– Χρόνια πολλά Τσιτσάνη, έγινες εκατόν έξι χρονών

“Σαν οδοιπόρος, σαν ασκητής, σαν προφήτης, πορεύτηκε στο χρόνο δημιουργώντας ήχους που έφτασαν στις μέρες μας σαν το γιασεμί που ποτέ δεν χάνει το άρωμά του. Ακολουθώ τη μνήμη που θέλει πεισματικά να ζει…”

Στις 18 Γενάρη 2021 συμπληρώθηκαν 106 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου λαϊκού συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη και, ταυτόχρονα, 37 χρόνια από το θάνατό του (έφυγε από τη ζωή στις 18 του Γενάρη 1984). Με αφορμή αυτήν την επέτειο, ο βιογράφος του Τσιτσάνη, γλύπτης Σώτος Αλεξίου, έστειλε στον Ριζοσπάστη το παρακάτω κείμενο για τον μεγάλο δημιουργό, το οποίο αναδημοσιεύουμε.

Ο Σώτος Αλεξίου έχει γράψει τα βιβλία: «Βασίλης Τσιτσάνης: Η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού» (εκδόσεις «Καστανιώτη»), «Ο Ξακουστός Τσιτσάνης» (εκδόσεις «Κάκτος»), «Βασίλης Τσιτσάνης – ο μεγάλος δρόμος» (εκδόσεις «Μετρονόμος») και «Μια Ζωή ή δυο φορές» (εκδόσεις «Μετρονόμος»).

«Σαν χθες, σαν σήμερα, σαν τώρα… »
του Σώτου Αλεξίου
Πηγή: Ριζοσπάστης

«…στόχευε στο βάθος των
συναισθημάτων εκεί που ο
άνθρωπος
έχει ανάγκη να βρει κάτι να
ξεπεράσει τη θλίψη του…»

Παραμονή Πρωτοχρονιάς λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Φτάνω στη Θεσσαλονίκη με το τρένο ακολουθώντας τα ίχνη του Τσιτσάνη.

Κοιτώ γύρω μου, ξένο πουλί σε ξένη φωλιά και προχωρώ προσεκτικά. Ανοίγω την πόρτα του σταθμού και κάνω ένα – δυο βήματα έξω. Το ψύχος με σκοτώνει, με σπρώχνει πίσω στην αίθουσα. Κάθομαι στο παράθυρο και κοιτώ τον κόσμο που φεύγει βιαστικά.

Σκέπτομαι τον Τσιτσάνη και τη μοίρα του.

Η αίθουσα αδειάζει.

Παρατηρώ ένα νεαρό ψηλόλιγνο άντρα με ένα μπουζούκι στο χέρι, και ένα καπέλο του μπέιζ μπολ στο κεφάλι χωμένο μέχρι τα αυτιά του.

Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει. Γλιστρά στον πάγο και με δυσκολία ξαναβρίσκει την ισορροπία του. Προχωράει με αργό βήμα, σφίγγει γερά πάνω του το μπουζούκι, χουχουλιάζει τα χέρια του προσπαθώντας να τα ζεστάνει και χώνεται σε ένα ταξί.

«Στο Ντεπό οδός Στρωμνίτσης», λέει στον οδηγό. Το ταξί φεύγει αφήνοντας πίσω μια άσπρη γραμμή από την εξάτμιση σαν απαλό άσπρο σύννεφο.

Οδός «Στρωμνίτσης».

Σαν γροθιά σαν κραυγή σαν ξυπνητήρι.

Η λέξη Στρωμνίτσης πέρασε μέσα μου σαν βουή ανέμου. Σαν ήχος πιστολιάς που δεν βρήκε το στόχο και κατέληξε πάνω σε σωρό από λαμαρίνες.

Μνήμες μιας άλλης εποχής, κραυγαλέα φορτισμένες, με οδυνηρά σκληρά συναισθήματα.

Μίσος, αγάπη, προδοσία, παλικαριά, δειλία, πόνος, στο τέλος το σύμπαν καραδοκεί να σε αφανίσει.

Κάνω το ταξίδι στο βάθος της μνήμης. 1943. Μπαίνω στην ταβέρνα «ΜΠΟΕΜ» (ταβέρνα την Κατοχή στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Αποστόλου Παύλου 72, του Καραουλάνη). Κάθομαι στο βάθος της αίθουσας, στο σκοτάδι. Στο πάλκο τρεις νεαροί άντρες, με αδύνατα μελαγχολικά πρόσωπα, τραγουδάνε βαριά λυπητερά ρεμπέτικα τραγούδια. Μια κιθάρα και ένα μπουζούκι. Ενας μόρτης χορεύει με το κεφάλι κάτω.

Η ώρα προχωράει αργά. Δέκα και πέντε η πόρτα ανοίγει με θόρυβο. Μπαίνουν μέσα τρεις ταγματασφαλίτες. Κάθονται μπροστά μπροστά, διώχνοντας με βίαιο τρόπο μια άλλη παρέα. Βάλανε τα πιστόλια πάνω στο τραπέζι και άρχισαν να κάνουν φασαρία.

Στα βουνά τα παιδιά με την καρδιά γεμάτη όνειρα που τα «φώναζαν αλήτες», και στις πόλεις να αλωνίζουν οι δοσίλογοι με τις συμμορίες τους.

«Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει
κοντά σου θα ‘ρθει μια χαραυγή
καινούρια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή».

Μένω στο βάθος του κόσμου. Μιας δύσκολης και ανελέητης εποχής, που εμφανίζεται μπροστά μου σαν αρνητικό ασπρόμαυρο φιλμ που περιμένει στο σκοτεινό θάλαμο να εμφανιστεί.

