Δουλειές με… φούντες
Φρόντισε την παραμελημένη, την Capital Control εμφάνισή του και φόρεσε την πιο σπορ αρματωσιά που διέθετε. Είχε πέραση, γιατί κάτω απ’ αυτήν μπορούσε να υποθέσει κανείς και τα δήθεν γυμνασμένα μπράτσα, για τα οποία κάποιοι άλλοι ξόδευαν περιουσίες…
…Κάποιος εφιάλτης ή κάποια αγωνία για το επικείμενο EUROGROUP και την περιλάλητη αξιολόγηση -ποιος ξέρει- τον ξύπνησαν απ’ τα χαράματα. Δεν ενοχλήθηκε και τόσο για τον λιγοστό ακόμα ύπνο που έχανε.
Έριξε λίγο νερό στα μάτια, ίσα-ίσα για να ξεθολώσει τ’ αυγινό τοπίο κατά την ανατολή. Εκεί όπου ανταμώνουν γη και ουρανός σε μιαν ατέρμονη διαδοχή με μάρτυρα τον ήλιο. Εκεί όπου αλλάζει χέρια η σκυτάλη κι απ’ τον ύπνο περνάει στη… ζωή. Εκεί και έτσι όπως τα όρισε ο δημιουργός με τη σοφία του κι όχι όπως τα κατάντησε τ’ ανθρώπινο δημιούργημά του με την αλαζονεία του. Έβαλε το μπρίκι στην εστία για τον σκέτο ελληνικό. Έτσι τον ξαναβάφτισε τελευταία για δύο λόγους. Πρώτα για να ’χει την αίσθηση, πως βρίσκεται σ’ ένα καφενείο, απ’ αυτά όπου κανείς ακούει λόγια μεστά, λόγια ζουμερά, λόγια μ’ εμπειρίες, με βιώματα, με πείρα, με ζωή! Λόγια μ’ αποδοχή απ’ τους… «συνδαιτυμόνες» (ενίοτε άνευ δείπνου), λόγια με κραυγαλέα απόρριψη των μόχθων απ’ το… παγκόσμιο -λέει- σύστημα (κι έχουν την ψευδαίσθηση, την αφέλεια οι κοντόφθαλμοι συστημικοί, πως με τούτη την προσθήκη «παγκόσμιο, παγκόσμια, παγκοσμιοποίηση» απαλλάσσονται από ευθύνες, εγκληματική αδιαφορία και αυθάδεια κόντρα στην αξιοπρέπεια των λαών). Λόγια απ’ τους «Άγιους Καφενέδες» όπως συχνά απολαμβάνει τούτη τη μοναδική ερμηνεία απ’ τη Νένα Βενετσάνου.
Κι ο άλλος λόγος που ξαναβάφτισε τον καφέ του «σκέτο ελληνικό», που επισημοποίησε την προσωνυμία του, ήταν γιατί δεν του άρεσε, δε χώραγε πια στο λεξιλόγιο της κουρασμένης του καθημερνότητας, δεν είχε τόπο, ο μεμψίμοιρος χαρακτηρισμός «πικρός φαρμάκι».
Και βγήκε στο μπαλκόνι για την πρωινή βαθιά ανάσα. Παλιά με νόημα συνήθεια, που τη διδάχτηκε απ’ τον αγαπημένο του παππού, τότε που τον επισκέπτονταν τα καλοκαίρια. Μα τώρα στα δικά του χρόνια παράλλαξαν οι αιτίες. Βγήκε για τ’ οξυγόνο πριν το ξύπνημα της μέρας, πριν ν’ απλωθεί το καυσαέριο, προτού το… διοξείδιο του άνθρακα να στενέψει κι άλλο τα μηνίγγια του. Βγήκε για την καθημερνή κουβέντα με τα φυτά στο κτήμα του, δυόμισι επί έξι στα καπνισμένα ύψη ενός πολύσπιτου με τις κακοτεχνίες τεσσάρων δεκαετιών πίσω.
Κι έτσι όπως απολάμβανε το χάδι σ’ ένα κρεμ τριαντάφυλλο με μια απαλή βελούδινη υφή, έτσι όπως άκουγε το παράπονο της κατάλευκα στολισμένης καμέλιας, που στριμώχτηκε ανάμεσα σε δυο λαϊκίζουσες πιπεριές μια αυθάδικη αγγουριά και τρεις λαϊκές ντοματιές, έτσι όπως ανάπνεε την αρχοντική ευωδιά της λεβάντας, έτσι όπως…, έτσι όπως…, ξαφνικά (νάτες πάλι οι δαιμονικές έγνοιες) σκέφτηκε ν’ αξιοποιήσει πιο… δημιουργικά το έωθεν ξύπνημά του.
Φρόντισε την παραμελημένη, την Capital Control εμφάνισή του και φόρεσε την πιο σπορ αρματωσιά που διέθετε. Είχε πέραση, γιατί κάτω απ’ αυτήν μπορούσε να υποθέσει κανείς και τα δήθεν γυμνασμένα μπράτσα, για τα οποία κάποιοι άλλοι ξόδευαν περιουσίες. Αυτός -και γιατί τα είχε καλά με την κηπουρική- θα τα ’χε τζάμπα. Πάτησε εκατέρωθεν δύο φις fahrenheit με το ξυλώδες άρωμα και την ψευδαίσθηση του νικητή -όπως την εισέπραττε από την εποχή που η DIOR πρωτοκυκλοφόρησε το νέο της δημιούργημα και κείνος στα κλέφτικα κατέβαζε όλο και πιο πολύ τη στάθμη στο κομψό μπουκάλι του πατέρα του πασαλείβοντας την εφηβεία του με αντριλίκι. Έβαλε το ARMANΙ, απομεινάρι απ’ την ανακαίνιση που έκανε πριν εννιά χρόνια το φιλαράκι του ο οπτικός, διπλοκλείδωσε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του ασανσέρ (εκείνο το πρωινό περιέργως δούλεψε το ασανσέρ). Μια ανεξήγητη αυτοπεποίθηση ξεπήδησε σαν κατακκόκινη παπαρούνα ανάμεσα σε άναρχα φυόμενα ονόπορδα τα ακάνθια. Κι ύστερα ξεκίνησε με διάθεση και λίκνισμα αλα Κώστα Βουτσά και πλουσίων μπατίρηδων από ελληνικές ταινίες.
Πού πάτε κύριε…;
Θ’ αποτέλειωνε δουλειές. Δουλειές με… φούντες! Όμως η μικρή απόλαυση του καφέ;
Ωραία ιδέα! Άλλωστε γειτόνισσά του ήταν πια εδώ και χρόνια. Την επισκέφτηκε κι άλλοτε. Κι άσχετα απ’ την… έκβαση είχε τουλάχιστον την εκτίμησή της και την αποδοχή της. Καιρός πάλι για ένα καφεδάκι μαζί της. Το περιβάλλον της πολιτισμένο, αέρας σοφιστικέ, ντύσιμο παραπλεύρως πια στη μόδα αλλά προσεγμένο ακόμα, σοβαρότης και ευγένεια, χαμόγελα και οικειότης!
Κατηφορίζοντας το μικρό στενό πνιγμένο κι αυτό στα σπιρτόκουτα, το βλέμμα του έπεσε πάνω σε δύο διαδρόμους που κρέμονταν και ατένιζαν περιχαρείς απ’ τα κάγκελα κάποιου πέμπτου, το απέναντι χαλί και φλέρταραν μαζί του κλείνοντας ένα ραντεβού για το επόμενο Φθινόπωρο.
«Τι ωραία! Καθαριότης!» σκέφτηκε παραπονιάρικα και συνέχισε για λίγο, μερικά βήματα μόνο. Πέρασε την ανοιχτή κεντρική είσοδο του κτηρίου, διέσχισε θαρρετά ακόμα τον οικοδεσπότη-διάδρομο κι ανέβηκε. Ξανακοιτάχτηκε στον φιλόξενο τετράπλευρο καθρέφτη έτσι σαν πρόβα γενική, «υπόγραψε» και…
Ο χώρος γέμισε χαμόγελα και πρωινή, ξεκούραστη διάθεση για επικοινωνία. Ένα ευχάριστο καλωσόρισμα και μια εισαγωγή για το… καφεδάκι. Όλα μαζί μια αντίθεση. Πράγματα που φέρνουν στο νου όμορφες στιγμές. Στιγμές μεγαλείου. Που ανακινούν τη μαγεία του χθες, την πολυχρωμία άλλων εποχών, που επαναπατρίζουν το κιμπαρλίκι, που ξυπνούν τις αισθήσεις, που πυροδοτούν τις θύμησες!
Τι κρίμα που δεν έφερε μαζί του και κείνο το βελούδινο τριαντάφυλλο… Έτσι να το χαρίσει. Απλά κι ανιδιοτελώς. Μονάχα για την καλημέρα. Για να ομορφύνει μια καλημέρα!
Στο σχόλιό του για τούτη την παράλειψη, πήρε μια καλοπροαίρετη, ευγενική, ζεστή… κατευναστική απάντηση:
«Δεν πειράζει βρε αγόρι μου! Θα προσπεράσουμε την απουσία του. Το φέρνεις μια άλλη φορά το τριαντάφυλλο. Το ΑΦΜ σου το ’φερες;»
Όσο για τις δουλειές, ο αχνιστός καφές απ’ το θερμός μ’ ένα ευωδιαστό κυνικό άρωμα, ίδιο… «τσανάκι» των θεσμών, τον βεβαίωνε, πως τούτες οι δουλειές σ’ έναν ακόμα ναό του χρήματος θα ’χουν για χροοοόνια φούντες!!!
Κείμενο-φωτογραφία: Χρύσα Μπαΐρα