Η λύση ενός “ιστορικού προβλήματος” -100 χρόνια από την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας
Η σχετικά όψιμη ίδρυση αυτοτελούς ΚΚ σε μια χώρα με σημαντική παράδοση εργατικών αγώνων, δε σχετίζεται μόνο με τοπικές ιδιαιτερότητες, αλλά και την τελικά ατελέσφορη προσπάθεια της κομμουνιστικής πτέρυγας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος να επιβάλλουν στο κόμμα επαναστατική γραμμή.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, ή Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως μετονομάστηκε μετά την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1943, προϊδεάζοντας ως ένα βαθμό τις εξελίξεις που θα άνοιγαν το δρόμο για τη μετατροπή του σε κεντρικό πόλο του λεγόμενου “ευρωκομμουνιστικού’ ρεύματος, αναμφίβολα είχε μια από τις πιο ηρωικές διαδρομές μεταξύ των ευρωπαϊκών ΚΚ, αλλά και ένα ιδιαίτερα άδοξο τέλος, με την αυτοδιάλυσή του το 1991 και τη διοχέτευση της πλειονότητας των στελεχών του στην φανατικά φιλοευρωπαϊκή φιλονατοϊκή κεντροαριστερά της γειτονικής χώρας. Με δεδομένη την ύπαρξη σημαντικών εργατικών και αγροτικών αγώνων από τα τέλη του 19ου αιώνα στη χώρα, που ως γνωστών ενοποιήθηκε ως κράτος μόλις το 1861, η ίδρυση ενός αυτοτελούς κομμουνιστικού κόμματος, στις 21 Γενάρη 1921, φαντάζει σχετικά όψιμη, όχι μόνο σε σχέση με τα δυτικοευρωπαϊκά ΚΚ (Γερμανία Γενάρης 1919, Γαλλία Δεκέμβρης 1920, Ισπανία Απρίλης 1920) αλλά και τα βαλκανικά δεδομένα (ίδρυση ΣΕΚΕ Νοέμβρης 1918, ΚΚ Βουλγαρίας 1919, KK Tουρκίας Σεπτέμβρης 1920). Αυτή η σχετική καθυστέρηση έχει να κάνει όχι μόνο με τις ιδιαιτερότητες του ιταλικού εργατικού κινήματος, αλλά και με την επίπονη – πλην αποτυχημένη εντέλει – προσπάθεια της κομμουνιστικής πτέρυγας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, με επικεφαλής τον Αντόνιο Γκράμσι να φέρει την πλειοψηφία του κόμματος σε επαναστατική γραμμή. Η σύγκρουση σχετικά με το δίλημμα “μεταρρύθμιση ή επανάσταση” έγινε τελικά ανοιχτή ρήξη κατά το 17ο συνέδριο του ΙΣΚ στο Λιβόρνο, οδηγώντας τελικά σε αυτό που ο Γκράμσι θα αποκαλούσε λύση στο “ιστορικό πρόβλημα της δημιουργίας του κόμματος του ιταλικού προλεταριάτου”, δηλαδή την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτή, φωτίζει άρθρο του Γκέρχαρντ Φέλντμπαουερ στην εφημερίδα Junge Welt, εκτενές απόσπασμα του οποίου μεταφράζεται παρακάτω:
Ως αποτέλεσμα της σχετικά καθυστερημένης καπιταλιστικής ανάπτυξης, το εργατικό κίνημα στην Ιταλία διαμορφώθηκε μόνο από τις αρχές του 1860, κάτι το οποίο οδήγησε, λόγω της οικονομικής καθυστέρησης, στη μη δημιουργία εργατικής αριστοκρατίας συγκρίσιμης με τα γερμανικά δεδομένα.
Μόλις το 1892 δημιουργήθηκε στη Γένοβα το ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI), από την οποία αποκλείστηκαν το 1912 τα ανοιχτά ρεφορμιστικά μέλη, που κατόπιν αυτού ίδρυσαν το Ρεφορμιστικό Σοσιαλιστικό Ιταλικό Κόμμα. Μια ομάδα μετριοπαθών ρεφορμιστών παρέμεινε, δεν κατόρθωσε ωστόσο να κυριαρχήσει στο κόμμα. Με περίπου 250.000 μέλη το PSI ως το 1906 είχε αναδειχθεί στο τρίτο σημαντικότερο εργατικό κόμμα της Ευρώπης. Οι αγροτικές εξεγέρσεις στη Σικελία το 1894 και οι μάχες οδοφραγμάτων στο Μιλάνο το 1898 έδιναν πολύτιμες εμπειρίες και ενίσχυαν την αγωνιστική δύναμη. Το 1904 οι σοσιαλιστές πέτυχαν το 20% των ψήφων, ωστόσο λόγο του αντιδραστικού εκλογικού συστήματος έλαβαν στη βουλή μόλις το 5% των εδρών.
Στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Ιταλοί σοσιαλιστές ήταν η μόνη δυτικοευρωπαϊκή πτέρυγα της Β’ Διεθνούς που έλαβε αντιπολεμική θέση. Ήδη από τον Ιούνη του 1914 η επαναστατική αριστερή πτέρυγα είχε στρέψει με ισχυρές αντιμιλιταριστικές εργατικές δράσεις το ενδιαφέρον στον επαπειλούμενο πόλεμο, ενώ είχε επιβάλει στην ηγεσία του PSI όπως και την ηγεσία της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGdL) ένα κάλεσμα σε γενική απεργία. Στη Ρώμη, το Τορίνο, το Μιλάνο, τη Γένουα, τη Φλωρεντία και την Ανκόνα πραγματοποιήθηκαν ένοπλες εξεγέρσεις εργατών και μάχες οδοφραγμάτων. Σε περιοχές της Ρομάνια και του Μάρκε οι εξεγερμένοι εξήγγειλαν την ίδρυση Δημοκρατίας. Κατά την καταστολή των εξεγέρσεων από πάνω από 100.000 στρατιώτες υπήρξαν πολλοί νεκροί και τραυματίες.
H αντιπολεμική στάση της PSI συνέβαλε στο να μπει η Ιταλία, μετά την αλλαγή της συμμαχίας με Γερμανία και Αυστροουγγαρία στο πλευρό της Αντάντ, μόλις το Μάη του 1915 στον πόλεμο. Με την καταψήφιση των πολεμικών πιστώσεων οι Ιταλοί σοσιαλιστές έδειξαν απαράμιλλο θάρρος. Κι αυτό γιατί ο πρώην σοσιαλιστής Μπενίτο Μουσολίνι απειλούσε, μέσα από το χρηματοδοτούμε από ηγετικούς κύκλους της πολεμικής βιομηχανίας (Έτορε Κόντι, ηλεκτροβιομηχανία, Γκουίντο Ντονεγκάνι, χημική βιομηχανία, Τζοβάνι Ανιέλι, αυτοκινητοβιομηχανία, Αλμπέρτο Πιρέλι, ελαστικά και καουτσούκ) έντυπό του “Popolo d’ Italia”, πριν την κοινοβουλευτική ψηφοφορία πως οι βουλευτές, που δεν ήταν αποφασισμένοι να μπουν στον πόλεμο – κυρίως οι σοσιαλιστές – “θα έπρεπε να πάνε σε στρατοδικείο” και “για το καλό της Ιταλίας”, αν χρειαζόταν “να εκτελεστούν μερικές δεκάδες βουλευτές”, κι άλλοι “να μπουν στο τρελάδικο”.
Οι Σοσιαλιστές επέβαλαν την αντιπολεμική τους θέση σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, ενάντια στην προσπάθεια των ρεφορμιστών, να τους υποχρεώσουν σε υποχώρηση. Η στάση του συνιστούσε, όπως έγραφε ο Λένιν “μια εξαίρεση την περίοδο της Β’ Διεθνούς”. Στην αρχή του πολέμου οι Ρεφορμιστές αρχικά είχαν λάβει ουδέτερη θέση και στις 20 Μάη 1915 καταψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις, μετά ωστόσο μετατοπίστηκαν σε σοσιαλσοβινιστικές θέσεις και στήριξαν την είσοδο στον πόλεμο υπό το σύνθημα της πάλης των “δημοκρατικών” κατά των “αυταρχικών” χωρών. Ο Λεονίντα Μπισολάτι από το Ιταλικό Ρεφορμιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα μπήκε στην κυβέρνηση ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Οι “μετριοπαθείς ρεφορμιστές” υπό τον Φιλίπο Τουράτι εντός PSI συμμορφώθηκαν ως το 1917 με την αντιπολεμική στάση της πλειονότητας. Όταν τον Οκτώβρη και Νοέμβρη του 1917 αυστρογερμανικά στρατεύματα έσπασαν το ιταλικό μέτωπο στο Μόντε Γκράπα και το Πιάβε, και 700.000 κουρασμένοι από τον πόλεμο στρατιώτες τράπηκαν σε φυγή, ο Τουράτι και οι άνθρωποί τους έλαβαν σοσιαλσοβινιστικές θέσεις και κάλεσαν σε υπεράσπιση της πατρίδας. Όταν η Αυστρία στις 4 Νοέμβρη 1918 συνθηκολόγησε με την Αντάντ, η Ρώμη ανήκε στους νικητές και απαίτησε την πολεμική της λεία. Ο Τουράτι μπήκε, ενάντια στην απόφαση της ηγεσίας του PSI, στην ιταλική κυβερνητική επιτροπή για την προετοιμασία μιας ιμπεριαλιστικής ειρήνης.
Με το Γκράμσι επικεφαλής η αριστερά εμπνεόμενη από τη Φεβρουαριανή Επανάσταση στη Ρωσία, κινητοποίησε τον Αύγουστο του εργάτες κατά της πείνας και υπέρ της ειρήνης. Οι εργάτες εκδίωξαν την ρεφορμιστική ηγεσία του PSI στο Τορίνο και εξέλεξαν νέα με τον Γκράμσι επικεφαλής. Οι διαμαρτυρίες μετατράπηκαν σε μάχες οδοφραγμάτων, όπου πολλοί εργάτες σκοτώθηκαν, ακόμα περισσότεροι τραυματίστηκαν και χιλιάδες συνελήφθησαν. Μόνο μετά από τέσσερις μέρες κατόρθωσε ο στρατός να καταπνίξει την εξέγερση.
Η εξέγερση του Τορίνο ήταν το προοίμιο των μεταπολεμικών επαναστατικών αγώνων που ξεκίνησαν το 1919, όπου αρχικά η αριστερή πτέρυγα της ηγεσίας του PSI κυριαρχούσε. Η τελευταία κατά πλειοψηφία χαιρέτιζε την Οχτωβριανή Επανάσταση και ανακοίνωσε πως θα προσχωρούσε στην Κομμουνιστική Διεθνή. Τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1920 οι εργάτες κατέλαβαν όλα τα μεγάλα εργοστάσια στη βόρεια Ιταλία, εξέλεξαν εργοστασιακά συμβούλια, ανέλαβαν τη διεύθυνση της παραγωγής (την οποία παρά το σαμποτάζ από το μεγαλύτερο μέρος του τεχνικού προσωπικού κράτησαν όρθια κατά 70%) και σχημάτισαν ένοπλες Κόκκινες Φρουρές για την υπεράσπιση των επιχειρήσεων. Στα νότια της χώρας έγινε με μαζικό εν μέρει χαρακτήρα η απαλλοτρίωση των λατιφουντίων. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε μέσω διατάγματος να νομιμοποιήσει τις ενέργειες των αγροτών.
Οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις αναγνώρισαν τον κίνδυνο και άρχισαν να ποντάρουν στον πρώην σοσιαλιστή Μουσολίνι. Το Μάρτη του 1919 εκείνος ίδρυσε φασιστικές ομάδες κρούσης ενάντια στο ενισχυόμενο επαναστατικό εργατικό κίνημα, από τις οποίες προέκυψε το 1921 το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα.
Η έλλειψη ενιαίας επαναστατικής ηγετικές δύναμης γινόταν όλο και πιο φανερή στους εργατικούς αγώνες. Οι αριστεροί του PSI προσπαθούσαν πλέον να υπερβούν το ρεφορμισμό και να ενώσουν το κόμμα σε επαναστατική γραμμή. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Ομάδας Σπάρτακου που είχαν σχηματίσει το Μάρτη του 1916 οι Καρλ Λίμπκνεχτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ και άλλοι αριστεροί σοσιαλιστές στη Γερμανία, ο Γκράμσι σχημάτισε μαζί με τους Παλμίρο Τολιάτο, Ουμπέρτο Τερατσίνι και Άντζελο Τάσκα την ομάδα Ordine Nuovo (Nέα Τάξη), που από την 1. Μάη 1919 εξέδιδε την ομώνυμη εφημερίδα. Κατάφεραν να προσελκύσουν, εκτός από προλετάριους συντάκτες, φιλειρηνιστές διανοούμενους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο Ρομέν Ρολάν, ο Ανρί Μπαρμπύς, ο Ουόλτ Ουίτμαν και ο Μαξίμ Γκόρκι, ή τον ιδιοφυή φιλελεύθερο τεχνοκριτικό Πιέρο Γκομπέτι.
Eνάντια στην ευρεία διαδεδομένη άποψη, ότι ο Γκράμσι είχε αποστασιοποιηθεί από το Λένιν, ο Γκράμσι ήταν “ένας θεωρητικός της Γ’ Διεθνούς, ένας κλασικός τύπος λενινιστής, ένας εκπρόσωπος της έννοιας του κοσμοθεωρητικού κόμματος”, όπως έγραφε ο Χανς Χάιν Στολτς με αφορμή τα 100 γενέθλια του Γκράμσι το 1991. Τα μέλη του “Οrdine Nuovo” αυτοπροσδιορίζονταν ως κομμουνιστές και στόχος τους ήταν μια σοσιαλιστική τάξη ως κομμουνιστική κοινωνία. Υποστήριζαν την Οχτωβριανή Επανάσταση, τη δημιουργία μιας προλεταριακής κρατικής εξουσίας και απαιτούσαν την προσχώρηση του PSI στην Κομμουνιστική Διεθνή. Τα εργοστασιακά συμβούλια στην εργατική μητρόπολη του Τορίνο ήθελαν να τα μετατρέψουν σε πυρήνες οργάνων επαναστατικής εξουσίας. Κινητοποίησαν τους Ιταλούς εργάτες στις 20 και 21 Ιούλη 1919 για συμμετοχή στη διεθνή απεργία διαμαρτυρίας κατά της εξωτερικές ιμπεριαλιστικής επέμβασης στη σοβιετική Ρωσία και την Ουγγαρία των σοβιέτ, που ανάγκασε την κυβέρνηση να ματαιώσει την αποστολή περίπου 100.000 στρατιωτών στην πλούσια σε πετρέλαιο Γεωργία και να αποσύρει τις ιταλικές δυνάμεις επέμβασης στη Σιβηρία και την Άπω Ανατολή.
Στο κομματικό συνέδριο του PSI τον Οκτώβρη 1919 στην κόκκινη Μπολόνια, τα μέλη του Ordine Nuovo κατόρθωσαν εν πολλοίς να επιβάλλουν τις θέσεις τους στο κομματικο πρόγραμμα. Ο Λένιν το αξιολόγησε ως “λαμπρή νίκη του κομμουνισμού”, ευχήθηκε “καλή επιτυχία” και πρόβλεψε πως “Το παράδειγμα του ιταλικού κόμματος θα είναι μεγάλης σημασίας για όλο τον κόσμο”. Ταυτόχρονα προειδοποίησε ενάντια στις αυταπάτες. “Οι ανοιχτοί και καλυμμένοι οπορτουνιστές, που είναι τόσο πολυάριθμοι μεταξύ των κοινοβουλευτικών του ιταλικού κόμματος, θα προσπαθήσουν αναμφίβολα να παρακάμψουν τις αποφάσεις του κομματικού συνεδρίου της Μπολόνια και να τις ματαιώσουν. Ο αγώνας ενάντια σε αυτό το ρεύμα δεν έχει τελειώσει”.
Η προειδοποίηση επαληθεύτηκε όταν το κόμμα ένα μήνα αργότερα τριπλασίασε τις ψήφους τους στις εκλογές έναντι του 1913 και έλαβε 156 από τις συνολικά 508 έδρες του κοινοβουλίου. Από αυτό ωστόσο επωφελήθηκαν κυρίως οι ρεφορμιστές. Εκείνοι, όπως και οι κεντριστές υποστήριζαν πλέον ανοιχτά ένα συμβιβασμό με το κεφάλαιο. Τον εργατικό έλεγχο των εργοστασιακών συμβουλίων των όριζαν ως “εποικοδομητική συνεργασία” με τις επιχειρήσεις, στρεφόμενοι ενάντια σε “επαναστατικές δράσεις”, κάτι που είχε ως συνέπεια, τα εργοστασιακά συμβούλια να αυτοδιαλυθούν ή να κατασταλούν με τη βοήθεια της αστυνομίας. Από αυτούς τους ανθρώπους δεν εκπορευόταν πλέον κανένας κίνδυνος για την καπιταλιστική κυριαρχία. Αυτή ωστόσο ελλόχευε στις αλματωδώς αυξανόμενες εργατικές επαναστατικές δράσεις. Εκατομμύρια ανθρώπων δεν απεργούσαν πια μόνο για την καλυτέρευση της υλικής τους υπόστασης, αλλά για την ανατροπή του εκμεταλλευτικού συστήματος. Οι αντιπαραθέσεις γινόταν στο κλίμα της τρομοκρατίας που είχε εξαπολύσει ο Μουσολίνι με τις φασιστικές ομάδες κρούσης τους για να αποτρέψει μια κατάληψη της εξουσίας από την αριστερά.
Ο Γκράμσι δεν υποχωρούσε ακόμα. Με το “Πρόγραμμα για την ανανέωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος”, έκανε άλλη μια προσπάθεια, να μετατρέψει το PSI σε “κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου”, που θα αγωνιζόταν για το “μέλλον μιας κομμουνιστικής κοινωνίας”. Αυτή ήταν μια συμβιβαστική διατύπωση, με την οποία απέφευγε των όρο “Κομμουνιστικό Κόμμα”, στον οποίο αντιδρούσαν οι Κεντριστές. Ωστόσο, πυρήνας των αιτημάτων παρέμενε η ρήξη με τον οπορτουνισμό. Στην ομιλία του για την “διαπάλη εντός του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος”, θεωρούσε δεδομένο πως στην Ιταλία η ανατροπή της αστικής κυβέρνησης και ο σχηματισμός μιας αριστερής κυβέρνησης ήταν μια πραγματική πιθανότητα. Για αυτή την “νίκη της επανάστασης στην Ιταλία”, ήταν, όπως τόνιζε, εντελώς απαραίτητο” πως η “προμετωπίδα του επαναστατικού προλεταριάτου στην Ιταλία να γίνει ένα πραγματικά κομμουνιστικό κόμμα”. Θα έπρεπε “να επιδείξει τη μεγαλύτερη αντοχή, προσοχή και ψυχραιμία, ώστε να εκτιμήσει σωστά τις συνθήκες και την κατάλληλη συγκυρία, ενόψει των επικείμενων μαχών για τις αποφάσεις μεταξύ της ιταλικής εργατικές τάξης και των αστών και της κρατικής εξουσίας από την άλλη”.
Με το “Πρόγραμμα”, ο Γκράμσι έθεσε τις 21 προϋποθέσεις εισδοχής του Β’ Συνεδρίου της ΚΔ του 1920 στην ημερήσια διάταξη. Στο έβδομο σημείο αναγραφόταν πως: “Τα κόμματα που θέλουν να ανήκουν στην Κομμουνιστική Διεθνή, πρέπει να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα της πλήρους και απόλυτης ρήξης με το ρεφορμισμό και την πολιτική των “κεντριστών” και να προπαγανδίσουν αυτή τη ρήξη σε ευρύτατους κύκλους των μελών του κόμματος”.
Σύμφωνα με τις υποδείξεις του Λένιν τα μέλη του Ordine Nuovo απαίτησαν στη διάρκεια του 17ου Συνεδρίου του PSI που πραγματοποιήθηκε στο Λιβόρνο, οι κεντριστές να υπερψηφίσουν τον αποκλεισμό των ρεφορμιστών από το κόμμα. Οι κεντριστές εκπροσωπούσαν 98.028 μέλη του κόμματος, το Ordine Nuovo 58.783 και οι ρεφορμιστές 14.695. Τα μέλη του Ordine Nuovo ανέμεναν ο επικεφαλής των κεντριστών, Τζατσίντο Μενότι Σεράτι, που πριν το συνέδριο είχε αποστασιοποιηθεί επανειλημμένα από τους ρεφορμιστές, να υπσοτηρίξει τη διαγραφή τους. Με το επιχείρημα ωστόσο της διαφύλαξης της κομματικής ενότητας, οι κεντριστές απέρριψαν τη διαγραφή των ρεφορμιστών. Μετά από αυτό τα μέλη του Ordine Nuovo ενιαία αποχώρησαν το πρωί της 21. Γενάρη από το συνεδριακό χώρο στο θέατρο Γκολντίνι και ίδρυσαν στο θέατρο του Αγίου Μάρκου το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο πλήρης τίτλος ήταν Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας, τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Μετά τη διάλυση της Κομιντέρν το 1943 ο τίτλος του κόμματος ήταν Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI).
Ως γενικός γραμματέας επελέγη ο Αμαντέο Μποντίγκα, που είχε συμβάλει αποφασιστικά στις αντιπολεμικές θέσεις του PSI. Τάχθηκε υπέρ μιας επαναστατικής δουλειάς στη βάση, ήταν όμως κατά της συμμετοχής στις εκλογές και απέρριπτε μορφές της κοινοβουλευτικής πάλης. Παραγνώριζε το φασιστικό κίνδυνο και την πολιτική πλατιάς αντιφασιστικής συμμαχίας που εκπροσωπούσε ο Γκράμσι μετά την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία τον Οκτώβρη του 1922. Λόγω του σεχταρισμού του και της αποξένωσής του από τις μάζες το 1926 αποκλείστηκε από την ΚΕ. Ως διάδοχός του ανέλαβε ο Γκράμσι. Στα 15 μέλη της ΚΕ ανήκαν από την ίδρυση του οι Γκράμσι, Τάσκα και Τερατσίνι. Αμέσως μετά το κομματικό συνέδριο, περίπου 35000 από τους συνολικά 41000 νέους σοσιαλιστές πέρασαν στο ΚΚΙ, το οποίο αυξήθηκε σε σχεδόν 100.000 μέλη. Ο Σεράτι αργότερα διόρθωσε τη στάση του, έγινε ηγέτης των τριτοδιεθνιστών, που ήθελαν να πλησιάσει το PSI την Κομιντέρν, ήρθε σε ρήξη με τους ρεφορμιστές το 1924 και τελικά μπήκε στο ΚΚΙ, που τον ανέδειξε μέλος της ΚΕ.
Η δημιουργία ενός κομμουνιστικού κόμματος στην Ιταλία, μια χώρα που είχε πίσω της δεκαετίες εργατικών αγώνων, ήταν μετά την ίδρυση του ΚΚ Γερμανία το πιο εξέχον γεγονός στο δυτικοευρωπαϊκό εργατικό κίνημα. Συχνά ειπώθηκε ότι Γκράμσι δήθεν θεωρούσε μεγάλο λάθος τη διάσπαση με τους ρεφορμιστές. Αυτό διαστρεβλώνει τη θέση του. Στην πραγματικότητα, εκτιμούσε την αποτυχία της μετατροπής του PSI σε επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου ως “έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους της αντίδρασης”. Ο Γκράμσι κατά βάση θεωρούσε πως “το κόμμα μας με την ίδρυσή του έλυσε οριστικά το ιστορικό πρόβλημα της δημιουργίας του κόμματος του ιταλικού προλεταριάτου”. Σε αυτή την αντίληψή του επιβεβαιώθηκε από τις εμπειρίες της επανάστασης της Ουγγαρίας, όπου έβλεπε ως παράγοντα που συνέβαλε στην ήττα της τη σύμπραξη κομμουνιστών και σοσιαλιστών. Ήταν το κόμμα αυτό, που ως σημαντικό τμήμα της αντίστασης συνέβαλε στην πτώση του Μουσολίνι και την ήττα του φασισμού.