Το 1938 ο Τσιτσάνης υπηρετεί τη θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη. Παραμονή Πρωτοχρονιάς επιστρέφει από την Αθήνα με το τρένο.

Σαν οδοιπόρος, σαν ασκητής, σαν προφήτης, πορεύτηκε στο χρόνο δημιουργώντας ήχους που έφτασαν στις μέρες μας σαν το γιασεμί που ποτέ δεν χάνει το άρωμά του.

Ακολουθώ τη μνήμη που θέλει πεισματικά να ζει.

Τυλίγομαι σφιχτά στο παλτό μου και βγαίνω έξω. Ενα ολόγιομο φεγγάρι φωτίζει τον παγωμένο δρόμο.

Κρυώνω. Προχωρώ προσεκτικά προς τη στάση των λεωφορείων.

Η Θεσσαλονίκη είναι σκληρή το χειμώνα για τους νότιους.

Μόλις προλαβαίνω το τελευταίο λεωφορείο για το Ντεπό. Εγώ και άλλα δυο άτομα είμαστε οι μοναδικοί τελευταίοι επιβάτες για απόψε.

Είναι ένα ζευγάρι περασμένης ηλικίας, κάθονται αγκαλιασμένοι στο τέλος του λεωφορείου.

Το σκληρό φως κάνει τα πρόσωπά τους να μοιάζουν με μάσκες αρχαίου θεάτρου. Μιλούν χωρίς να ακούγονται λες και φοβούνται μην ταράξουν την αυτοσυγκέντρωση του οδηγού που τρέχει στον άδειο δρόμο να προλάβει να αφήσει το λεωφορείο στο αμαξοστάσιο και να τρέξει σπίτι του πριν τον βρει ο νέος χρόνος στον δρόμο.

Εμεινα μόνος. Το ηλικιωμένο ζευγάρι κατέβηκε πριν από δυο στάσεις.

Ερημιά, θλίψη, αποσύνθεση.

Λεωφορείο χωρίς επιβάτες, κόσμος χωρίς ζωή, χωρίς ελπίδα.

Στριμώχτηκα στο παράθυρο, ευχήθηκα να ήμουν αόρατος. Ενιωσα τον φόβο να με τυλίγει καθώς τα φώτα του λεωφορείου σιγά σιγά χαμηλώνουν.

Το μυαλό μου παίρνει περίεργες στροφές.

Ζητώ καταφύγιο στην περασμένη μου ζωή.

Ερχεται δίπλα μου η Μπέλλου σαν σύννεφο, σαν βροχή, σαν καταιγίδα, και τραγουδά μόνο για μένα.

«Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά
περιπλανώμενος, δυστυχισμένος,
μακριά απ’ της μάνας μου την αγκαλιά»

Τα φώτα έσβησαν εντελώς, μόνο ο θόρυβος της μηχανής ακούγεται σαν διάγγελμα θανάτου.

«Νεαρέ, εδώ είναι το τέρμα», μου λέει γλυκύτατα ο οδηγός. «Δέκα μέτρα πιο κάτω είναι το 20 που ζητάς. Καλή χρονιά και να προσέχεις».

Σαν απομεινάρι βροχής, σαν υπόλοιπο σκληρού άντρα κατέβηκα αργά αργά από το λεωφορείο.

Στρωμνίτσης 20. Ο μεταλλικός αριθμός 20 ξεθωριασμένος μπλε πάνω από την εξώπορτα ξεχωρίζει δύσκολα. Στο φως του φεγγαριού οι σκιές παίρνουν το χρώμα της σκούρας ώχρας. Μια μονόφυλλη σιδερένια εξώπορτα με απλή κλειδαριά. Την ανοίγω, περνάω και κλείνω αμέσως κρατώντας έξω τους φόβους που με ακολουθούν. Το σπίτι είναι χαμηλό με κόκκινα κεραμίδια μαυρισμένα από τον καιρό.

Εχει δυο παράθυρα δεξιά και αριστερά από την πόρτα, με περίτεχνα γύψινα διακοσμητικά. Πάνω από την πόρτα υπάρχει ο ήλιος της Βεργίνας. Ρημαγμένα όλα από την εγκατάλειψη και την πολυκαιρία. Κατευθύνομαι στο πίσω μέρος του σπιτιού.

Δεξιά υπάρχει ένα δωματιάκι με μια μισάνοιχτη πόρτα. Δίπλα ένα ορθάνοιχτο παράθυρο με τα τζάμια σπασμένα.

Κάπου μακριά ένα ρολόι χτυπάει δώδεκα. Η Μπέλλου φεύγει, σκυθρωπή και μουτρωμένη.

Ερχεται ο Τσαουσάκης και ψιθυριστά στο αυτί σαν μάγος μου τραγουδά.

«Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι με τις πόρτες τις κλειστές
τον καημό μου σιγοκλαίω και ματώνουν οι καρδιές».

Μπαίνω σε ένα χώρο στοιχειωμένο. Βλέπω αυτά που θέλω να δω. Βλέπω τον Τσιτσάνη να ξυπνάει χαράματα, να σηκώνει το στρώμα και να παίρνει το παντελόνι του που το είχε βάλει να ισιώσει. Βλέπω ένα μαγκάλι στο παράθυρο. Βλέπω τον Τσιτσάνη να ξυρίζεται, να φοράει τα στρατιωτικά του, να παίρνει τις πλάκες με τα τραγούδια και να φεύγει τρεχάλα να προλάβει το προσκλητήριο του λόχου στο Τάγμα Τηλεγραφητών.

«Είμαστε αλάνια διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα.
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα».

– Χρόνια πολλά Τσιτσάνη, έγινες εκατόν έξι χρονών.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: