Ναπολέων Λαπαθιώτης – “Με την ελπίδα πως θα ‘ρθει μια μέρα καθώς όλοι να χρησιμοποιηθώ εις τον Αγώνα”
Γνώρισε την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων από κοντά, συμπεριέλαβε τα βιώματά του αυτά στο έργο του, αλλά έκανε και τις επιλογές του. Υπερέβη τα ταξικά τείχη που αντικειμενικά τον χώριζαν από αυτόν τον κόσμο, γεγονός που εκδηλώνεται σαφώς στην απόφασή του να υποστηρίξει το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, με καταγωγή από μεγαλοαστική οικογένεια, μοναχογιός, με πατέρα ανώτερο αξιωματικό και βενιζελικό, μεγάλωσε με πάμπολλες υλικές ανέσεις και ιδιαίτερη τρυφερότητα και πήρε μια εξαιρετική και πολυδιάστατη μόρφωση (λογοτεχνία, μουσική, ζωγραφική και ξένες γλώσσες). Οι γονείς του δεν του στέρησαν από μικρή ακόμα ηλικία τη διάθεσή του να εκφραστεί καλλιτεχνικά. Απεναντίας τον προέτρεψαν και τον υποστήριξαν.
Γνωρίστηκε από τη νεαρή του ηλικία με ανθρώπους των Γραμμάτων (Αριστομένη Προβελέγγιο, τον Φώτο Πολίτη, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, τον Κωστή Παλαμά, τον Κώστα Βάρναλη) και έκανε από νεαρή ηλικία απόπειρες να γράψει. Συμμετείχε σε έκδοση περιοδικών, ενώ το 1914 δημοσίευσε στο περιοδικό «Νουμάς» το ποίημά του «Μανιφέστο» με το οποίο στηλιτεύει (με κάποια δόση αλαζονείας) τη γενιά του 1880 για τη συμβολή της στην αποτελμάτωση της ποίησης.
Ηταν άτομο που, όπως ειπώθηκε, διέθετε μοναδική μόρφωση για την εποχή του αλλά και προσωπικότητα περίπλοκη και αντιφατική. Οπως στη νεότητά του έτσι και στην ωριμότητά του σκανδάλιζε την αθηναϊκή κοινωνία με την αντισυμβατικότητα, την αθεΐα, την αμφισβήτηση στις υποκριτικές αστικές αξίες, την τόλμη του να δηλώνει ανοιχτά τη συμπάθειά του στην κομμουνιστική ιδεολογία.
Προκαλώντας μάλιστα την αστική ευπρέπεια, δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να κρύψει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του. Μετά από την παρέμβαση της λογοκρισίας για το ποίημά του «Επεισόδιο», όπου γινόταν άμεση αναφορά στον ομοφυλοφιλικό έρωτα «ο Λαπαθιώτης έστειλε ένα μπιλιέτο στον Τάκη Μπαρλά, μέλος της Επιτροπής Λογοκρισίας, όπου υποτίθεται ότι δήλωνε τη μεταμέλειά του […]. Η γραπτή συγγνώμη του, βέβαια, μετατρέπεται σε σατιρική επίθεση (με πολλαπλούς αποδέκτες: τη δικτατορία, τους λογοκριτές, τη συντηρητική κοινωνία) στον τελευταίο στίχο του ποιήματος που άλλαξε για να ικανοποιεί, υποτίθεται, τη λογοκρισία. Ετσι το “Ψηλό, λιγνό, τρελό για χάδι/δουλεύει σ’ ένα μαγαζί./ Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ/ και κοιμηθήκαμε μαζί!…” γίνεται “Ψηλό, λιγνό, τρελό για χάδι/δουλεύει σ’ ένα μαγαζί./ Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ/ μα δεν πλαγιάσαμε μαζί!…”, αλλαγή που, συν τοις άλλοις, μαρτυρεί την εφευρετικότητα αλλά και τη σκωπτική/ειρωνική/σατιρική διάθεση που ο Λαπαθιώτης επεδείκνυε κάθε τόσο με πλείστες αφορμές».1
Οσον αφορά το έργο του, μπορούμε να πούμε ότι στάθηκε πιο κοντά στη ρομαντική παράδοση με μια όμως πιο ιδιαίτερη λεπταισθησία. Μαζί με άλλους ποιητές της γενιάς του ’20 εκφράζεται με μια ποίηση αντι-ρητορική, μια ποίηση χαμηλών τόνων όπου το βίωμα μετουσιώνεται σε τέχνη. Μια τέχνη στην οποία ξεχειλίζει ο λυρισμός, το συναίσθημα και η μουσικότητα του στίχου.
Επειδή όμως η εποχή, οι δεκαετίες του ’20 και του ’30, είναι εποχή πραγματικά τραγική για τα εργατικά – λαϊκά στρώματα αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αντανακλάται στην ποίησή του όπως και στην ποίηση και άλλων νεορομαντικών ποιητών της γενιάς του. Και μέσα από αυτήν την αντανάκλαση γίνεται αισθητή η καταδίκη αυτής της φθαρμένης και διεφθαρμένης κοινωνικής πραγματικότητας. Ισως αυτός είναι κι ο λόγος που η βιβλιογραφία στάθηκε περισσότερο στην εκκεντρικότητα και τη σεξουαλικότητά του παρά στις κοινωνικές παραμέτρους του έργου του. Ισως, επίσης, είναι αυτός ο λόγος που συνολικά οι ποιητές αυτής της γενιάς υποβιβάστηκαν σε «ελάσσονες» και «παρακμιακούς».
Αποτέλεσε αντιφατική προσωπικότητα, γιατί στη ζωή, στη σκέψη και την ποίησή του η «φυγή μακριά από την πραγματικότητα σ’ ένα κόσμο πλαστό και μετέωρο», όπως επισημαίνει ο Βάρναλης2, συνυπήρχε με την τάση του να ζει την πραγματικότητα, να έρχεται σε επαφή με λαϊκούς ανθρώπους, αλλά και ανθρώπους του υποκόσμου, γυρίζοντας την πλάτη στην τάξη του. Κι αυτό, ενώ θα μπορούσε να έχει μια ζωή ανέμελη, μέσα στη χλιδή, αδιάφορη για τη φτώχεια και τη δυστυχία του λαού ή, γιατί όχι, να κάνει επιτυχημένη καριέρα με δεδομένη την κοινωνική θέση της οικογένειάς του.
Επέλεξε όμως να είναι ένας από τους βασικούς θαμώνες του «Μπάγκειου», μαζί με τον Αγρα, τον Φιλύρα, τον Καρυωτάκη, τον Ανθία, τον Ζώτο και άλλους. Το υπόγειο αυτό καλλιτεχνικό στέκι συγκέντρωνε πέρα από τους καλλιτέχνες και το λαϊκό κόσμο της πλατείας Ομονοίας3.
Γνώρισε, λοιπόν, την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων από κοντά, συμπεριέλαβε τα βιώματά του αυτά στο έργο του, αλλά έκανε και τις επιλογές του. Υπερέβη τα ταξικά τείχη που αντικειμενικά τον χώριζαν από αυτόν τον κόσμο, γεγονός που εκδηλώνεται σαφώς στην απόφασή του να υποστηρίξει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ενδεικτική αυτής της επιλογής του είναι επιστολή του στον «Ριζοσπάστη», που την παραθέτουμε:
Καλέ μου «Ριζοσπάστη»,
Σε παρακολουθώ ολοένα, και με πιστήν συμπάθειαν απ’ τον καιρόν που παρουσιάσθης και εγκαινίασες την φλογεράν πολεμικήν σου εναντίον της κοινωνικής αθλιότητος και της βλακείας που μας περικυκλώνει. Σε θεωρούσα πάντα σαν έναν τίμιον φίλον κι ένα εντευκτήριον μαζί κοινόν όλων εκείνων των ανθρώπων που ζουν πνευματικά και θέλουν την διάνοιάν των υπεράνω των καθημερινοτήτων, λυπημένος που δεν μπόρεσα ως τα τώρα ν’ αναμιχθώ ενεργότερα στην δράσιν σου.
Κάθε μέρα όμως που περνά βλέπω πως τα πράγματα βαδίζουν ραγδαιότερα και πλέον επιτακτικά. Εκείνο που προχθές ήταν μία ευγενική διάθεσις και χθες μία ωραία προσπάθεια σήμερα πλέον αποβαίνει μία ανάγκη σιδηρά. όπως κι αν κάμωμε, προς οποιονδήποτε δρόμο κι αν στραφούμε, το ίδιο πρόβλημα προβάλλει απ’ όλες τις μεριές και μας ζητεί μίαν λύσιν.
Οποθενδήποτε κι αν ορμώμεθα – οι μεν από την φυσικήν πνευματικήν ευγένειάν τους, οι δε από την άμεσον άναγκην της λυτρώσεως – σήμερα συναντώμεθα όλοι επί ταυτόν. ο Σκοπός επείγει.
Μ’ αυτό το γράμμα θέλω να σου διαπιστώσω, ότι ανήκω στας τάξεις των ολόθερμων στρατιωτών σου, πρώτη φορά γυμνά χωρίς προσχήματα σ’ εκείνους που παλαίουν για τον σκοπόν.
Με την ελπίδα πως θα ‘ρθει μια μέρα καθώς όλοι να χρησιμοποιηθώ εις τον Αγώνα.
