Το διήγημα της Πέμπτης: «Και εποίησα Άνθρωπο» (Μάνααα…) της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – Χαλβατζή
Μαζί με σένα, παιδί μου, εκφραζόταν, μεγάλωνε και φώλιαζε μέσα μου η μητρότητα. Αυτό το πρωτόγνωρο για μένα δομικό στοιχείο της ύπαρξής μου. Γεννούσε νέας ποιότητας συναισθήματα, αντιλήψεις και δυνάμεις…
Η Μαριάνθη Αλειφεροπούλου -Χαλβατζή γεννήθηκε και μεγάλωσε στις Κροκεές Λακωνίας. Είναι γιατρός διδάκτωρ της Ιατρικής και εργάστηκε σε Νοσοκομείο του ΙΚΑ.
Από την έναρξη της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας συμμετέχει ενεργά στο συνδικαλιστικό κίνημα στο χώρο της Υγείας και γενικότερα στους κοινωνικούς αγώνες του λαού μας. Έχει εκλεγεί σε αρκετούς συνδικαλιστικούς και κοινωνικούς φορείς, ενώ υπήρξε μέλος του ΔΣ του Ιατρικού Συλλόγου Αθήνας.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες ιατροκοινωνικού περιεχομένου. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Από τις εκδόσεις Σύγχρονη εποχή κυκλοφορούν τα βιβλία της «Μάνααα…» (2003), και «Προμηθέων τόποι» (Μονοδέντρι – Μακρονήσι: Έμμετρα αφηγήματα, 2008), και από τις εκδόσεις Gutenberg το βιβλίο «Σπιναλόγκα, Βωμός και Ασκληπιείο» (ποιητικό δοκίμιο, 2019).
Είναι παντρεμένη με τον Σπύρο Χαλβατζή και έχουν δυο γιους.
Ακολουθούν αποσπάσματα από το αφήγημα «Και εποίησα Άνθρωπο» που με τρία ακόμα διηγήματα εμπεριέχεται στο βιβλίο της με γενικό τίτλο «Μάνααα…».
–Στην εικόνα της ανάρτησης (προέρχεται από το εξώφυλλο του βιβλίου) έργο της λαϊκής αγωνίστριας και ζωγράφου Ζωής Χαλβατζή.
Και εποίησα Άνθρωπο
(αποσπάσματα)
της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου – ΧαλβατζήΤο ωραιότερο ποίημα που εποίησα είναι τα παιδιά μου.
Κάθε παιδί και ποίημα με το δικό του μέτρο
με έκανε δημιουργό και ανθρωπογεννήτρα.(…)
Δεν είχα ύπνο. Το μικρό ζωντανό κύτταρο, το φορτωμένο με το δυναμισμό της καθομοίωσής του με τον άνθρωπο, που φύλαγα στοργικά στα σπλάχνα μου, ήταν η βασική πηγή των ερωτημάτων, αλλά και των απαντήσεων που έδινα.
Κι ενώ είχα αφεθεί στις σκέψεις μου για την οντολογική εξέλιξη του ανθρώπου, καθώς είχα προσηλωθεί στο προγναθικό πρόσωπο της πρωτόγονης γυναίκας και είχα «αποκαταστήσει» μια αυθεντική επαφή και επικοινωνία μαζί της, μέσα από την κοινή, υπέροχη ιδιότητα της μητρότητας, σιγά-σιγά στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα της γλυκιάς, μοναδικής δικής μου μάνας.
Κάτι καινούργιο, πολύ πιο δυνατό και πιο βαθύ απ’ αυτό που ένιωθα μέχρι τότε για εκείνη, γεννήθηκε στην καρδιά μου. Ένιωσα μια ταύτιση μαζί της. Την είδα να σκύβει πάνω μου στα όνειρα και τους πυρετούς μου, να μου χαμογελάει και να γαληνεύω.
Και τότε κάτι σαν αποκάλυψη με βοήθησε να αποκρυπτογραφήσω αυτό το μυστηριακό φως, που τόσον καιρό δεν μπορούσα να εξηγήσω μέσα στη βαθιά, γαλήνια ματιά της, μέσα στο ολόγλυκο γεμάτο χαμόγελό της και αργότερα κάτω από τη σοφία των ρυτίδων της. Ήταν η ολοκλήρωση που της είχε χαρίσει η μητρότητα. Ήταν η σιγουριά της αθανασίας της μέσα απ’ τα παιδιά της, μέσα και από εμένα.
– Μάνα…, ψιθύρισα.
Εκείνη πήρε μια πανανθρώπινη διάσταση. Έγινε η μάνα-σύμβολο. Η αιωνόβια. Δεν ήταν μια απλή ανθρώπινη μορφή, ήταν η ίδια η ομορφιά, είχε το θάμπος του ήλιου, είχε τη σοφία της αιωνιότητας, ήταν η συμπύκνωση του σύμπαντος, η ιθύνουσα σκέψη, ήταν ο Δημιουργός.
– Μάνα… Μάνα…, ξαναείπα αποσβολωμένη.
Εκείνη έγινε ξανά η μάνα μου και μου άπλωσε τα χέρια.
Ήθελα να κρυφτώ στην αγκαλιά της, να νιώσω και παιδί και μάνα ταυτοχρόνως και να της πω:
– Μάνα, σε ευχαριστώ για την ύπαρξή μου. Θα σε δικαιώσω. Θα μπω κι εγώ στην αλυσίδα της αθανασίας, με τη γέννηση των δικών μου παιδιών.
(…)
Εκεί, λοιπόν, στη δική μου μήτρα, που συντελούσε το δικό της υπέροχο σκοπό, ήσουνα φωλιασμένο για εννιά συγκλονιστικούς μήνες, παιδί μου. Κι εγώ βίωνα όλες τις μεταβολές και την εξέλιξή σου σε άνθρωπο.
Ένα γλυκό απόβραδο, όπου η μέρα είχε αφήσει πίσω της τον κάματο της δουλειάς, και εγώ χαλάρωνα μαζί με τον πατέρα σου στους απαλούς ήχους της μουσικής, διακριτικά και αθόρυβα έκανες την πρώτη «πρωτοβουλιακή» δική σου παρουσία. Ένα ανεπαίσθητο σκίρτημα στην κοιλιά μου, κάτι σαν γλυκό, ανάλαφρο τίναγμα. Δυο-τρεις φορές και ύστερα τίποτα… Γαλήνη. Αναρίγησα.
– Το παιδί μας, το άκουσα, ψιθύρισα του πατέρα σου.
Εκείνος έβαλε το χέρι του στην κοιλιά μου και σωπάσαμε. Περιμέναμε να ακούσουμε μαζί το επόμενο μήνυμά σου, παιδί μου.
Σε λίγο, μέσα σ’ αυτή την εκστατική αναμονή, ένα δεύτερο και πιο δυνατό σκίρτημα, σαν ανάλαφρο φτερούγισμα από ξεπεταρούδι, διαπέρασε την κοιλιά μου. Ένιωσα το χέρι του πατέρα σου να ριγάει. Στην υγράδα των ματιών του διαθλάστηκε η ευτυχία.
«Ένας ακόμα άνθρωπος, το παιδί μας», μου είπε. Και άρχισε να σου μιλά.
Ο δικός του λόγος ήτανε πιο χειροπιαστός και άμεσος. Σου έλεγε για τη λαχτάρα του να μεγαλώσεις, να γεννηθείς, να σε παίζει και να σου λέει παραμύθια. Να σε παίρνει στους ώμους και να σεργιανάτε. Να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό, να… να…
Μου ’λεγε και μένα να προσέχω.
Ο πατέρας σου ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έσπασε την αποκλειστικότητα της σχέσης μας, παιδί μου. Η παρουσία του τάραξε την απόλυτη νιρβάνα σου, καθώς διαισθάνθηκα την πρώτη συγκεκριμένη δική σου απορία:
– Ποιος είναι ετούτος, μάνα;
– Αυτός είναι ο πατέρας σου, παιδί μου, σου απάντησα.
Και σου μίλησα για τον πατέρα όπου γης, αλλά και για το σύντροφό μου και συνδημιουργό σου. Για τον άλλο πόλο της ύπαρξής μου. Σου είπα ότι η φύση έπλασε τον άντρα και τη γυναίκα, τη μάνα και τον πατέρα, σαν ενιαίο και αδιαίρετο ζευγάρι της ζωής.
Εκείνο το βράδυ, λες και κοιμήθηκες γλυκά από το πατρικό του χάδι, δε μας ξανάδωσες μήνυμα, παιδί μου. Από τις επόμενες ημέρες, όμως, εγκαταστήσαμε μια μόνιμη, όλο και πιο συχνή επικοινωνία, καθώς τα σκιρτήματά σου ήταν καθημερινά, ζωηρά και απαιτητικά. Αυτή η φυσική υπέροχη επικοινωνία μαζί σου με ευχαριστούσε, με διόρθωνε και με τελειοποιούσε.
Μαζί με σένα, παιδί μου, εκφραζόταν, μεγάλωνε και φώλιαζε μέσα μου η μητρότητα. Αυτό το πρωτόγνωρο για μένα δομικό στοιχείο της ύπαρξής μου. Γεννούσε νέας ποιότητας συναισθήματα, αντιλήψεις και δυνάμεις. Ένιωθα πως ξεπερνούσα το μέχρι τότε εαυτό μου, τις δυνατότητες και τα όριά μου.
(…)
Η εγκυμοσύνη προχωρούσε, η μητρότητα ως συναίσθημα και συνείδηση επιδρούσε και ενσωματωνόταν στην ύπαρξή μου.
Και συ, παιδί μου, ένιωθα πως μεγάλωνες. Όχι μόνο γιατί είχες πια τη μορφή ενός τέλειου ανθρώπου, αλλά και γιατί οι ερωτήσεις που μου υπέβαλλες γινόντουσαν όλο και πιο δύσκολες και ουσιαστικές:
«Και γιατί έρχομαι στον κόσμο, μάνα; Ποιος είναι ο σκοπός της γέννησής μου», με ρώτησες ένα απόβραδο εκεί κάτω από τα άστρα.
Η ερώτηση αυτή διαπέρασε σαν ρεύμα το μυαλό μου και με συγκλόνισε. Κατάλαβα πως είχα πια μέσα μου έναν τέλειο άνθρωπο, που ήρθε η ώρα της γέννησής του, που μπορεί να έχει τη δική του αυθύπαρκτη πορεία στη ζωή.
Ένιωσα ένα αλλόκοτο συναίσθημα ανάμικτου φόβου και ευτυχίας και σου ψιθύρισα:
– Αυτό, παιδί μου, είναι το πρώτο και το μεγαλύτερο αναπάντητο ερώτημα, μετά τη μεγάλη μετάλλαξη και τη δημιουργία του σκεπτόμενου ανθρώπου.
Είναι η σπίθα που τροφοδοτεί το πνεύμα και την έρευνα, που διευρύνει τη γνώση, που δημιουργεί το συναίσθημα. Η απάντησή του βρίσκεται στο ανύπαρκτο τέλος του απείρου, στον απλησίαστο στόχο που μέσα από τη διαιώνισή της η ανθρωπότητα τείνει να κατακτήσει. Αυτό το ερώτημα είναι η αρχή της φιλοσοφίας.
Σταμάτησα για λίγο. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, να τροφοδοτεί όλα μου τα κύτταρα με αυτό το υπέροχο συναίσθημα δέους και ευτυχίας που με κατείχε και συνέχισα:
– Είσαι πια ώριμος να ελευθερωθείς, παιδί μου, από τα δεσμά του ομφάλιου λώρου και της μήτρας μου.
(…)
Αλλά ήδη μπροστά μας ήταν η πρώτη συγκεκριμένη και αμετάθετη ευθύνη. Να αντιμετωπίσουμε μαζί το συγκλονιστικό γεγονός της γέννησής σου. Έπρεπε να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας γι’ αυτή τη σημαντική αλλαγή της αυθύπαρκτης παρουσίας σου στον κόσμο. Της ανεξαρτητοποίησής σου από το δικό μου σώμα. Η συζήτηση που είχαμε να κάνουμε γι’ αυτό το σκοπό δεν ήταν θεωρητική και αφηρημένη. Ήταν πρακτική και άμεση.
Έπρεπε να σου πω για το φως και τον ήλιο που θα σκόρπιζαν το γνώριμο σκοτάδι της νιρβάνα σου. Για την ελευθερία που θα σου χάριζε η τομή του ομφάλιου λώρου, που μας ένωνε. Να σου πω, πως θα ’χεις δική σου αναπνοή, δική σου βούληση, για να διαγράψεις τη δική σου ανεξάρτητη πορεία στους διάπυρους ισημερινούς της ζωής σου, να δρασκελίσεις καβάλα στην ταχύτητα του ήλιου και του φωτός, να κατακτήσεις τη γνώση, να τιθασεύσεις τη δύναμη της ύλης και των στοιχείων της, να εκθρονίσεις θεούς και αφεντάδες, να ονειρευτείς, να περπατήσεις κάτω από τα άστρα, να κλάψεις, να αγαπήσεις και να ερωτευτείς.
Αυτή την ελευθερία να μην τη φοβηθείς, παιδί μου, σου ψιθύρισα, να εξαντλήσεις τα όριά της, γιατί αυτό είναι το δικαίωμα, αλλά και η δικαίωση της ζωής σου.
Είμαστε πια πανέτοιμοι για τη μεγάλη ώρα.
Και ήρθε! Με τις πρώτες αργές, περιοδικές συσπάσεις, με ένα γλυκό βαθύ πόνο που μου έσφιγγε τη μέση. Βρισκόμουν σε εγρήγορση. Η επικοινωνία μαζί σου, εκείνες τις ώρες, ήταν συνεχής και απόλυτη. Η τελευταία κουβέντα που σου είπα, όταν πια η γαλήνη της ενδομήτριας ζωής σου είχε αρχίσει να ταράζεται, ήτανε τούτη:
– Η ελευθερία, παιδί μου, δεν έρχεται από μοναχή της. Κατακτιέται με προσπάθεια, πόνο και θυσίες. Η γέννησή σου θα είναι το πρώτο μεγάλο σάλτο σου στη ζωή και την ελευθερία. Γι’ αυτό και η γέννα είναι μια διαδικασία δύσκολη και επίπονη.
Διαισθανόμουνα την ανησυχία σου, ίσως και τον πανικό σου. Η κρυφή φωνή της επικοινωνίας μας συνέχισε να σου μιλά, να σε κάνει κοινωνό της σκέψης μου.
– Θα την προσπαθήσουμε μαζί, η φύση, εσύ και εγώ, παιδί μου. Η φύση, γιατί με το δικό της αλάθητο ρολόι του χρόνου, θα κινητοποιήσει τις ορμόνες και τους μηχανισμούς της. Η μήτρα αυτό το μυώδες όργανο, που στη θαλπωρή της ένιωσες ασφάλεια και σιγουριά, τώρα θα σε αποδιώξει με έναν πανίσχυρο σπασμό εξώθησης. Εξαντλώντας τα όρια της δύναμής της, θα σε σπρώξει στην ανεξαρτησία και στο φως.
(…)
Είχα ήδη μπει σε μια καινούργια φάση της ζωής μου.
Ήσουνα πια, παιδί μου, η ζωντανή ενσάρκωση, όχι μόνο όσων ονειρεύτηκα, αλλά και όλων εκείνων των αδιαμόρφωτων αναζητήσεων και προσδοκιών της εφηβείας και της ωριμότητάς μου.
Οι αισθήσεις μου συμμετείχαν στην επιβεβαίωση της παρουσίας σου, ενώ ταυτόχρονα αποκτούσαν μια ασύλληπτη καινούργια διάσταση, άγγιζαν τα όρια της ευαισθησίας και της δυνατότητάς τους. Τα μάτια μου συμπύκνωναν την ομορφιά στο πρόσωπό σου.
Τα χέρια μου ολοκλήρωσαν το νόημα και τον προορισμό τους, όταν σε χάιδεψα και σε έκλεισα στην αγκαλιά μου. Το στήθος μου άγγιξε το μέγιστο κάλλος του όταν βύζαξες το γάλα μου.
Και συ, παιδί μου, ο αδιαχώρητος στη σκέψη μου και στην καρδιά μου, χώρεσες και γέμισες και πλάτυνες την αγκαλιά μου.
Εκεί μέσα, σ’ αυτή την πολυτραγουδισμένη αγκαλιά, πάνω και δίπλα απ’ την καρδιά μου, πραγματώθηκε η πρώτη τέλεια εξωμήτρια επαφή και επικοινωνία μας, παιδί μου, εκεί μέσα γεννήθηκαν και φώλιασαν οι ωραιότερες σκέψεις, τα ομορφότερα συναισθήματα και όνειρά μου.
Και μια μέρα, έτσι απλά όπως ανάπνεες ή γελούσες, με φώναξες για πρώτη φορά με τη δική σου πραγματική φωνή: «Μάνααα!»
Η ανατέλλουσα συνείδησή σου με αναγνώριζε και με προσδιόριζε στον πιο μεγάλο και ουσιαστικό μου ρόλο: «Μάνα!»
(…)
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.