ΚΥΡΙΕ!
Ε, και στο κάτω κάτω της γραφής
δεν έκανα το έγκλημα του Κάιν.
ΚΥΡΙΕ!
Μπάμπης Ζαφειράτος
Πιστός σού ήμουν μέχρι σήμερα
υπέρ το δέον, Κύριε·
αυτή την κρίσιμη στιγμή γιατί με εγκαταλείπεις;
Γιατί δεν με προειδοποίησες νωρίτερα
να ζήσω τουλάχιστον λίγο πιο συνετά;
Ένα σημάδι Σου θα μου ήταν αρκετό.
Πώς με άφησες να τρέφω ψευδαισθήσεις;
Μήπως τα του Οίκου Σου δεν νοιάστηκα;
Δεν ήμουν συνεπής;
Δεν ποίησα τις εξι ημέρες, ανελλιπώς, πάντα τα έργα Σου;
Ακόμα και την έβδομη Σου αφιέρωσα —θου Κύριε.
Σε αμφισβήτησα ποτέ; Είχα επιθυμίες παράλογες;
Κοντολογίς, δεν τήρησα όλες τις εντολές Σου κατά γράμμα;
Τι άλλο ήθελες να κάνω;
Γιατί με δοκιμάζεις, Κύριε;
Το μόνο που μπορείς να μου καταλογίσεις, Κύριέ μου,
είναι που άνθρωποι είμαστε,
και ως εκ τούτου παρασύρθηκα
από μικρές γήινες απολαύσεις υλικές.
Μπορεί να φόρτωσα τον προϋπολογισμό μου λιγάκι πιο πολύ
ζητώντας κάποιο δάνειο μικρό
—Σου το επέστρεφα άλλωστε και με το παραπάνω—
όμως, Εσύ μου επέτρεψες αυτό το βάρος να σηκώσω.
Ωστόσο, χάρη, Κύριε, πρώτα στη Χάρη Σου
και ύστερα σε αυτές τις μικροαπολαύσεις
στάθηκα πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων.
Κι όταν απείχα (τρόπος του λέγειν)
σπάνια απ’ τα καθήκοντά μου,
το έπραξα, γνωρίζεις, με βαριά καρδιά
γιατί δεχόμουν αφόρητες πιέσεις, Κύριε.
Και όπως πολύ καλά ξαναγνωρίζεις, Εσύ, ος τα πανθ’ οράς,
έπρεπε να το πράξω, για να σε προστατεύσω, Κύριε,
—και να προστατευτώ κι εγώ μαζί Σου—
Εσένα που τόσες προσβολές έχεις δεχτεί
από τους βλάστημους που πιάνουνε επί ματαίω το όνομά Σου,
και επιβουλεύονται τη θέση Σου,
αμφισβητούν αυτό το περιβάλλον που δημιούργησες για εμάς
με τη σοφία Σου.
Ε, και στο κάτω κάτω της γραφής
δεν έκανα το έγκλημα του Κάιν.
Τον αδελφό μου, τον πλησίον, τον συνάνθρωπο
αγάπησα —Συ είπας Κύριε—,
κρατώντας, βεβαίως, αποστάσεις.
Σεβάστηκα του διπλανού μου το δικαίωμα να σε αμφισβητεί,
αν και ο συνάνθρωπος δεν συμμερίστηκε ομοίως το δικό μου.
Ουσιαστικά δεν έλειψα ποτέ από το πόστο μου,
που θα μπορούσα, εφόσον Εσύ αφήνεις περιθώρια.
Μα δεν το εκμεταλλεύτηκα ποτέ, ούτε και το επικαλέστηκα.
Και στις πιο αντίξοες συνθήκες,
και οδοιπόρος και ασθενής
σε υπηρέτησα αγόγγυστα,
πολλές φορές και εξ αποστάσεως,
εν μέσω μεγάλων κρίσεων,
που τις περνάω με στερήσεις,
όποτε Εσύ κρατάς τον Οίκο σου κλειστό.
Και, Κύριε, πώς και γιατί εξαντλείς την Κρίση Σου
σε μας τους συνεπείς;
Κι οι άλλοι; Πώς θα τιμωρηθούνε αυτοί; Και πότε;
Σε τούτη ή στην άλλη Παρουσία;
Γιατί γίνεσαι τόσο άδικος μαζί μου;
Γιατί εμένα, Κύριε;
Δεν μου ταιριάζει η τιμωρία που μου επιφύλαξες.
Εγώ, κοίταζα πάντα τη δουλίτσα μου.
Πώς γίνεται να χάνω τώρα τη δουλειά μου;
Πώς;
Αλλά από ’δω και πέρα
εσύ τη δουλίτσα σου κι εγώ τη δουλειά μου!
Γιατί πολύ καλά το ξέρεις
—και κατά βάθος το ήξερα κι εγώ—
πως μόνο χάρη σ’ εμένα υπάρχεις, κύριε!
____________
Πίνακας: Ρενέ Μαγκρίτ (Βέλγιο, Βρυξέλλες, 1898-1967)
Ο ψεύτικος καθρέφτης (Le faux miroir, 1928)
Museum of Modern Art (MoMA), New York City (Λάδι σε καμβά, 54 x 80.9 cm)