Ο Διαστημικός Κέβιν
Πολύς ντόρος έγινε για το αν η συγνώμη του ηθοποιού ήταν ειλικρινής ή υποκριτική. Αντεγκλήσεις επί αντεγκλήσεων στα social media με υποστηρικτές να λένε πόσο «καλό παιδί» και «αδαμάντινος χαρακτήρας» είναι και με σφοδρούς επικριτές να τον κατηγορούν πως «την πέφτει» συστηματικά, στα όρια ή υπερβαίνοντας το νόμο και τα χρηστά ήθη, σε άλλους/άλλες).
«Spacey» σε ελεύθερη και αδόκιμη μετάφραση από τα αγγλικά είναι ό ευρύχωρος, ο έχων «άπλα». Σε πιο στρωτή απόδοση είναι ο «αιθέριος», ο ονειρεμένος. Και η καριέρα του γνωστού ηθοποιού που βρίσκεται τις τελευταίες μέρες στο προσκήνιο, του Κέβιν Σπέισι, μπορεί να μην είναι ονειρεμένη, αλλά είναι τουλάχιστον αξιοθαύμαστη. Ο Κέβιν Σπέισι είναι (ήταν; όχι, είναι ακόμα) ένας απ’ τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, της γενιάς που διαδέχτηκε τους Αλ Πατσίνους και τους Ρόμπερτ Ντε Νίρους και προηγήθηκε των Ματ Ντεημόνηδων και Ήθαν Χώκηδων. Θαυμάσιο ταλέντο με έφεση τόσο σε δραματικούς, όσο και σε κωμικούς ρόλους, έκανε αίσθηση το 1995 όταν υποδύθηκε τον απατεωνίσκο Verbal Kint στους «Συνήθεις Υπόπτους» ενώ το 1997 ενσάρκωσε άριστα τον απόκοσμο «άνιωθο» δολοφόνο στην ταινία Seven. Ο ρόλος όμως που τον μετέτρεψε σε καθαυτό πρωταγωνιστή ήταν αυτός του φρικαρισμένου οικογενειάρχη στο American Beauty (1999), μια ταινία που κατά διαβολική σύμπτωση έχει σημεία επαφής με αυτά που μαθαίνουμε αυτό τον καιρό για τον γνωστό ηθοποιό1. Τέτοια σημεία μπορεί να βρει ο θεατής και στην πολύ επιτυχημένη τηλε- ή μάλλον ιντερνετο-οπτική σειρά House of Cards2, όπου ο Σπέισι υποδύεται άριστα τον μακιαβελικό Δημοκρατικό βουλευτή-τομάρι που δε διστάζει μπροστά σε τίποτα, και η οποία κάνει πάταγο τα τελευταία χρόνια.
Και από κει θα το πιάσουμε κι εμείς. Όχι γιατί ο Κέβιν Σπέισι είναι μακιαβελικός στην προσωπική του ζωή (δεν είναι, μάλλον), αλλά γιατί είναι ένας απ’ τους πολύ γνωστούς υποστηρικτές των Δημοκρατικών στο Χόλυγουντ, ένας κλασσικός «πασόκος», όχι τόσο αριστερός σαν τη («λαφαζανικιά» θα τη λέγαμε) Σούζαν Σάραντον αλλά μετριοπαθής-κεντρώος-«ποταμίσιος», σαν το Χιλαρό-σκυλο τον Τζώρτζ Κλούνει ας πούμε. Η πάστα αυτή των celebrities στις ΗΠΑ είναι γνωστή για τις ευαισθησίες της για όλη την γκάμα των δευτερευουσών αντιθέσεων που όντως υπάρχουν στον καπιταλισμό (από το σεξισμό μέχρι την προστασία του περιβάλλοντος) πλην της βασικής. Και όμως ο ταλαντούχος ηθοποιός έγινε θέμα στα ΜΜΕ και το διαδίκτυο γιατί φέρεται να συμπεριφέρθηκε ανάρμοστα (στην καλύτερη των περιπτώσεων) σε έναν ανήλικο πριν από αρκετά χρόνια. Συγκεκριμένα ο ηθοποιός Άντονυ Ραππ τον κατηγόρησε ότι, προ 30ετίας, σουρωμένος ων, τον παρενόχλησε/του επιτέθηκε σεξουαλικά, όταν το θύμα ήταν 14 ετών. Βαρύ παράπτωμα, ή μάλλον έγκλημα αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς. Ο Κέβιν Σπέισι με τη σειρά του προχώρησε σε μια δημόσια δήλωση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έλεγε στο πρώτο μέρος της περίπου τα εξής: «Δεν θυμάμαι να έκανα κάτι τέτοιο, αν το έκανα μάλλον ήμουν τελείως “ζάντα”. Αυτό δε μειώνει τη μαλακία μου και γι’ αυτό ζητώ ειλικρινά συγνώμη από τον Άντονυ για τον πόνο που φέρομαι να του προκάλεσα». Υπήρχε όμως και ένα δεύτερο μέρος, περίπου αυτό: «Και μια που το φερε η κουβέντα, επειδή όλο με κουτσομπολεύετε γι’ αυτό το θέμα, να ξέρετε ότι είμαι γκέι, και καλό θα είναι να μην ντρέπομαι να το λέω από δω και στο εξής».