Σε χαιρετώ με το κεφάλι ψηλά
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ4
Το 1927 ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε την ανοιχτή επιστολή του ποιητή προς τον Αρχιεπίσκοπο5 που δημόσια του ζητάει να μην τον υπολογίζει πλέον ως μέλος του «ποιμνίου» του. «[…] Επιπλέον, έχω φθάσει στο συμπέρασμα ότι, μεταξύ της φιλοσοφίας και του κηρύγματος του Ιησού, και της σημερινής αποστολικής εκκλησίας, υπό την αληθινήν όψιν με την οποίαν αυτή κινείται και ενεργεί, η απόστασις και η παρεξήγησις είναι τεραστία.
Βλέπετε, το χάσμα είναι ριζικόν και ανεπανόρθωτον. Δεν πιστεύω σε τίποτε απ’ ό,τι πιστεύετε, και δεν επιθυμώ να διατηρώ, έστω και προσχηματικά, δεσμούς με κάτι το οποίον θεωρώ παιδαριώδες, οσάκις δεν το θεωρώ εγκληματικό.
Με την ελπίδα ότι αυτό μου το γράμμα – γραμμένο, το τονίζω, γαλήνια, συνειδητά και αποφασιστικά – θα συντελέσει ώστε να παύσω και κατά τους τύπους – αφού κατ’ ουσίαν έχω παύσει προ πολλού – να λογίζομαι, οπωσδήποτε, μέλος του θρησκευτικού σας ποιμνίου».
Στη διάρκεια της Κατοχής ζούσε στο πατρικό του στα Εξάρχεια μέσα στη φτώχεια. Περίπου ένα χρόνο πριν από την αυτοκτονία του ήρθε σε επαφή με αντάρτες του εφεδρικού ΕΛΑΣ Εξαρχείων και σε μία συμβολική κίνηση τους παραδίδει τα όπλα του πατέρα του, που ήταν στρατιωτικός.
Η κοινωνική στάση και η σχέση του με το κομμουνιστικό κίνημα είναι έκδηλη στο ποίημα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» το 19326. Το παραθέτουμε ολόκληρο:
Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου
…Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι – ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης – οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι – και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μυγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…
* * *
Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δώσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής – με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…
* * *
Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές – και φτάνουν, όλο φτάνουν, όλο φτάνουν – σέρνοντας τις θολές τους τις καρδιές, με την ακατάλυτη στοργή, και με τ’ ανεξερεύνητα τα μίση – για να σε μάθουν πράματα μεγάλα – πράματα μεγάλα κι’ αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις.
* * *
Ερχονται τώρα, με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε πατήσουν με τ’ αγροίκα πόδια τους, να σε ποδοκυλίσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι – να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, με το θυμό που σπάνε τ’ αποστήματα – να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα – να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή…
* * *
Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι – κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι – που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα – πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…
* * *
Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους, γιατί πεινούσαν και διψούσανε γι’ αγάπη – και συ τους πότιζες, δεν ξέρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή…
* * *
Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό που κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό· γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσκοβολήσουν τα ρόδα· γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά τους όψη! Τότε κι η Στοργή θα κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους…
* * *
Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύριστα, για πάντα, και τα κλαμένα βλέφαρα στεγνώσουν, και γίνουν ιλαρά τα μάτια πάλι – τότε μονάχα θα ξανακουστεί, μεσ’ απ’ τα μαύρα βάθη της αβύσσου, χαρμόσυνη, λαμπρή κι αγγελική, μια φοβερή κι απέραντη φωνή – φωνή της μακρινής κι ακατανόητης, τώρα, Σοφίας της Δημιουργίας…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
* Ολόκληρη η ρήση αυτή του Λαπαθιώτη είναι: «Η κομμουνιστική κοινωνία είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της μένει παρά να επιστρέψει στο σκοτάδι και στην αποκτήνωση».
1. «Ναπολέων Λαπαθιώτης, Διηγήματα και άλλα πεζά», φιλολογική επιμέλεια Μάνος Τραϊανός, Θεσσαλονίκη 2012 (πρωτεύουσα μεταπτυχιακή εργασία, Τομέας ΜΝΕΣ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ 2012).
2. Κώστας Βάρναλης, «Αισθητικά – Κριτικά, Β’», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1981, σ. 271.
3. Η πλατεία Ομόνοιας εκείνη την εποχή έχει πλέον χάσει τον αρχικό κοσμικό χαρακτήρα της και γίνεται στέκι ανθρώπων από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, περιθωριακών και όσων γενικά η κοινωνία βγάζει στο περιθώριο.
4. Μια επιστολή, «Ο αγών μας και οι διανοούμενοι», «Ριζοσπάστης» 13/6/1921, έτος Δ’ αρ. φύλλου 1931, σελ. 2.
5. Ανοικτή επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, «Ριζοσπάστης» 6/8/1927, Περίοδος Γ’, Χρόνος Θ’, αρ. φύλλου 344 , σελ. 3.
6. «Νέοι Πρωτοπόροι», Φλεβάρης 1932, φύλλο 3, σελ. 87.