Το νησί των δακρύων στη γη της επαγγελίας – Η ιστορία του Ellis Island
Το “Γλαρονήσι” των Ινδιάνων που έγινε πύλη εισόδου για 12 εκ. κολασμένους της γης, που καλούνταν να αποδείξουν πως ήταν “άξιοι” για τη δική τους ευκαιρία στο αμερικανικό όνειρο.
Ήταν Πρωτοχρονιά του 1892, όταν η 17χρονη Annie Moore έφτανε στις ΗΠΑ με το πλοίο Nevada, έχοντας κάνει μαζί με τα δυο μικρότερα αδέλφια της το μακρύ ταξίδι από το Cobh της Ιρλανδίας, για να συναντήσει τους γονείς της, που ζούσαν ήδη στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν ήταν φυσικά τίποτε το ασυνήθιστο σε μια χώρα βασισμένη στη μετανάστευση από τον Παλαιό Κόσμο και – ας μην το ξεχνάμε – την εξόντωση του μεγαλύτερου μέρους του αρχαιότατου ιθαγενούς πληθυσμού. Eκείνο που έκανε ξεχωριστή την άφιξη της Annie Moore ήταν το γεγονός πως ήταν η πρώτη μετανάστρια που περνούσε την είσοδο του κέντρου διαλογής μεταναστών του Ellis Island, η πρώτη από 12 εκ. ανθρώπους ως το 1954, όταν και έκλεισε το κέντρο, άνθρωποι με την ίδια προσδοκία για μια καλύτερη ζωή στο “Νέο Κόσμο”, πολλοί από τους οποίους είδαν να συντρίβονται τα όνειρά τους πριν ακόμα πατήσουν το πόδι τους στη Νέα Υόρκη. Κι αυτό γιατί από τη μια ο ταχύτατα αναπτυσσόμενος αμερικανικός καπιταλισμός εξακολουθούσε να διψάει για εργατικά χέρια, από την άλλη, οι νεοεισερχόμενοι όφειλαν να αισθάνονται κατώτεροι και παράλληλα “ευλογημένοι” για την ευκαιρία που τους δινόταν, μετά από πολυήμερες και ταπεινωτικές δοκιμασίες, που έδωσαν προσφυώς στο Ellis Island το προσωνύμιο “Το νησί των Δακρύων”.
Η αρχική μορφή του νησιού ήταν μακρόστενη, ενώ απέκτησε το σημερινό άψογα γεωμετρικό σχήμα της χάρη σε τεχνητές επεκτάσεις γης στο διάστημα 1890 – 1935. Οι πρώτοι κάτοικοί του ήταν Αμερικανοί ιθαγενείς, που το ονόμαζαν Κioshk, δηλαδή Γλαρονήσι. Οι Ολλανδοί ιδρυτές του Νέου Άμστερνταμ το 17ο αιώνα, δηλαδή της μετέπειτα Νέας Υόρκης το είπαν Νησί των Στρειδιών, ενώ στη συνέχεια απέκτησε την πρώτη θλιβερή του φήμη ως “Νησί της Κρεμάλας”, λόγω του απαγχονισμού πειρατών που λάμβανε εκεί χώρα. Τα επόμενα χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως χώρος πικνίκ, φυλακή και χώρος αποθήκευσης πυρομαχικών του στρατού, λαμβάνοντας τη σημερινή του ονομασία Ellis Island το 1861. Η συνεχής εισροή μεταναστών καθιστούσε ανεπαρκή τη δομή του Castle Clinton στο Μανχάταν, κι έτσι αποφασίστηκε η μεταφορά της υπηρεσίας στο Ellis Island, όπου και ξεκίνησαν αμέσως οι πολυετείς εργασίες επέκτασής του. Από τα αξιοπερίεργα μάλιστα είναι ότι μόνο η φυσική έκταση του νησιού ανήκει στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, ενώ η τεχνητή, που αποτελεί και το μεγαλύτερο κομμάτι του νησιού, υπάγεται σε εκείνη του Νιού Τζέρσεϊ, αν και συνολικά αποτελεί ιδιοκτησία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Η έκρηξη του μεταναστευτικού κύματος στις ΗΠΑ ξεκίνησε κυρίως μετά το 1840, αρχικά κυρίως από γερμανόφωνες χώρες, την Ιρλανδία, ιδιαίτερα με το φριχτό λιμό της πατάτας το 1845-1849 και την Αγγλία. Από το 1880 ξεκίνησε το έντονο μεταναστευτικό ρεύμα από την νότια και την ανατολική Ευρώπη, με τους νέους μετανάστες να έρχονται αντιμέτωποι με έναν όλο και λιγότερο κρυφό ρατσισμό, που πήγαινε χέρι – χέρι με τις εξαπλούμενες ιδέες περί ευγονικής, που επηρέαζαν όχι μόνο τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, αλλά και την επίσημη χάραξη της μεταναστευτικής πολιτικής των ΗΠΑ. Τα κριτήρια διαλογής γινόταν ολοένα και αυστηρότερα, ξεκινώντας από τεστ ανάγνωσης και γραφής, μέχρι λεπτομερείς ιατρικές εξετάσεις – πάντα υπό το πνεύμα φυλετιστικών και ευγονικών αντιλήψεων-, ενώ σταδιακά προστέθηκαν νέες απαγορεύσεις εισόδου, σε αρρώστους, πολύγαμους, πόρνες, όσους κρίνονταν υπερβολικά πένητες, τους αναρχικούς, τους Κινέζους και τους Ιάπωνες, τους αναλφάβητους, ενώ από το 1950 απαγορεύτηκε κι επίσημα η μετανάστευση κομμουνιστών.
H δοκιμασία των νεοφερμένων ξεκινούσε με το πού πατούσαν το πόδι τους στο νησί των δακρύων, καθώς έπρεπε να ανέβουν μια σκάλα με 50 αναβαθμίδες μέχρι να φτάσουν στο χώρο καταγραφής όπου εξετάζονταν από γιατρούς. Όποιος έδειχνε μεγαλύτερα σημάδια κόπωσης, εξετάζονταν για τυχόν καρδιακά προβλήματα, ενώ για όλους υπήρχε εξέταση για λοιμώδη νοσήματα, παρατηρούνταν τα χέρια, το πρόσωπο και τα μαλλιά. Σε μια πρακτική που θύμιζε μελλοντικά συστήματα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης ή στην καλύτερα συμπεριφορά σε ζώα κοπαδιού, οι μετανάστες μαρκάρονταν με κιμωλία στο δεξί ώμο με γράμματα της αλφαβήτου ανάλογα με το αν θεωρούνταν “πνευματικά καθυστερημένοι”, έπασχαν από τράχωμα ή από ψυχική ασθένεια. Οι υπόλοιποι “τυχεροί” περνούσαν την πόρτα με την ένδειξη “Ωθήσατε προς Νέα Υόρκη” και μπορούσαν να μεταβούν στον προορισμό τους μέσα στην πόλη ή σε άλλες πολιτείες των ΗΠΑ.
Η διαδικασία αυτή μπορούσε να κρατήσει πολλές μέρες και η διαλογή γινόταν σε διάφορες φάσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι επιβάτες έμεναν καθηλωμένοι για μέρες στα πλοία τους, πριν τους επιτραπεί η αποβίβαση. Σε μια ένδειξη του βαθιά ταξικού χαρακτήρα της διαδικασίας, οι επιβάτες της πρώτης και δεύτερης θέσης, δεν περνούσαν από το Ellis Island, αλλά μετά από μια σύντομη παρουσίασή τους αποβιβάζονταν κατευθείαν στο Μανχάταν.
Δεν ήταν μικρός ο αριθμός όσων μεταναστών δεν έφταναν ποτέ στη διαλογή, καθώς υπολογίζεται πως ένας στους δέκα έχανε τη ζωή του στη διάρκεια του πλου, καθώς τα υπερφορτωμένα πλοία αποτελούσαν εστία ασθενειών για τους φτωχότερους συνωστισμένους επιβάτες τους. Επιπλέον, κάποιοι έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια της αναμονής στο νησί, συνολικά 3000 σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές, ενώ γεννήθηκαν και 350 παιδιά.
Συνολικά 4 εκ. από τους νεοαφιχθέντες παρέμειναν στη Νέα Υόρκη, ενώ τα υπόλοιπα 8 εκ. διοχετεύθηκαν σε άλλες περιοχές, κάποιες από τις οποίες, προσπαθούσαν να προσελκύσουν φθηνά εργατικά χέρια με εκπτώσεις ναύλων ή χαμηλότοκα δάνεια. Δεν έλειπαν κι όσοι μετανάστες περιφέρονταν χρόνια μετά την άφιξή τους κατά ομάδες από πολιτεία σε πολιτεία, σε αναζήτηση εποχικής ή ευκαιριακής εργασίας.
Στη διάρκεια του Α’ και Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το Ellis Island χρησιμοποιήθηκε ως κέντρο κράτησης όσων θεωρούνταν πράκτορες ή στρατιώτες του εχθρού, κάποιες φορές με μόνο ενοχοποιητικό στοιχείο την εθνική καταγωγή τους. Μετά την πρακτική απαγόρευση μετανάστευσης το 1924, το νησί ήταν κυρίως τόπος απελάσεων μεταναστών που παραβίαζαν τους όρους εισόδου στη χώρα, κατάδικων για κακουργήματα ή ιερόδουλων.
Μετά το κλείσιμο του κέντρου διαλογής μεταναστών, το νησί παρέμενε μη προσβάσιμο, ως το 1965, όταν άνοιξε για το κοινό ως πάρκο, ενώ το 1990, μετά από δεκαετείς εργασίες ανακαίνισης, εγκαινιάστηκε το μουσείο μετανάστευσης, το οποίο, μετά από καταστροφές που προκάλεσε ο τυφώνας Σάντι το 2012, ξανάνοιξε μετά από αποκατάσταση και μερική τροποποίηση της έκθεσης τις πύλες του στους επισκέπτες.