«Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε…» – Η Ευτυχία που μπήκε στα σπίτια και τις καρδιές μας
Η λαϊκή ποιήτρια Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου κατέκτησε την αγάπη του κόσμου, των αφανών με το αλάνθαστο κριτήριο που ξέρουν ν’ αναγνωρίζουν τον αυθεντικό λαϊκό δημιουργό και να τον τιμούν περνώντας τον στην αθανασία. Μια μαχήτρια που δεν έχασε ποτέ το θάρρος της, ακόμα και τις φορές που η ζωή της προξένησε ανείπωτο πόνο.
Με τους στίχους της άγγιξε τα τσίσβαθα της ψυχής μας, «μίλησε» κατευθείαν στην καρδιά μας, μας έκανε να συγκινηθούμε, να χαμογελάσουμε, να ξεδώσουμε, ν’ αναλογιστούμε. Τα τραγούδια της έγιναν πολύτιμο απόκτημα των ανθρώπων, σύντροφοι στις χαρές και στις λύπες τους, συνοδοιπόροι στους καημούς και τα όνειρά τους. Το όνομά της συγκαταλέγεται στα κορυφαία των σπουδαίων δημιουργών που εμπλούτισαν με το έργο τους και κι έκαναν πιο στέρεο τον λαϊκό μας πολιτισμό. Η στιχουργός – λαϊκή ποιήτρια Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου άφησε για πάντα το αποτύπωμά της στο σώμα του ελληνικού τραγουδιού και κατέχει μια θέση ανάμεσα στους αθάνατους στυλοβάτες του λαϊκού μας πολιτισμού.
Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893 ή 1896 και έφυγε από τη ζωή στις 7 του Γενάρη 1972.
Μικρή δεν της έλειψε τίποτα. Ήταν ένα κορίτσι που ξεχώριζε για τον ατίθασο χαρακτήρα του, αλλά και για την αγάπη του στην ποίηση και το διάβασμα. Σπούδασε δασκάλα.
Με τη μικρασιατική καταστροφή έφτασε στον Πειραιά, κυνηγημένη και πάμφτωχη. Απ’ τη Σμύρνη με μια καραβιά ξεριζωμένους θα βρεθεί στο μεγάλο λιμάνι κι από κει ξεκινάει, όπως και για χιλιάδες άλλους «τουρκομερίτες» (όπως απαξιωτικά αποκαλούν πολλοί ντόπιοι τους πρόσφυγες), ο αγώνας για την επιβίωση. Παραδίδει μαθήματα σε παιδιά και ταυτόχρονα παρακολουθεί μαθήματα Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο. Όμως, η ζωή είναι απρόβλεπτη…
«Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μια καινούργια κοινωνία άλληνε…»
Συμμετέχει με κάποιο ρόλο σε μια θεατρική παράσταση που δίνεται για φιλανθρωπικό σκοπό. Η παρουσία της σπρώχνει δυο καλλιτέχνες μεγαθήρια, τον Νίκο Βέλμο και τον Αιμίλιο Βεάκη να τη γνωρίσουν στη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Η Ευτυχία μπαίνει στο χώρο του θεάτρου, όπου θα δουλέψει για χρόνια πάνω στο σανίδι, συνήθως περιπλανώμενη με μπουλούκια. Στο μεταξύ θα παντρευτεί με προξενιό έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της στην ηλικία, πλούσιο έμπορο και θ’ αποκτήσουν δυο κόρες. Θα χωρίσουν όμως, και μαζί με τις δυο κόρες της θα ξεκινήσει μια νέα ζωή, στο πλευρό του νεότερού της αστυφύλακα Γεώργιου Παπαγιαννόπουλου που τον παντρεύεται από έρωτα.
Έχει ήδη αρχίσει να γράφει στίχους, όταν η επίσης προσφυγοπούλα Μαρίκα Νίνου την προτρέπει να γνωρίσει τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ο μεγάλος λαϊκός δημιουργός διαβάζει τα χειρόγραφά της και τιθασεύει την ελεύθερη ποιητική γραφή της, δείχνοντας της την τεχνική να γράφει τραγούδια. Η Ευτυχία γράφει χωρίς σταματημό. Σε επιστολόχαρτα, οποιοδήποτε κομμάτι χαρτί βρεθεί μπροστά της, στη ράχη των πακέτων από τα τσιγάρα της, με τα κιτρινισμένα από τη νικοτίνη δάχτυλά της μεταφέρει με το μολύβι κομμάτια από τη βασανισμένη της ψυχή. Ξεριζωμός, μετανάστευση, φτώχεια, έρωτες που θριάμβευσαν ή έμειναν αδικαίωτοι, καημοί και φουρτούνες της ζωής, μεγάλες αγάπες, κοινωνικές ανισότητες και αδικία τα θέματά της. Γράφει και καπνίζει ασταμάτητα. Και παίζει χαρτιά, ασταμάτητα…
Συνεργάζεται με τους καλύτερους συνθέτες: Βασίλης Τσιτσάνης, Απόστολος Καλδάρας, Μάνος Χατζιδάκις, Θόδωρος Δερβενιώτης, Μανώλης Χιώτης, Σταύρος Ξαρχάκος, Κώστας Καπλάνης, Στέλιος Χρυσίνης, Μπάμπης Μπακάλης, Πάνος Πετσάς κ.ά.
«Το μίσος του κόσμου με δέρνει σκληρά
και φεύγω με πίκρα στα ξένα…»
Σπουδαίες φωνές ερμηνεύουν τα τραγούδια της: Στέλιος Καζαντζίδης, Καίτη Γκρέυ, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Αντώνης Ρεπάνης, Μαίρη Λίντα, Γιώτα Λύδια, Μανώλης Αγγελόπουλος, Βίκυ Μοσχολιού κ.ά.
Πολλά δημοφιλή τραγούδια φέρουν την υπογραφή της: «Ηλιοβασιλέματα», «Περασμένες μου αγάπες», «Όνειρο απατηλό», «Σε τούτο το παλιόσπιτο», «Άσπρο πουκάμισο φορώ», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Γυάλινος κόσμος», «Η διπρόσωπη», «Ένας αϊτός γκρεμίστηκε», «Συρματοπλέγματα βαριά», «Μαντουμπάλα», «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά», «Στο τραπέζι που τα πίνω», «Στου Αποστόλη το κουτούκι», «Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι», «Μου σπάσανε το μπαγλαμά», «Ανεμώνα», «Αργά, είναι πια αργά», «Λίγο λίγο, θα με συνηθίσεις», «Μα είναι και Θεός», «Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα», «Αν είναι η αγάπη έγκλημα», «Είμαι αετός χωρίς φτερά», «Τι έχει και κλαίει το παιδί», «Η Μαλάμω», «Πετραδάκι, πετραδάκι» και πολλά ακόμα.
Πολλά, άγνωστο πόσα, είναι και τα τραγούδια που έγραψε η Ευτυχία αλλά φέρουν την υπογραφή άλλων…
«Στα όπα όπα σ’ είχα και σε ζηλεύανε
να βρούνε τέτοιον άντρα κι άλλες γυρεύανε…»
Χειμώνας του 1962. Ο Γιάννης Θεοδωράκης, συντάκτης του περιοδικού «Δρόμοι της Ειρήνης», κατηφορίζει προς την πλατεία Κλαυθμώνος, όταν τη συναντά τυχαία μπροστά σ’ ένα περίπτερο. Κοντεύει τα εβδομήντα. Η Ευτυχία του ζητάει φωτιά. Ανάβουν τσιγάρο. Όταν τον αναγνωρίζει χαμηλώνει το βλέμμα της. Πιάνουν την κουβέντα μέσα στο κρύο και τη βροχή. Η Ευτυχία είναι μόνη. Πριν λίγες μέρες έχει πεθάνει η μια από τις δυο της κόρες. Χωρίς φράγκο στην τσέπη ντρέπεται να ζητήσει φιλοξενία από την άλλη της κόρη. «Δεν είναι από τους ανθρώπους που θα ζητήσουν οίκτο. Αντίθετα. Προσπαθεί πάντα να κρύβει τις φτώχειες και τα βάσανά της», θα γράψει ο δημοσιογράφος. Ίσως γιατί προτιμάει να τα κάνει στίχους…
Στιχουργός τόσων μεγάλων επιτυχιών, η Ευτυχία θα έπρεπε όχι μόνο να έχει εξασφαλίσει οικονομικά τα γηρατειά της, μα και τα παιδιά της και τα εγγόνια της, όπως συνέβη με άλλους του σιναφιού της, όμως…
«Με ελπίδες λιγοστές, έστω και απατηλές, να γυρίσεις περιμένω
ίσως βγει αληθινό, τ’ όνειρό μου το τρελό, το ναυαγισμένο…»
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Όνειρο απατηλό» (Μ’ ένα όνειρο τρελό)
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου πορεύτηκε στην πολυτάραχη ζωή της αναμετρούμενη με τις κακουχίες, τα βάσανα, αλλά και τα πάθη της. Σε αντίθεση όμως με άλλους η ίδια με το πάθος της δεν έβλαψε άνθρωπο. Το αντίθετο μάλιστα… Δεν αρνήθηκε, ποτέ, να μοιραστεί ή και να προσφέρει ακέραιο το έχω της σ’ αυτόν που το είχε ανάγκη. Κι όμως, έναν τέτοιο άνθρωπο, βρέθηκαν κάποιοι να τον εκμεταλλευτούν αισχρά πατώντας στις δικές του οικονομικές ανάγκες.
Με την ίδια, μεγάλη ευκολία που έγραφε στίχους, τούς πουλούσε κοψοχρονιά για να εξασφαλίσει τα προς το ζην αλλά και για να ικανοποιήσει το πάθος της για τη χαρτοπαιξία. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία περίπου 400 από τα τραγούδια της φέρουν την υπογραφή της, ενώ εκατοντάδες είναι αυτά που ηχογραφήθηκαν χωρίς τ’ όνομά της να βρίσκεται στη θέση του στιχουργού. Για να είμαστε ακριβείς, στη θέση της βρίσκεται το όνομα κάποιου άλλου. Κι όχι πάντα με τη δική της συναίνεση…
«Γιατί, βρε άνθρωπε κουτέ, δεν φιλοσόφησες ποτέ στη σύντομη ζωή σου,
παρά κλαις και μαραζώνεις και το κέφι σου χαλάς.
Κει που πήγαν τόσοι άλλοι, και μικροί, μα και μεγάλοι,
κάποτε, κάποτε κι εσύ θα πας…»
Η Ευτυχία έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της φτωχικά και με στερήσεις, αναγκασμένη να γράφει τραγούδια μέχρι λίγο πριν το θάνατό της. «Μεγάλα» της όνειρα ήταν ένα «ζεστό σπίτι, το καλό μολύβι, οι γελαστές κόρες και τα ξένοιαστα εγγόνια», όπως έλεγε.
Όπως οι αληθινά μεγάλοι, δεν διεκδικούσε την προβολή της, δεν έχτιζε και δε νοιαζόταν για την «υστεροφημία» της, δεν χώραγε σε καλούπια, δεν μπήκε σε κυκλώματα. Αν διάλεγε άλλο δρόμο τότε θα μπορούσε να έχει τα πάντα. Ίσως όμως να μην κατακτούσε ποτέ την αγάπη του κόσμου, των αφανών με το αλάνθαστο κριτήριο που ξέρουν ν’ αναγνωρίζουν τον αυθεντικό λαϊκό δημιουργό και να τον τιμούν περνώντας τον στην αθανασία.
«Κουράγιο δόλια μου καρδιά, τα σύρματα να σπάσεις
και αν η ζωή σε χτύπησε, το θάρρος σου μη χάσεις…»
Αυτή ήταν η λαϊκή ποιήτρια Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Μια μαχήτρια που δεν έχασε ποτέ το θάρρος της, ακόμα και τις φορές που η ζωή της προξένησε ανείπωτο πόνο. Σ’ όσους τη χαρακτήριζαν απαισιόδοξη απαντούσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Τι να γίνει; Αυτά ζούσα, αυτά έβλεπα. Αυτά έγραφα»…