταφρονετής της δημοκρατίας, τον κατηγορήσανε τρεις, αλλά τον καταδίκασε ο λαός. Το δικαστήριο της Ηλιαίας με τα πεντακόσια μέλη του ήτανε δικαστήριο λαϊκό. Αλλά γιατί τον καταδίκασε ο λαός; Όταν ο Θρασύβουλος με τους φυγάδες δημοκρατικούς λεφτέρωσε την πατρίδα και παλινόρθωσε την κυριαρχία του λαού, οι παθοί δεν μπορούσανε να ξεχάσουνε τα εγκλήματα των Τριάντα Τυράννων, που είταν εγκάθετοι του Λύσανδρου και στηρίγματα της ολιγαρχίας. Κ’ οι παθοί τούτοι μισούσανε και φοβόντουσαν τους εχθρούς της δημοκρατίας και φίλους των “σπαρτιατικών ηθών”. Κ’ ένας απ’ αφτούς κι απ’ τους σημαντικότερους είτανε κι ο Σωκράτης, ο δάσκαλος των προδοτών Αλκιβιάδη και Κριτία. 

Αλλ’ αφτά τα “ιστορικά” δεν είναι το θέμα του βιβλίου. Η πρωτοτυπία του είναι τούτη: Ο Σωκράτης ο ίδιος αναγνωρίζει τα λάθη και τις ζημιές της διδασκαλίας του. Κι αφού κοροϊδέψει τους δημοκρατικούς της δουλοχτησίας, πάει πιο μπροστά απ’ αφτούς και γίνεται κήρυκας της πανανθρώπινης λεφτεριάς».

Το 1933 επανεκδίδεται το «Φως που καίει» με ουσιαστικές βελτιώσεις.

Το 1934, ο Κώστας Βάρναλης ταξιδεύει στη Μόσχα, όπου μαζί με τον Δημήτρη Γληνό λαμβάνει μέρος στο Α’ Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων (17 Αυγούστου – 1 Σεπτέμβρη). Ο Βάρναλης μένει στην πόλη περίπου ένα μήνα, ζητώντας να επισκεφτεί πολλά μέρη, πέρα από τις εργασίες και τις εκδηλώσεις στο πλαίσιο του Συνεδρίου (στα άρθρα του αυτό αναφέρεται και ως Φεστιβάλ). Τα άρθρα που περιγράφουν τις εντυπώσεις του, δημοσιεύονται στα τέλη Σεπτέμβρη – αρχές Νοέμβρη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Άνθρωπος» με τον γενικό τίτλο «Τι είδα εις την χώραν των Σοβιέτ».

Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από αυτές του τις εντυπώσεις για το σοβιετικό σχολείο: «Το διδαχτικό προσωπικό (που είνε πολυπληθέστατο) είνε στη θέση του από τις 15 Αυγούστου και προπαρασκευάζεται για το σχολικό έτος. Την 1η Σεπτεμβρίου το πρωί όλα τα παιδιά είνε παρόντα στο σχολείο. Τους δίνουμε τα τετράδιά τους κτλ. Από τα 1.100 παιδιά μονάχα τα 12 λείψανε! Κι αυτά στείλανε “επείγοντα” γράμματα αεροπορικώς ή τηλεγραφήματα, πως σε 2-3 μέρες θα έρθουν από την εξοχή όπου είνε με τους γονείς των, άλλα στον Καύκασο, άλλα στη Γιάλτα κτλ. Φοβούνται μήπως άλλα παιδιά τους πάρουνε τη θέση. Και πώς να μη συλλογιστή κανείς το δικό μας εκπαιδευτικόν… αραμπά, που οι εγγραφές και οι εξετάσεις βαστάνε ένα… εξάμηνο και οι παραδόσεις; πότε επιστράτεψη, πότε πρόσφυγες, πότε πλημμυροπαθείς…, πότε …τύφος, μόλις γίνονται ένα μήνα και σε “ξένη” γλώσσα, την καθαρεύουσα, που είνε χειρότερη κι από επιστράτεψη κι από τύφο! (…) Τη 2α Σεπτεμβρίου το πρωί αρχίζουνε ταχτικά τα μαθήματα. Εννοείται, ούτε χαρτόσημα εγγραφής, ούτε μυθικές τιμές βιβλίων – έμμεσος τρόπος για ν’ αριστοκρατικοποιήται η εκπαίδευση του Λαού. Τα φτωχά μάλιστα παιδιά παίρνουνε το πρωινό τους ή το βραδυνό τους φαγί τζάμπα, τα βιβλία τους τζάμπα, παπούτσια και ρούχα τζάμπα. Σ’ αυτό το σχολείο υπάρχουνε 200 τέτια φτωχά παιδιά, δηλ. το 1/5 όλου του αριθμού. (Στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας επάνω σε 5 χιλ. φοιτητές οι 4 χιλ. είνε… υπότροφοι του Κράτους, δηλ. τα 80%). Αυτή είνε πραγματικά λαϊκή παιδεία».

Μόσχα, 1934. Ο Κ. Βάρναλης με τον Δ. Γληνό και τον Θ. Κανονίδη, στο Α' Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων

Μόσχα, 1934. Ο Κ. Βάρναλης με τον Δ. Γληνό και τον Θ. Κανονίδη, στο Α’ Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων

Το 1935 συνεργάζεται με τον «Ριζοσπάστη» και τους «Νέους Πρωτοπόρους». Συμμετέχει στο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων στο Παρίσι και γράφει τις εντυπώσεις του στα «Νεοελληνικά Γράμματα». Από τον Οκτώβρη μέχρι και τον Δεκέμβρη, εξορίζεται μαζί με τον Δ. Γληνό στον Άη Στράτη και στη Λέσβο. Ο Βάρναλης βγήκε από την εξορία πιο δυναμωμένος, όπως δείχνουν και τα γραπτά του, ανάμεσά τους οι στίχοι του από το ποίημα «Οχτώβρης» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα τοίχου των εξόριστων του Άη Στράτη, την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης: Απ’ τα μπουντρούμια και την εξορία η νέα του κόσμου ξεκινά Ιστορία.

Το καράβι που μετέφερε εξόριστους στον Άη Στράτη. Στην κάτω σειρά, με τον μπερέ ο Δ. Γληνός και με την τραγιάσκα ο Κ. Βάρναλης

Το καράβι που μετέφερε εξόριστους στον Άη Στράτη. Στην κάτω σειρά, με τον μπερέ ο Δ. Γληνός και με την τραγιάσκα ο Κ. Βάρναλης

Το 1936 γίνεται μόνιμος συνεργάτης του «Ριζοσπάστη» μέχρι τη δικτατορία Μεταξά (4 Αυγούστου 1936). Η δικτατορία απαγορεύει τα βιβλία του. Στον ίδιο δεν επιτρέπεται να δημοσιογραφεί. Αναγκάζεται να γράφει ανυπόγραφα ή με διάφορα ψευδώνυμα.

Το 1940 συλλαμβάνεται από την Ασφάλεια. Ο Μανιαδάκης τον απειλεί με εξορία αν συνεχίσει να γράφει κατά του φασισμού. Ο Βάρναλης δεν πτοείται και συνεχίζει να γράφει αντιφασιστικά κείμενα. Το 1941, με γενικό τίτλο «Από τις σκοτεινές σελίδες της Ρώμης» δημοσιεύει πορτρέτα Ρωμαίων αυτοκρατόρων, μέσα από τα οποία συνεχίζει την αντιφασιστική αρθρογραφία του. Το 1942-1944 συμμετέχει στο ΕΑΜ. Από το 1944 έως το 1947 γράφει τακτικά στον «Ριζοσπάστη», στον «Ρίζο της Δευτέρας» και την «Κομμουνιστική Επιθεώρηση».

Το 1955 υπογράφει την ιδρυτική διακήρυξη της ΕΕΔΥΕ. Το 1956 εκλέγεται στο Γενικό Συμβούλιο της ΕΔΑ από την Α’ Πανελλαδική της Συνδιάσκεψη. Γιορτάζονται τα λογοτεχνικά πενηντάχρονά του από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών.

