Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ξαναρχινούμε…» του Θεοδόση Πιερίδη
“Στ’ όνομα των ποδοπατημένων ονείρων μας,
Στ’ όνομα των μυριάδων νεκρών μας, που δεν είναι δυνατό να πέθαναν για το τίποτα,
Στ’ όνομα των ζωντανών που δε θέλουν να πάψουν να είναι άνθρωποι…”
Ο Κύπριος κομμουνιστής ποιητής και συγγραφέας Θεοδόσης (Θοδόσης) Πιερίδης γεννήθηκε το 1908 στο χωριό Τσέρι, στα περίχωρα της Λευκωσίας, και έφυγε από τη ζωή στις 23 του Γενάρη 1968.
Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Κάιρο της Αιγύπτου και σπούδασε αργότερα στη Γαλλία (Σορβόννη) γαλλική φιλολογία και ιστορία του πολιτισμού.
Στην Κύπρο επέστρεψε το 1962, μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της. Το έργο του, που άρχισε το 1928, περιλαμβάνει πλήθος άρθρων, μελετών και ποιητικών συλλογών, μεταξύ των οποίων η “Κυπριακή Συμφωνία”.
Οράματα δεμένα με τη ζωή του Θοδόση Πιερίδη ήταν αδιαχώριστα και αλληλένδετα η ειρήνη κι ο σοσιαλισμός. Το ποιητικό έργο του είναι εμπνευσμένο από τους αγώνες του λαού για λευτεριά, ειρήνη, κοινωνική πρόοδο. Ύμνησε το αντάρτικο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Ελλάδας και τους αγώνες των Ελλήνων κομμουνιστών. Συμμετείχε ενεργά στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Ειρήνης.
Τα ποιητικά Απαντά του εκδόθηκαν σε δύο μεγάλους τόμους, στην Κύπρο, από τον αδελφό του και κορυφαίο πεζογράφο Γιώργο Πιερίδη, ενώ ποιήματά του περιέχει η σπουδαία πεντάτομη ανθολογία των Κ. Βάρναλη, Μ. Αυγέρη, Μ. Μ. Παπαϊωάννου «Η Ελληνική Ποίηση Ανθολογημένη» (εκδόσεις «Παρθενών»).
Έφυγε από τη ζωή ενώ βρισκόταν στη ΣΔ Ρουμανίας (όπου είχε ζήσει για χρόνια ως πολιτικός πρόσφυγας) και μεταφέρθηκε στην Κύπρο όπου και κηδεύτηκε.
Η ποιητική σύνθεση «Ξαναρχινούμε…» αποτυπώνει την άμεση αντίδραση του ποιητή, από την Πράγα, όπου νοσηλεύεται, στην επιβολή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα (21 Απριλίου 1967).
Ξαναρχινούμε…
(Αποσπάσματα)
(…) Όχι, μην πει κανείς πως δεν κουραστήκαμε,
Είμαστε άνθρωποι και δεν πιστεύουμε στους υπερανθρώπους.
Μην πει κανείς πως δεν ονειρευτήκαμε και μεις να μπορούμε να
περπατούμε στους δρόμους
Χωρίς να κάνουμε πως δένουμε το κορδόνι του παπουτσιού μας
Για να ελέγξουμε αν βρίσκεται πάντα πίσω μας
Εκείνος ο άνθρωπος με την καφέ του καπαρντίνα.
Ονειρευτήκαμε να περπατάμε ανέμελοι, ονειρευτήκαμε
Όταν μας χτυπούνε την πόρτα, ακόμα κι ύστερα από τα μεσάνυχτα,
Να ’ναι ένας φίλος περαστικός, που είδε φως στο παράθυρο
Ή ένας γείτονας που του λείψανε τα τσιγάρα.
Ονειρευτήκαμε, σαν είμαστε νιοι, να ’χουμε το κορίτσι μας, να βγαίνουμε
το βράδι περίπατο
Χωρίς να μας αιφνιδιάζουν τα βήματα του περαστικού,
Χωρίς να μας πολιορκούν οι νυχτερίδες του τρόμου.
(…) Ξαναρχινούμε, λοιπόν.
Στ’ όνομα αυτού του τόπου που τον σκέπασαν πάλι τα μηχανοκίνητα
του κατακτητή,
Στ’ όνομα των ποδοπατημένων ονείρων μας,
Στ’ όνομα των μυριάδων νεκρών μας, που δεν είναι δυνατό να πέθαναν
για το τίποτα,
Στ’ όνομα των ζωντανών που δε θέλουν να πάψουν να είναι άνθρωποι,
Εμείς, που δεν ονειρευτήκαμε να είμαστε ήρωες, παρά μόνο άνθρωποι
Ξαναρχινούμε, ξαναρχινούμε…
Πράγα, τέλη Απρίλη 1967
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.