Με την ανάσα του Σταύρου Τσιώλη
Ο Τσιώλης ενήλικας, καλείται να μιλήσει για τον Τσιώλη παιδί. Αλήθεια μήπως αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος δεν ήταν για πάντα ένα μικρό παιδί; Το βιβλίο δεν είναι μεγάλο σε έκταση, μα γεμάτο. Καθώς διάβαζα, ήταν σαν να ακούω τον ίδιο να μου αφηγείται τα γεγονότα, η φωνή του μέσα στο μυαλό μου.
[…]Κανένας μας στο σπίτι δεν άγγιξε το ρυζόγαλο. Ήταν για τον μικρό μας! Η μαμά όταν άδειαζε τον τέτζερη στα μικρά μπωλ, μάζευε με το κουτάλι ό,τι είχε μείνει και μου έλεγε “Έλα, φάε λίγο σε παρακαλώ..” Εγώ βράχος! “Είναι για το Λάκη…”, έλεγα. Δεν υπήρξα ποτέ ήρωας. Στο ρυζόγαλο, όμως, τα κατάφερα. Έμεινα με τη λαχτάρα μέχρι και σήμερα. Όταν πηγαίνω στον Βάρσο, κοιτάζω τα ρυζόγαλα, θέλω να τα αγοράσω όλα, όμως η αντίσταση μέσα μου, με οδηγεί στα γιαουρτάκια. Πέρασαν κοντά 80 χρόνια και δεν δοκίμασα ακόμα ένα ρυζογαλάκι. Πιστεύω πως τα ρυζόγαλα της γης ανήκουν στον μικρό μου αδερφό που πρέπει να ζήσει[…]
Σταύρος Τσιώλης “Κεφάλια πέντε, ανάσες τέσσερες”, Εκδόσεις Faliro House
Για να ξορκίσω το 2020, αποφάσισα τις τελευταίες του ώρες, να διαβάσω το βιβλίο του αγαπημένου Σταύρου Τσιώλη, “Κεφάλια πέντε, ανάσες τέσσερες”, που είχε μόλις φτάσει στα χέρια μου.
Σκόρπιες μαρτυρίες παιδιού από την Κατοχή, όπως γράφει και το εξώφυλλο, στο οποίο φιγουράρει ο Σταύρος μια σταλιά παιδί, με τον μικρότερο αδερφό του Λάκη. Τις έγραψε- ευτυχώς- μετά από παρότρυνση ενός αγαπημένου του φίλου, του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου, για να μην ξεχαστούν. Σε ένα φθηνό φορητό υπολογιστή, δώρο της αγαπημένης του κόρης Κατερίνας, μιας και το χέρι του ήταν τον τελευταίο καιρό αδύναμο, αποτύπωσε στιγμές δικές του, βιώματα μιας εποχής σκληρής, εκείνης της Κατοχής και του εμφυλίου.
Ο Τσιώλης ενήλικας, καλείται να μιλήσει για τον Τσιώλη παιδί. Αλήθεια μήπως αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος δεν ήταν για πάντα ένα μικρό παιδί; Έτσι τον γνώρισα κι έτσι θέλω να τον θυμάμαι, ένα αιωνίως μικρό αγόρι με αστραφτερά μάτια, ιδέες και όνειρα. Κι ας είχε κλείσει τα 78 στην πρώτη μας συνέντευξη.
Ο αφηγητής των ιστοριών λοιπόν, ο μικρός Σταύρος, γιος αντάρτη, είναι μόλις τριών όταν ξεσπά ο πόλεμος, μα ως μεγαλύτερος αδερφός, οφείλει να προστατεύσει τη μητέρα και τον αδερφό του Λάκη. Το φαγητό είδος πολυτελείας για την εποχή, η επιβίωση δύσκολη κι ο Λάκης ως παιδί ασθενικό, έχαιρε ιδιαίτερης περιποίησης. Η φτώχεια θέριζε, οι άνθρωποι έπεφταν θύματα μαυραγοριτών, έχαναν ολόκληρες περιουσίες κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί. Η περιγραφή του Τσιώλη σχετικά με την ιδιοφυή ανακάλυψη των μικρών της περιοχής να παραφυλάνε για τα αποφάγια των Γερμανών στρατιωτών, η δολοφονία ενός νέου που έφευγε από το σπίτι της αγαπημένης του μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας, η σύλληψη του πατέρα του καθώς και η επίσκεψη στη φυλακή, αλλά και η δράση των κουκουλοφόρων, δοσιλόγων είναι λίγες από τις πολλές στιγμές που ξεχωρίζουν.
Το βιβλίο δεν είναι μεγάλο σε έκταση, μα γεμάτο. Καθώς διάβαζα, ήταν σαν να ακούω τον ίδιο να μου αφηγείται τα γεγονότα, η φωνή του μέσα στο μυαλό μου. Χαρακτηριστική φωνή. Χορτάτη εγώ, να λιγουρεύομαι ρυζόγαλα και φαγητά που σκαρφιζόταν η μάνα του στην Κατοχή. Μυρωδιές, εικόνες, η ελληνική επαρχία που τόσο αγάπησε και αποτύπωσε μέσα στο έργο του. Και φυσικά τα πρώτα του σκιρτήματα, σιγά μην άφηνε ο Τσιώλης τον έρωτα εκτός.
Ναι, ο Σταύρος είναι δικαιωμένος!