Το 1959, στη Μόσχα, του απονέμεται το Βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη, για τη συμβολή του στον παγκόσμιο αγώνα για την ειρήνη. Αναφερόμενος στην κατηγορία ότι ανήκει στη «στρατευμένη Τέχνη», απάντησε με αυτά τα σταράτα λόγια: «…το δόγμα “η Τέχνη δεν κάνει πολιτική” διαψεύδεται από τα πράγματα. Ο Αριστοφάνης, ο Ντάντες, ο Θερβάντες, ο Ζολά, ο Τολστόι κάνουνε πολιτική. Πολιτική κατά των “κακώς κειμένων”. Πολιτική έξω απ’ τα δόντια. Ποιος μυθολόγος της εξωπολιτικής Τέχνης θα ‘χει το κουράγιο να υποστηρίξει πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι δημιουργοί του λόγου; Να, λοιπόν, μια απόδειξη πως η Τέχνη μπορεί να κάνει πολιτική, χωρίς να πάψει να ‘ναι Τέχνη και μάλιστα τρισμεγάλη. Ζήτημα, λοιπόν, υπάρχει μόνο για το ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην Τέχνη και την απλώνει στο χώρο και στο χρόνο και ποια πολιτική τη χαλάει, τη σκοτώνει και τη μεταβάλλει σε καπνό χωρίς φλόγα…».

1959. Ο Κώστας Βάρναλης, στη Μόσχα, κατά την απονομή του «Βραβείου Λένιν για την Ειρήνη»

1959. Ο Κώστας Βάρναλης, στη Μόσχα, κατά την απονομή του «Βραβείου Λένιν για την Ειρήνη»

Το 1961 προτείνεται από την Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Εθνική Εταιρία Λογοτεχνών προτείνει τον Η. Βενέζη και τον Σ. Μυριβήλη. Το 1964 αναγορεύεται σε επίτιμο πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Στις 16 Δεκέμβρη 1974 ο Κώστας Βάρναλης φεύγει από τη ζωή. Η κηδεία του έγινε στις 18 Δεκέμβρη στο Α’ Νεκροταφείο.

Ο Βάρναλης συντάχθηκε με τους πρωτοπόρους διανοούμενους, τους φοιτητές, τους εργάτες και η μαρξιστική ιδεολογία άνοιξε νέους ορίζοντες στην ποίησή του. Ο ποιητής πλαστουργός μιας «νιας ζωής» που με το όραμα και τον αγώνα μεταμορφώνει τις συνειδήσεις και τις διαπαιδαγωγεί. Συνήθως, ο λόγος περιστρέφεται γύρω από τον Βάρναλη ποιητή ή και τον πεζογράφο. Όμως, πίσω από τον λογοτέχνη βρίσκεται ο φιλόσοφος, ο στοχαστής αγωνιστής, ο οποίος από τη στιγμή που εγκαταλείπει τη διονυσιακή, την αισθησιακή τάση, δίνει στην ποίησή του αποκλειστικά κοινωνικό περιεχόμενο. «Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ’ είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ’ αυτί, για ν’ αφουγκράζεσαι πίσω απ’ τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μάς έδειξες», θα πει για τον Κώστα Βάρναλη ο Γιάννης Ρίτσος.

«Σ’ όλη τη ζωή του δασκάλου, του λογοτέχνη και

του δημοσιογράφου, ποτέ ούτε έκανα ούτε έγραψα

τίποτα παρά τη συνείδησή μου ή εναντίον του λαού,

εναντίον της ελευθερίας του και των δικαιωμάτων του»

πό το γράμμα του, το 1966, στη βράβευσή του από τους δημοσιογράφους).

Ο αγώνας και η φροντίδα για να κατακτήσει η εργατική τάξη την αυτογνωσία της, είναι ο πυρήνας της ώριμης τέχνης του Βάρναλη. Κι αυτός είναι μαζί ο λόγος που διατηρεί και θα διατηρεί αμείωτη τη ζωντάνια της για όσον καιρό ακόμα θα συνεχίζεται η πάλη των τάξεων. Ώσπου δηλαδή «να περάσουμε το γεφύρι», όπως λέει ο Μώμος και να πληθύνουν τόσο οι συνειδητοποιημένοι Μώμοι που να κάνουν αυτού του είδους την ποίηση ολότελα περιττή. 

Δείτε το βίντεο – αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη, από το αρχείο της τηλεόρασης του «902»:

902.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: