-Τα Χριστούγεννα θα έχουμε σπίτι τη γιαγιά μου. -Εμείς θα έχουμε γαλοπούλα γεμιστή…
Υπήρχε μια ουρά με παιδάκια που περίμεναν να μιλήσουν στον Αϊ-Βασίλη και στην ουρά ήταν και ένας μεγάλος, ένας κύριος που έμοιαζε θυμωμένος και που κρατούσε από το χέρι ένα πολύ μικρό παιδί, που έκλαιγε και που φώναζε πως φοβόταν και πως δεν ήθελε να του κάνουν πάλι εμβόλιο.
Τα Χριστούγεννα είναι πάντα τέλεια, όταν έχεις να διαβάσεις μια χριστουγεννιάτικη ιστορία του μικρού Νικόλα από το χέρι του Γκοσινί, που μας δίνει όλο το πακέτο: γέλιο, τροφή για σκέψη, εύστοχα σχόλια, ακόμα και μια “προφητεία” -υπό το φως της συγκυρίας- για τα εμβόλια…
Πριν τα Χριστούγεννα είναι υπέροχα
Συνήθως, ο μπαμπάς μου λέει πως ο Αϊ-Βασίλης είναι πολύ φτωχός και πως δεν μπορεί να μου φέρει όλα αυτά τα τρομερά πράγματα που του ζητάω, αλλά φέτος θα είναι υπέροχα, γιατί ο μπαμπάς μου υποσχέθηκε πως θα έχω ό,τι ζητήσω.
Σήμερα ήταν η τελευταία μέρα του σχολείου πριν τις διακοπές. Ο Ζοφρουά έχει έναν πολύ πλούσιο μπαμπά, που του αγοράζει πράγματα όλο το χρόνο κι εμείς φυσικά δε ζηλεύουμε γιατί ο Ζοφρουά είναι φίλος μας, αλλά δεν είναι δίκαιο αυτός ο χαζός να παίρνει συνεχώς δώρα ενώ εμείς να παίρνουμε δώρα μόνο στα γενέθλιά μας, τα Χριστούγεννα και όταν ερχόμαστε πρώτοι στα διαγωνίσματα, πράγμα όμως που δε συμβαίνει συχνά, γιατί πρώτος είναι πάντα ο Ανιάν, που είναι το χαϊδεμένο της δασκάλας.
Ο Ζοφρουά δεν πρόλαβε να μας μιλήσει για τα γυαλιά αεροπόρου που του πήραν, γιατί χτύπησε το κουδούνι και αναγκαστήκαμε να μπούμε στη σειρά για να πάμε στην τάξη. Και στην τάξη, η δασκάλα θύμωσε γιατί ο Ζοφρουά κι ο Εντ μιλούσαν μεταξύ τους.
-Ζοφρουά! Εντ! φώναξε η δασκάλα. Θέλετε να μείνετε τιμωρία όλα τα Χριστούγεννα στο σχολείο;
-Εγώ δεν μπορώ, κυρία, είπε ο Ζοφρουά. Φεύγω αύριο για σκι στο βουνό.
-Σιγά, αν είσαι τιμωρία, είπε ο Εντ, θα μείνεις στο σχολείο όπως κι εγώ και δε θα φύγεις, είναι απλό!
-Α, έτσι; είπε ο Ζοφρουά. Ο πατέρας μου έχει κλείσει δωμάτια στο ξενοδοχείο και θέσεις στο τρένο, άμα θες να ξέρεις!
-Ησυχία! φώναξε η δασκάλα. Είσαστε ανυπόφοροι!… Νικόλα, ελπίζω να μη σε ενοχλεί που μιλάω την ώρα που μιλάς κι εσύ… Μα τι έχετε πάθει σήμερα, δε σας αντέχω! Μία λέξη ακόμα και όλη η τάξη θα μείνει τιμωρία, Χριστουγεννιάτικα!
-Βλέπεις! είπε ο Εντ.
Και η δασκάλα έβαλε τον Εντ και το Ζοφρουά τιμωρία όρθιους, από τη μια και από την άλλη μεριά του πίνακα. γιατί οι γωνιές της τάξης ήταν πιασμένες από τον Κλοτέρ, που είχε σηκωθεί για μάθημα -αυτός πηγαίνει πάντα στη γωνία, στο βάθος, όταν σηκώνεται για μάθημα- και το Ρούφους, που είχε πετάξει ένα χαρτάκι στο Μεξάν, όπου είχε γράψει, “Στο διάλειμμα πρέπει να σου μιλήσω” και η δασκάλα είχε δει το χαρτάκι και δεν της αρέσει να πετάμε χαρτάκια στην τάξη. Λέει πως αν έχουμε κάτι σημαντικό να πούμε, μπορούμε να περιμένουμε το διάλειμμα για να το πούμε. Και μετά, χτύπησε το κουδούνι και η δασκάλα μας άφησε όλους να βγούμε έξω, ακόμα και τους τιμωρημένους. Είναι πολύ καλή η δασκάλα και επιπλέον μου φαίνεται πως της αρέσει να μένει πού και πού μόνη στην τάξη.
Στην αυλή, ο Μεξάν ρώτησε το Ρούφους τι ήταν αυτό που ήθελε να του πει, αλλά ο Ρούφους του είπε πως δε λέει τίποτα στους χαζούς που αφήνουν τη δασκάλα να τους τσακώνει, όταν τους ρίχνουν χαρτάκια, πως αυτό είχε μόνο να του πει και πως δε θα του ξανάλεγε τίποτα ποτέ πια.
Την ώρα που ο Μεξάν έλεγε στο Ρούφους να του πει παρόλα αυτά εκείνο που ήθελε να του πει, εμείς μαζευτήκαμε γύρω από το Ζοφρουά, που είχε φορέσει τα γυαλιά του αεροπόρου και που μας εξηγούσε πώς τα φορούν όταν κάνουν σκι.
-Εσύ ξέρεις να κάνεις σκι; τον ρώτησα.
-Όχι ακόμα, μου απάντησε ο Ζοφρουά, αλλά στο βουνό, θα κάνω μαθήματα σκι με ένα δάσκαλο και μετά θα πάρω μέρος σε αγώνες, όπως οι τύποι που βλέπουμε στην τηλεόραση και επειδή θα πηγαίνω πολύ γρήγορα, χρειάζομαι γυαλιά αεροπόρου.
-Παραμύθια, είπε ο Εντ.
Αυτό δεν άρεσε στο Ζοφρουά.
-Αυτό το λες γιατί ζηλεύεις! φώναξε ο Ζοφρουά.
-Ας γελάσω, είπε ο Εντ. Άμα θέλω, για τα Χριστούγεννα μπορώ να ζητήσω γυαλιά αεροπόρου και θα μου πάρουν ένα σωρό.
-Παραμύθια! φώναξε ο Ζοφρουά. όταν δεν κάνεις σκι, δεν έχεις το δικαίωμα να έχεις γυαλιά αεροπόρου.
-Τι λες καλέ! είπε ο Εντ. Κι αν θες να ξέρεις, θα ζητήσω να μου πάρουν σκι και θα χρειάζομαι τα γυαλιά του αεροπόρου ακόμα πιο πολύ από σένα, γιατί θα τρέχω πιο γρήγορα από σένα!
Άρχισαν να δέρνονται και ο Σουπιάς έφτασε τρέχοντας. Ο Σουπιάς, δεν ξέρω αν σας το έχω πει, είναι ο επιστάτης μας και τον φωνάζουμε έτσι γιατί λέει συχνά “Κοιτάξτε με καλά στα μάτια”, και μέσα στη σούπα, όταν βράζει, πολλές φορές σχηματίζονται κύκλοι σαν μάτια. Οι μεγάλοι του έβγαλαν αυτό το όνομα.
-Απαίσια παλιόπαιδα! φώναξε ο Σουπιάς. Αυτό είναι το πνεύμα των Χριστουγέννων; Θα συμπεριφέρεστε σαν αγρίμια μέχρι την τελευταία μέρα; Και κατ’ αρχήν γιατί τσακώνεστε; Κοιτάξτε με καλά στα μάτια και απαντήστε μου!
-Αυτός λέει πως τρέχει πιο γρήγορα από μένα, με τα παλιοσκί του! φώναξε ο Ζοφρουά.
-Καλά, καλά, είπε ο Σουπιάς. Ούτε κιχ να μην ακούσω. Θα μου κλίνετε και οι δύο το εξής: “Δεν πρέπει να λέω παλαβομάρες στο διάλειμμα, ούτε να συμπεριφέρομαι σαν βάνδαλος, παίζοντας ξύλο στην αυλή του σχολείου, με τις πιο ανόητες δικαιολογίες”. Σε όλες τις φωνές και όλους τους χρόνους. Για μετά τις διακοπές. Και τώρα και οι δύο τιμωρία.
-Μα εγώ φεύγω αύριο για σκι! είπε ο Ζοφρουά.
-Παραμύθια, είπε ο Αλσέστ.
Και ο Σουπιάς τον έβαλε τιμωρία.
-Εγώ, είπε ο Κλοτέρ, θα γράψω στον Αϊ-Βασίλη να μου φέρει ένα σύστημα που αλλάζεις ταχύτητες, για το ποδήλατό μου.
-Σε ποιον θα γράψεις; ρώτησε ο Ιωακείμ.
-Στον Αϊ-Βασίλη, φυσικά, απάντησε ο Κλοτέρ. Σε ποιον θέλεις να γράψω, για να ζητήσω αυτό το σύστημα για τις ταχύτητες;
-Ας γελάσω, είπε ο Ιωακείμ. Και εγώ όταν ήμουνα μικρός πίστευα στον Αϊ-Βασίλη. Τώρα όμως ξέρω πως ο Αϊ-Βασίλης είναι ο πατέρας μου.
Ο Κλοτέρ κοίταξε τον Ιωακείμ και μετά χτύπησε το πλάι του κεφαλιού του με το δάχτυλό του.
-Αφού σου λέω πως τον είδα! φώναξε ο Ιωακείμ. Πέρσι, ξύπνησα. Η πόρτα του δωματίου μου ήταν ανοιχτή και είδα τον πατέρα μου να βάζει τα δώρα κάτω από το δέντρο. Αφού το δέντρο κόντεψε μάλιστα να πέσει πάνω του και ο πατέρας μου είπε μια κακή λέξη.
-Ε, παιδιά! είπε ο Κλοτέρ. Λέει πως ο πατέρας του είναι ο Αϊ-Βασίλης! Ας γελάσω! Εσύ μπορεί να είδες τον πατέρα σου, αλλά εγώ είδα τον Αϊ-Βασίλη μέσα σε ένα μαγαζί, με την άσπρη του γενειάδα και την κόκκινη κάπα του, κάθισα κιόλας στα γόνατά του και ένιωσα πολύ άσχημα γιατί με ρώτησε αν ήμουνα καλός μαθητής! Και δεν ήταν ο πατέρας σου!
-Φυσικά και δεν ήταν ο πατέρας μου! φώναξε ο Ιωακείμ. Ο πατέρας μου δε θα δεχόταν να κάτσει ένας χαζός στα γόνατά του!
-Ούτε εγώ, είπε ο Κλοτέρ, θα ήθελα ποτέ να καθίσω στα γόνατα του πατέρα σου, ακόμα και αν με πλήρωναν! Και έπειτα, αν μπει ποτέ στο σπίτι μου και κάνει τον Καραγκιόζη γύρω από το δέντρο μας, ε να ξέρεις, πως ο πατέρας μου θα τον πετάξει έξω, σίγουρα! Ο πατέρας σου ας καθίσει στο δικό του δέντρο που δεν μπορεί καλά-καλά να σταθεί όρθιο!
-Για ξαναπές αυτό που είπες για το δέντρο μας! είπε ο Ιωακείμ.
Και ο Σουπιάς ήρθε πάλι τρέχοντας, γιατί ο Κλοτέρ και ο Ιωακείμ άρχισαν να πλακώνονται στα χαστούκια.
-Αν ο πατέρας μου έχει όρεξη να κάνει τον Καραγκιόζη γύρω από το δέντρο σου, σιγά μην τον εμποδίσει ο δικός πατέρας! φώναζε ο Ιωακείμ. Κι ούτε πρόκειται ποτέ στη ζωή σου να καθίσεις στα γόνατα του πατέρα μου!
-Σκοτίστηκα για τα γόνατα του πατέρα σου! φώναξε ο Κλοτέρ.
Ο Σουπιάς έγινε κατακόκκινος, έδειξε το βάθος της αυλής και είπε χωρίς να κουνάει τα δόντια:
-Τιμωρία εκεί κάτω. Μαζί με τους άλλους. Και θα γράψετε κι εσείς την ίδια τιμωρία.
Και πριν τελειώσει το διάλειμμα, ο Σουπιάς χρειάστηκε να έρθει πάλι για το Ρούφους, που είχε ξαπλώσει κάτω, και το Μεξάν που είχε ξαπλώσει πάνω στο Ρούφους και που του έλεγε: “Θα μου πεις τι ήθελες να μου πεις ή δε θα μου πεις;” Και ο Ρούφους έκανε όχι, με το κεφάλι, σφίγγοντας δυνατά τα χείλια του, για να μη μιλήσει.
Και μετά, την τελευταία ώρα, μας έβαλαν στη σειρά στην αυλή και ο διευθυντής ήρθε να μας πει πως μας ευχόταν “Καλά κι Ευτυχισμένα Χριστούγεννα” και πως ήξερε ότι μερικοί ήταν πολύ εκνευρισμένοι, αλλά πως, επειδή άρχιζαν οι διακοπές, θα μας χάριζε όλες τις τιμωρίες. Έχει δίκιο ο διευθυντής, κι εγώ το έχω προσέξει. η δασκάλα κι ο Σουπιάς είναι πάντα πολύ εκνευρισμένοι πριν τις διακοπές και όλο βάζουν τιμωρίες.
Σχολώντας, επειδή όλοι είμαστε μια φοβερή και μεγάλη παρέα φίλων, καθίσαμε λίγο για να ευχηθούμε ο ένας στο άλλον “Χρόνια Πολλά”. Ο Κλοτέρ τα ξανάφτιαξε με τον Ιωακείμ και του είπε πως αυτά που είχε πει για τα γόνατα του πατέρα του Ιωακείμ, τα έλεγε για πλάκα και ο Ιωακείμ είπε πως θα ζητούσε από τον πατέρα του να χαρίσει στον Κλοτέρ ένα σύστημα που αλλάζεις ταχύτητες, ο Ρούφους είπε στο Μεξάν αυτό που ήθελε να του πει και του είπε πως είχε δει σε ένα μαγαζί με παιχνίδια κάτι τηλέφωνα που δούλευαν σαν αληθινά. Οπότε, αν ο Μεξάν που μένει δίπλα στο Ρούφους, ζητήσει ένα τέτοιο τηλέφωνο για τα Χριστούγεννα θα ζητήσει κι αυτός κι έτσι θα μπορούν να μιλούν συνέχεια και ο Μεξάν είπε πως αυτή ήταν πολύ καλή ιδέα και πως μπορούσαν κιόλας να φέρουν τα τηλέφωνά τους στην τάξη και να μιλάνε κι έτσι η δασκάλα δε θα θυμώνει με τα χαρτάκια που πετάνε. Κι έφυγαν και οι δύο πολύ χαρούμενοι, για να ζητήσουν τα τηλέφωνα από τους πατεράδες τους. Γελάσαμε πολύ με τον Ανιάν, που μας είπε πως την περασμένη χρονιά είχε ζητήσει τους τρεις πρώτους τόμους μιας τρομερής εγκυκλοπαίδειας και πως φέτος θα ζητούσε τους τρεις τελευταίους, από το Μ ως το Ω. Είναι παλαβός ο Ανιάν! Ο Εντ θα ζητήσει σκι.
Και μετά έφυγα με τον Αλσέστ, που είναι ο καλύτερός μου φίλος, ένας χοντρός που τρώει συνεχώς και που μένει δίπλα στο σπίτι μου.
-Την παραμονή θα έχουμε στο σπίτι μας τη γιαγιά, τη θεία Ντοροτέ και το θείο Ευγένιο, του είπα.
-Στο δικό μας, μου είπε ο Αλσέστ, θα έχουμε γαλοπούλα γεμιστή.
