«Δε μου αρέσει η λέξη απογοήτευση. Η Ιστορία προχωρά υπόγεια…» – Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Θόδωρος Αγγελόπουλος
Σαν σήμερα, στις 24 του Γενάρη 2012, έφυγε αναπάντεχα από τη ζωή ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, μεγάλος σκηνοθέτης και ποιητής των εικόνων, που το έργο του σημάδεψε βαθιά μια ολόκληρη εποχή του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Σαν σήμερα, στις 24 του Γενάρη 2012, έφυγε αναπάντεχα από τη ζωή ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, μεγάλος σκηνοθέτης και ποιητής των εικόνων, που το έργο του σημάδεψε βαθιά μια ολόκληρη εποχή του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Μεγάλες στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας μας έγιναν εικόνες στις ταινίες του, ιδωμένες από τη μεριά του ονείρου. Όπως έλεγε ο ίδιος: «Δεν είμαι πεσιμιστής, δε μου αρέσει η λέξη απογοήτευση. Η Ιστορία προχωρά υπόγεια. Πιστεύω, και το θέλω για τα παιδιά μου, ότι κάτω βαθιά υπάρχει κάτι που θα βγει. Θα φανεί. Αν στη μια μεριά της ζυγαριάς της Ιστορίας είναι η απογοήτευση, εγώ θέλω να ρίχνω το βάρος στην άλλη μεριά, τη μεριά του ονείρου»…
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στις 27 του Απρίλη 1935. Ανήσυχο πνεύμα από μικρός και έχοντας πλήρως αποφασίσει να αφιερωθεί σε αυτό που αγαπούσε, εγκαταλείπει τη Νομική Σχολή Αθηνών δίχως να πάρει το πτυχίο του και φεύγει το 1961 για το Παρίσι. Θα παρακολουθήσει στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας και φιλμογραφίας, καθώς και μαθήματα εθνολογίας και στη συνέχεια μαθήματα κινηματογράφου στη Σχολή Κινηματογράφου IDHEC και στο Musée de l’ homme. Θα μείνει στη Γαλλία τρία χρόνια εκείνη την περίοδο.
Επιστρέφει στην Ελλάδα και αρχικά εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή». Εκεί θα συνυπάρξει με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και την Τώνια Μαρκετάκη. Παράλληλα ασχολείται με τον κινηματογράφο. Το 1968 με τη δικτατορία πάνω από την πλάτη του θα παρουιάσει την πρώτη μικρού μήκους ταινία του, Εκπομπή στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Τρία χρόνια αργότερα έρχεται η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο «Αναπαράσταση». Θα αποσπάσει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και άλλες διακρίσεις στο εξωτερικό. Η «Αναπαράσταση» θα αποτελέσει την αρχή για μια τεράστια αλλαγή στην οπτική των Ελλήνων σκηνοθετών και θα σηματοδοτήσει την αρχή μιας λαμπρής καριέρας. Ενώ είναι ένα κοινωνικό αστυνομικό φιλμ που περιγράφει ένα «έγκλημα πάθους» σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Ηπείρου, αποτελεί παράλληλα ένα ντοκουμέντο για τη μετανάστευση, που είχε ρημάξει, τότε, τον τόπο. Απόλυτα ρηξικέλευθο και νέο για το κοινό, αυτό του το δημιούργημα καθιστά σαφές και το ιδεολογικό υπόβαθρο του σκηνοθέτη.
Στο κινηματογραφικό έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου πρωταγωνίστρια είναι στην πραγματικότητα η πολιτική ιστορία του τόπου. Θα είναι ο δημιουργός σύγχρονων επών, του οφείλουμε την καταγραφή της σύγχρονης ιστορίας, το τόλμημα να διηγηθεί με εικόνες ό,τι δεν γράφτηκε και δεν διδάχτηκε ποτέ σε σχολικές τάξεις, ό,τι αποσιωπήθηκε τεχνηέντως από εκείνους που έγραψαν την «ιστορία».
Με τις «Μέρες του ’36», θα ξεκινήσει η αρχή μιας σπουδαίας τριλογίας. Παρουσιάζει στο κοινό κάτι διαφορετικό και πλήρες σαν αισθητικό και ιδεολογικοπολιτικό προβληματισμό.
Ακολουθεί το δεύτερο μέρος, ο «Θίασος», έργο το οποίο θα είναι σταθμός στην καριέρα του και ιστορικό για τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Είναι η κορύφωση ενός ταλέντου μέσα από ένα ταξίδι κυκλικό στο χώρο και στο χρόνο, με μια μουσική επένδυση ανατριχιαστικά δεμένη με το περιεχόμενο.