Πολύς ντόρος έγινε έκτοτε για το αν η συγνώμη ήταν ειλικρινής ή υποκριτική. Αντεγκλήσεις επί αντεγκλήσεων στα σόσιαλ μύδια με υποστηρικτές να λένε πόσο «καλό παιδί» και «αδαμάντινος χαρακτήρας» είναι και με σφοδρούς επικριτές να τον κατηγορούν ως «predator» (αδόκιμη μετάφραση: αυτός που συστηματικά «την πέφτει», στα όρια ή υπερβαίνοντας το νόμο και τα χρηστά ήθη, σε άλλους/άλλες). Ακόμα περισσότερο ντόρο προκάλεσε η εθελούσια αποκάλυψη3 του σεξουαλικού προσανατολισμού του. Εγέρθηκε το ερώτημα αν ήταν μια κίνηση αντιπερισπασμού για να αποστρέψει τα φώτα της δημοσιότητας από το κύριο, την παραβατική συμπεριφορά προς έναν ανήλικο. Κατηγορήθηκε μάλιστα ο ηθοποιός ότι με τον τρόπο του μπορεί να οδηγήσει κάποιους να «τσουβαλιάσουν» συνειρμικά την έννοια του ομοφυλόφιλου με αυτή του «sexual offender» ή και του παιδεραστή, πράγμα αδιανόητο.
Στο μπαράζ των δημοσιευμάτων και των δηλώσεων, δεν υπάρχει κάτι το πρωτότυπο. Κάθε φορά που ένα δημόσιο πρόσωπο έρχεται στο προσκήνιο για κάτι που διέπραξε, μπαίνουν τα ίδια και τα ίδια ερωτήματα.
Η αγάπη του κόσμου για έναν ηθοποιό, πολιτικό ή… πυρηνικό επιστήμονα «ισοφαρίζει» ή υπερνικά τα όποια παραπτώματά του; Ο καλλιτέχνης/δημόσιο πρόσωπο δηλαδή «δεδικαίωται»; Απ’ την άλλη, ένας διάσημος πρέπει να υπόκειται σε ακόμα μεγαλύτερη κριτική λόγω του ότι αποτελεί πρότυπο, για μερικούς; Και οι όποιες συγνώμες του είναι εκ προοιμίου υποκριτικές και «δικηγορίστικες»; Και ο χρόνος ή άλλοι παράγοντες; Σχετικοποιούν/αμβλύνουν και αυτοί τα πράγματα; Τα «ήμουνα μικρός», «είχα πιει», «με παρέσυραν» κλπ. έχουν θέση στη συζήτηση;
Χωρίς να διακωμωδούμε σοβαρές καταστάσεις, είμαστε σίγουροι ότι συμφωνούμε με όλα τα πράγματα που έκανε ο πχ. ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Κολόμβος, ο Αϊνστάιν, ο Αθανάσιος Διάκος; Ας υπερβάλλουμε ακόμα περισσότερο. Αν, το 2049 μαθαίναμε ότι ο Jon Doe εφευρέτης του εμβολίου για το AIDS, που έσωσε εκατομμύρια ανθρώπους από το θάνατο τη δεκαετία του 2040, είχε το 2019 σκοτώσει και τεμαχίσει τη σύζυγό του και μετά είχε βγει στη Νικολούλη του Fox News κάνοντας τον ανήξερο, ποια θα ήταν η στάση μας απέναντί του;
Αυτονόητη η καταδίκη των απρεπών η/και εγκληματικών συμπεριφορών (από όποιον και από όποτε). Αλλά μετά αρχίζουν τα «ναι μεν αλλά». Οι «συνθήκες», το «concept», το «background». Και μολονότι πολύ «λίγα» για να σώσουν τον θύτη, υπαρκτά.
1. Όπως έγινε γνωστό ο πατέρας του Κέβιν Σπέισι ήταν ναζί και βίαζε συστηματικά τον αδελφό του ηθοποιού. Πτυχές αυτής της θεματικής, σε λιγότερο φρικαλέα μορφή, υπάρχουν και στο American Beauty
2. Υπάρχουν στιγμές στην σειρά που η σεξουαλικότητα του βασικού ρόλου τίθεται υπό διακριτική ή… λιγότερο διακριτική αμφισβήτηση
3. Λανθασμένα χρησιμοποιήθηκε από κάποιους ο ανεπίσημος αγγλικός όρος «outing». «Outing» ονομάζεται η, συνήθως παρά τη θέληση του ενδιαφερομένου, δημοσιοποίηση της ομοφυλοφιλικής του ιδιότητας από κάποιον τρίτο. Το λεγόμενο στην Ελλάδα «τον έκανε βούκινο».