Και μετά κοιτάξαμε τις βιτρίνες της γειτονιάς, που είναι πολύ ωραίες, γιατί έχουν Χριστουγεννιάτικα στολίδια, γιρλάντες, έλατα, χιόνι, γυάλινες μπάλες που λάμπουν, φάτνες και Αϊ-Βασίληδες.
Η βιτρίνα του μπακάλικου του κυρίου Κομπανί ήταν πολύ ωραία. Είχε ένα έλατο από σαρδελοκούτια, με άχνη ζάχαρη γύρω του και μείναμε πολλή ώρα μπροστά στο ζαχαροπλαστείο, γιατί είχε χριστουγεννιάτικα γλυκά και η κυρία του ζαχαροπλαστείου βγήκε έξω και είπε στον Αλσέστ να φύγει, γιατί την εκνευρίζει να τον βλέπει να στέκεται εκεί, ακίνητος, με τη μύτη κολλημένη στη βιτρίνα.
Ακόμα και το μαγαζί που πουλάει κάρβουνα, όπου συνήθως έχει μόνο βρόμικους, μεγάλους σάκους, τώρα είχε μια γιρλάντα με τρεις μικρές λάμπες. Αν μιλάμε για λάμπες, φυσικά, το πιο τρομερό ήταν το μαγαζί με τα ηλεκτρικά όπου όλες οι λάμπες στη βιτρίνα -υπήρχαν ένα σωρό κι απ’ όλα τα χρώματα- αναβόσβηναν, συνέχεια και πολύ γρήγορα. Και το φως ήταν τόσο δυνατό που φώτιζε τα παντζούρια του απέναντι σπιτιού. Και μετά, ο Αλσέστ έφυγε τρέχοντας γιατί είχε αργήσει και στο σπίτι του ανησυχούν πολύ, όταν αργεί για φαγητό.
-Πάλι τριγύριζες μετά το σχολείο, μου είπε η μαμά όταν έφτασα σπίτι. Σου αξίζει να μη σε πάρω μαζί μου στο κέντρο, να δεις τα μαγαζιά!
-Αχ όχι μαμά, σε παρακαλώ, μαμά!
Τότε η μαμά γέλασε, είπε “καλά εντάξει, άντε γιατί είναι οι διακοπές των Χριστουγέννων, φάε το απογευματινό σου και μετά θα πάμε”.
Έφαγα πολύ βιαστικά, άλλαξα πουκάμισο και πουλόβερ γιατί είχε ένα λεκέ από γάλα και πήραμε το λεωφορείο, που ήταν γεμάτος κυρίες με παιδιά της ηλικίας μου και ήμασταν πολύ στριμωγμένοι, αλλά ήμασταν όλοι πολύ χαρούμενοι, ειδικά τα παιδιά.
Στο κέντρο, ήμασταν ξανά πολύ στριμωγμένοι όπως στο λεωφορείο και τα μαγαζιά είχαν ένα σωρό φώτα που γύριζαν απ’ όλες τις μεριές και που φώτιζαν τα σταματημένα αυτοκίνητα που γέμιζαν τους δρόμους και μέσα στ’ αυτοκίνητα, οι άνθρωποι φώναζαν και πατούσαν τις κόρνες και ήταν πάρα πολύ ωραία. Ήταν ακόμα πιο ωραία κι από το μαγαζί με τα ηλεκτρικά της γειτονιάς, αλλά ήταν πιο δύσκολο να πλησιάσεις τις βιτρίνες.
-Ωραία ιδέα είχα, να έρθουμε εδώ! είπε η μαμά.
-Ω, ναι, είπα.
-Κυρία μου, επιτέλους μη σπρώχνετε, είπε μια κυρία.
-Δε σπρώχνω κυρία μου. Με σπρώχνουν, απάντησε η μαμά.
Και φτάσαμε μπροστά σε μία βιτρίνα, με κούκλες που κουνιόταν, πολύ αστείες, και σε ένα βαγόνι ήταν ένας χοντρός ελέφαντας και γύρω του κάτι ηλεκτρικά τρένα με τούνελ, ανισόπεδες διαβάσεις, σταθμούς, μικρές αγελάδες, γέφυρες και η μαμά μου είπε να προχωρήσω, κι εγώ της είπα:
-Όχι, άσε με να δω ακόμα λίγο, έλα!
-Μα προχωράτε επιτέλους κυρία μου, είπε η κυρία. Δε βλέπετε πως κλείνετε το πέρασμα; Δεν είστε μόνη σας στο δρόμο.
-Οχ, κυρία μου, είπε η μαμά, σας αρέσει δε σας αρέσει, θα κάνετε όπως όλος ο κόσμος!
Τα τρένα ήταν πολύ ωραία, ιδίως αυτά που είχαν πολύ παλιές ατμομηχανές, αυτά που είχαν φουγάρα απ’ όπου έβγαινε αληθινός καπνός.
-Θα προχωρήσετε, ναι ή όχι, κυρία μου; είπε η κυρία.
-Φαίνεται πως δεν έχετε παιδί, κυρία μου, είπε η μαμά. Αλλιώς θα δείχνατε μεγαλύτερη κατανόηση.
-Πώς δεν έχω παιδί; είπε η κυρία. Και μετά φώναξε:
-Ροζέ! Ροζέ! Ροζέ! Πού είσαι Ροζέ; Έλα εδώ αμέσως! Ροζέ! Ροζέ!
Και μετά είδαμε άλλες βιτρίνες με αλογάκια που γύριζαν στα αλήθεια, αληθινά ξύλινα αλογάκια, και υπήρχαν και πολλά μολυβένια στρατιωτάκια και πανοπλίες και αυτοκίνητα και μπάλες και είπα στη μαμά να μπούμε στο μαγαζί να αγγίξω τα παιχνίδια.
-Μ’ όλη αυτή την κοσμοσυρροή; είπε η μαμά. Ούτε να το σκέφτεσαι, Νικόλα! Πρέπει να είναι κανείς τρελός για να μπει εκεί μέσα! Θα έρθεις άλλη μέρα με τον μπαμπά.
Αλλά δεν μπορούσαμε να φύγουμε γιατί μας έσπρωχνε όλος αυτός ο κόσμος και αναγκαστήκαμε να μπούμε στο μαγαζί και η μαμά είπε, “καλά, ας κάνουμε μία μικρή βόλτα, αλλά θα ξαναβγούμε αμέσως”.
Ανεβήκαμε από την κυλιόμενη σκάλα. Εμένα μου αρέσει η κυλιόμενη σκάλα, αλλά εκεί, στα παιχνίδια, δεν μπορούσα να δω και πολλά εξαιτίας των μεγάλων που ήταν παντού και γι’ αυτό είναι πιο βολικό να πηγαίνω στα μαγαζιά με τον μπαμπά, γιατί αυτός με σηκώνει ψηλά και μπορώ να δω. Είναι πολύ δυνατός ο μπαμπάς.
Υπήρχε μια ουρά με παιδάκια που περίμεναν να μιλήσουν στον Αϊ-Βασίλη και στην ουρά ήταν και ένας μεγάλος, ένας κύριος που έμοιαζε θυμωμένος και που κρατούσε από το χέρι ένα πολύ μικρό παιδί, που έκλαιγε και που φώναζε πως φοβόταν και πως δεν ήθελε να του κάνουν πάλι εμβόλιο.
-Πάμε, είπε η μαμά.
-Λίγο ακόμα, έλα! παρακάλεσα.
Αλλά η μαμά με αγριοκοίταξε και κατάλαβα πως δεν ήταν η στιγμή για τέτοια και πριν τα Χριστούγεννα καλύτερα να μην έχουμε φασαρίες. Ήταν πολύ δύσκολο να φύγουμε από το μαγαζί εξαιτίας όλου αυτού του κόσμου κι όταν επιτέλους βγήκαμε έξω, η μαμά ήταν κατακόκκινη και είχε χάσει ένα γάντι.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ο μπαμπάς ήταν ήδη εκεί.
-Πού ήσασταν; Πόση ώρα κάνατε! Άρχισα να ανησυχώ!
-Α, για σε παρακαλώ, είπε η μαμά. Τις παρατηρήσεις σου κράτα τες για άλλη φορά!
Η μαμά πήγε να αλλάξει και ο μπαμπάς με ρώτησε:
-Μα επιτέλους πού ήσασταν;
-Ε, πήγαμε να δούμε τα μαγαζιά, του εξήγησα, και ήταν φοβερά, είδαμε βιτρίνες με ανθρωπάκια που κουνιούνται, ηλεκτρικά τρένα με παλιές ατμομηχανές, που βγάζουν καπνό και το λεωφορείο ήταν πολύ γεμάτο και μπροστά στο μαγαζί ήταν μια κυρία που τσακώθηκε με τη μαμά και η κυρία έχασε το γιο της, που τον έλεγαν Ροζέ, και υπήρχαν κι ένα σωρό φωτάκια και μουσική κι ένας Αϊ-Βασίλης κι ένα παιδάκι που φοβόταν να τον πλησιάσει και περιμέναμε πολλή ώρα το λεωφορείο γιατί ήταν όλα γεμάτα και είχε πάρα πολλή πλάκα!
-Κατάλαβα! είπε ο μπαμπάς.
Φάγαμε αρκετά αργά και η μαμά φαινόταν κουρασμένη.
-Μπαμπά, τι δώρα θα πάρω τα Χριστούγεννα; ρώτησα την ώρα που τρώγαμε το γλυκό, τη μεσημεριανή μηλόπιτα. Νόστιμη! Οι φίλοι μου ζήτησαν ένα σωρό πράγματα.
-Εξαρτάται κάπως από εσένα, μωρό μου, είπε γελώντας ο μπαμπάς. Τι θέλεις να ζητήσεις από τον Αϊ-Βασίλη;
-Ένα ηλεκτρικό τρένο που βγάζει καπνό, είπα, ένα καινούριο ποδήλατο, ένα σύστημα που αλλάζεις ταχύτητες για το καινούριο ποδήλατο, μολυβένια στρατιωτάκια, ένα μικρό μπλε αυτοκίνητο με φωτάκια που ανάβουν, ένα παιχνίδι με κατασκευές κι ένα τηλέφωνο που δουλεύει σαν τα αληθινά για να μιλάω στην τάξη με τον Αλσέστ.
-Αυτά μόνο; ρώτησε ο μπαμπάς χωρίς να γελάει πια.
-Και μια μπάλα ποδοσφαίρου και μία μπάλα του ράγκμπι, είπα.
-Ξέρεις Νικόλα, μου είπε ο μπαμπάς, ο Αϊ-Βασίλης φέτος δεν είναι πολύ πλούσιος.
-Α, κάθε φορά τα ίδια! είπα. Δεν είναι δίκαιο, οι φίλοι μου παίρνουν πάντα ότι ζητήσουν κι εγώ ποτέ!
-Νικόλα! φώναξε ο μπαμπάς.
-Α, όχι, είπε η μαμά. Μην αρχίζετε πάλι! Σας είναι πολύ δύσκολο να κάνετε λίγη ησυχία και να σταματήσετε αυτήν την κουβέντα; Έχω τρομερά πονοκέφαλο.
-Πολύ καλά, τότε, άψογα, άψογα, είπε ο μπαμπάς. Λοιπόν, για να τελειώνουμε αυτήν τη συζήτηση, θα έχεις όλα αυτά που ζήτησες Νικόλα,. Κι επιπλέον για να ισοφαρίσουμε, θα σου πάρω κι ένα γιοτ. Σύμφωνοι;
Τότε η μαμά γέλασε, σηκώθηκε, φίλησε τον μπαμπά και μετά είπε:
-Σου ζητώ συγνώμη, αγάπη μου. Έχω την εντύπωση πως θα είναι ατελείωτος ο χρόνος μέχρι τα Χριστούγεννα… Πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή.
-Υπομονή, δε θα πει τίποτα! είπε ο μπαμπάς.
Εμένα αυτό μου αρέσει πιο πολύ πριν τα Χριστούγεννα, να είμαι ανυπόμονος. Ιδίως όταν σκέφτομαι τα μούτρα του Ζοφρουά, μετά τα Χριστούγεννα, όταν με δει να οδηγώ το γιοτ μου, πολύ γρήγορα, φορώντας τα γυαλιά του αεροπόρου.