Η τριλογία θα κλείσει με το αλληγορικό πολιτικό φιλμ, «Οι Κυνηγοί». Μπορούμε να πούμε πως ο Αγγελόπουλος, στην πρώτη περίοδο της φιλμογραφίας του, έως τον «Μελισσοκόμο», υπήρξε ο σκηνοθέτης της αριστεράς. Στους Κυνηγούς, που περιγράφουν τον βίο και την πολιτεία των Ελλήνων δεξιών, εισβάλλει στη ζωή της αστικής, δεξιάς παρέας, με τη μορφή του πτώματος ενός παγωμένου στα χιόνια αντάρτη του 1949, το πτώμα της κατακρεουργημένης, από την αντίδραση, ιστορίας, το οποίο τελικά απωθείται από τον φόβο των τύψεων και της αναζωπύρωσης, της νεκρανάστασης της επανάστασης.
Το 1980 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε την ταινία «Μεγαλέξαντρος», που τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας, το πρώτο μεγάλο βραβείο για τον σκηνοθέτη. Στην ταινία του αυτή ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί την ιστορία ενός ληστή των αρχών του 20ου αιώνα (τον υποδύεται ο Ιταλός ηθοποιός Όμερο Αντονούτι), για να καταπιαστεί με το πρόβλημα του σοσιαλισμού και των διαφόρων ιδεολογικών συγκρούσεων στο χώρο της Αριστεράς. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων γνωρίζεται με τη διευθύντρια παραγωγής Φοίβη Οικονομοπούλου, η οποία είναι από τότε η σύντροφος της ζωής του. Το ζευγάρι θα αποκτήσει τρεις κόρες, την Άννα (1980), την Κατερίνα (1982) και την Ελένη (1985).
Μετά τον «Μεγαλέξανδρο», ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει δύο ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση. Το 1981 για την ΥΕΝΕΔ το «Χωριό ένα, κάτοικος ένας», διάρκειας 20 λεπτών, που αναφέρεται στην εγκατάλειψη του χωριού Νέα Σεβάστεια του νομού Θεσσαλονίκης από τον τελευταίο του κάτοικο και το 1983 το διάρκειας 43 λεπτών «Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη», μία διαφορετική Αθήνα, της ιστορίας και του προσωπικού μύθου του σκηνοθέτη, που προβλήθηκε από την ΕΡΤ.
Το 1984, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γυρίζει το «Ταξίδι στα Κύθηρα», την πρώτη ταινία από την «τριλογία της σιωπής», όπως την ονομάζει. Ένας μαχητής του Εμφυλίου Πολέμου (τον υποδύεται ο Μάνος Κατράκης) επιστρέφει ύστερα από τριάντα χρόνια εξορίας στην Τασκένδη, αλλά δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Ακολουθεί ο «Μελισσοκόμος» (1986), μια ταινία δρόμου, με πρωταγωνιστή ένα συνταξιούχο δάσκαλο και νυν μελισσοκόμο (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι), ο οποίος διασχίζει τη χώρα με τις κυψέλες του, ακολουθώντας το δρόμο των μελισσών. Η συνάντησή του με μια κοπέλα (Νάντια Μουρούζη) θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Είναι η πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου με πρωταγωνιστή ένα σταρ του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η «τριλογία της σιωπής» κλείνει με το «Τοπίο στην Ομίχλη» (1988), μία μεταφυσική ταινία δρόμου, μια υπαρξιακή Οδύσσεια δύο νεαρών παιδιών που αναζητούν τον πατέρα τους. Η ταινία βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα του Φεστιβάλ της Βενετίας.
Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ξανασυναντήθηκε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην ταινία «Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» (1991). Ο σπουδαίος Ιταλός ηθοποιός υποδύεται ένα πολιτικό, ο οποίος μετά από μια συνεδρίαση στη Βουλή, όπου εκφωνεί μάλλον μια ποιητική ανακοίνωση, παρά έναν πολιτικό λόγο, εγκαταλείπει το κοινοβούλιο και το σπίτι του κι εξαφανίζεται χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος. Στο ρόλο της συζύγου του, η σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιός Ζαν Μορό. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας στη Φλώρινα, ο οικείος μητροπολίτης Αυγουστίνος (Καντιώτης) μη συμφωνόντας με το περιεχόμενο της ταινίας αφόρισε τον Αγγελόπουλο (17 Δεκεμβρίου 1990). Το συμβάν απασχόλησε για μέρες τα πρωτοσέλιδα του ελληνικού Τύπου.
Το 1995, ο Αγγελόπουλος γυρίζει την ταινία «Το Βλέμμα του Οδυσσέα», με ήρωα έναν ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη (τον υποδύεται ο Χάρβεϊ Καϊτέλ), ο οποίος επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα, αναζητώντας τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των Αδελφών Μανάκη, πιονιέρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια. Η απεγνωσμένη αναζήτηση του φιλμ, όπου καταγράφηκε το πρώτο βλέμμα πάνω σε τούτη τη χερσόνησο, γίνεται ταυτόχρονα και η αναζήτηση ενός βλέμματος από πλευράς του ήρωα της ταινίας (του Αγγελόπουλου, κατ’ επέκταση), που ψάχνει έναν καινούργιο τρόπο να ξαναδεί τον κόσμο. Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών, προς μεγάλη απογοήτευση του Αγγελόπουλου, που θεώρησε ότι έπρεπε να του απονεμηθεί το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ (ο Χρυσός Φοίνικας) και με δηλώσεις προκάλεσε ένα μικρό σκάνδαλο κατά τη διάρκεια της τελετής λήξης του Φεστιβάλ.
Οι Κάννες διόρθωσαν το «λάθος» τους τρία χρόνια αργότερα, όταν του απένειμαν τον Χρυσό Φοίνικα για την ταινία του «Αιωνιότητα και μία μέρα», με πρωταγωνιστή τον Μπρούνο Γκαντζ στον ρόλο ενός θνήσκοντος συγγραφέα, ο οποίος επιχειρεί τον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις. Μια τυχαία συνάντησή του μ’ ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό φίλο του κάτι από τη γνώση του.
Το «Λιβάδι που δακρύζει» (2004) είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, που σκόπευε να γυρίσει ο Αγγελόπουλος. Διατρέχει την ελληνική ιστορία από το 1919 έως το 1949, μέσα από τις περιπέτειες μιας ομάδας Ελλήνων προσφύγων που εγκαταλείπουν την Οδησσό το 1919, όταν καταφθάνει στην περιοχή ο Κόκκινος Στρατός και εγκαθίστανται στην Ελλάδα.
Το 2008 γυρίζει το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Η Σκόνη του Χρόνου». Ένας ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης (Βίλεμ Νταφόε) γυρίζει μια ταινία πάνω στην ιστορία του και την ιστορία των γονιών του. Μια ιστορία που εξελίσσεται στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις Η.Π.Α. Κεντρικό πρόσωπο, η Ελένη, που διεκδικείται και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης. Ταυτόχρονα, ένα μακρύ ταξίδι στη μεγάλη Ιστορία και στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Είναι η πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου με γυρίσματα στο εξωτερικό.
Στα τέλη του 2011 ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας «Η άλλη θάλασσα», που θα αναφερόταν στην ελληνική κρίση και θα ολοκλήρωνε την τριλογία. Όμως, το νήμα της ζωής του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη κόπηκε ανεπάντεχα αργά το βράδυ της 24ης Ιανουαρίου 2012 στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν του Νέου Φαλήρου, όπου μεταφέρθηκε με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Τον είχε χτυπήσει μία διερχόμενη μοτοσυκλέτα στον περιφερειακό της Δραπετσώνας, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας.
Ο Αγγελόπουλος ξεχώριζε από τους άλλους Έλληνες σκηνοθέτες γιατί ήταν κινηματογραφικός ποιητής, είχε υψηλή διανοητική συγκρότηση και φοβερό εικαστικό μάτι που έστηνε υπέροχες εικόνες. Αντιλαμβανόταν τα όρια ανάμεσα στον έρωτα, στις ανθρώπινες σχέσεις, στην επικοινωνία, ως έννοια του ορίου, του τέλους ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Χρησιμοποίησε τον ελλειπτικό λόγο σαν αισθητική αρχή, σαν ανάγκη ένταξης του φυσικού χρόνου στο χώρο, ως ενότητα χώρου και χρόνου και το κάθε τόλμημά του ήταν «ένα ξεκίνημα καινούριο μέσα στης ανακρίβειας των αισθημάτων το γενικό χαμό, μέσα στου πάθους τις ασύντακτες ορδές».
Πατώντας εδώ μπορείτε να περιηγηθείτε σε όλες τις πολύ ενδιαφέρουσες αναρτήσεις του περιοδικού για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.