Δώρα Μοάτσου – Βάρναλη: Στον άπιστο / Γεροντικές μωρολογίες / Στερνή μετάνοια
Η ποιήτρια Δώρα Μοάτσου – Βάρναλη γεννήθηκε στις 3 του Νοέμβρη 1895 και έφυγε από τη ζωή στις 16 του Μάρτη 1979. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1927. Ήταν παντρεμένη με τον Κώστα Βάρναλη.
Η Δώρα Μοάτσου – Βάρναλη γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στις 3 του Νοέμβρη 1895 και έφυγε από τη ζωή στις 16 του Μάρτη 1979.
Σπούδασε γαλλική φιλολογία στην Αθήνα και στη Γαλλία.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1927 σαν ποιήτρια, μα στη συνέχεια ασχολήθηκε και με την παιδική λογοτεχνία, το διήγημα, το μυθιστόρημα, μεταφράσεις, ενώ βραβεύτηκε για το θεατρικό της έργο «Κάτω από το λιοντάρι της Βενετίας». Ήταν παντρεμένη με τον Κώστα Βάρναλη.
Από την ποιητική της συλλογή «Ποιήματα» (Αθήνα 1962) που περιλάμβανε ως επί το πλείστο ανατυπωμένα ποιήματά της και μεταφράσεις, αντιγράφουμε τρία ποιήματα που είχαν τότε δημοσιευτεί ως ανέκδοτα.
ΣΤΟΝ ΑΠΙΣΤΟ.
Όλα δε στα ‘χω πει,
περίμενε λιγάκι.
Κάθησε δω στον πάγκο,
κανείς δε μας γρικά.
Έπεσε το σκοτάδι,
κανείς δε μας κοιτάζει,
άσε με ν’ ακουμπήσω
απάνω σου ξανά.
Ποιανής είν’ το μαντήλι
στην τσέπη σου, που κρύβεις
κι αυτή του η μυρωδιά;…
Μα δεν είν, η δικιά σου.
Πες μου, δεν με πειράζει
αν άλληνε κοιτάζεις,
πες μου και δε μενοιάζει
αν άλλην αγαπάς.
Δεν είν’ κανενας γύρω.
Το χέρι σου τι τρέμει;
Τι σκιάζεσαι καλέ μου;
Γιατί δε μου μιλάς;
Θαρρείς θα σε μισήσω;
Εγώ δε σου θυμώνω.
Μ’ όλα που μου’χεις κάνει
πάντα θα σ’ αγαπώ!
Κι όταν εκείνη πάψει
καλή να’ναι μαζί σου
κι άμα θα τη χορτάσεις,
εγώ σε καρτερώ.
Θα ‘ρθείς ξανά, σαν πρώτα
κι όλα θα ξεχαστούνε
κ’ εγώ πάλι κοντά σου
ίδια θε να βρεθώ.
∞
ΓΕΡΟΝΤΙΚΕΣ ΜΩΡΟΛΟΓΙΕΣ.
Είχα στη ζήση μου πολλές
γυναίκες αγαπητικιές,
τίμιες, μαζί και παρδαλές.
Είχα μικρούλες και παρθένες,
χήρες και κάποιες παντρεμένες
κι όλες πιστές και αφοσιωμένες.
Και με λατεύαν, μα κ’ εγώ
γι’ αυτές… να πέσω να πνιφώ!
Είταν, θυμάμαι η Ζηνοβιά,
η Αγγέλω κ’ η Γαρουφαλιά.
Κ’ είταν ακόμα, το Βγενιώ
και το μικρό Κατερινιώ.
Η παιχνιδιάρα η Πολυξένη
κ’ η Χάιδω η ονειροπαρμένη.
Κ’ η Αγάθω, του χωριού η δασκάλα,
μια γελαστή κοκκινομάλα.
Το τζαναμπέτικο η Φιλιώ
και το ξανθό το Βαγγελιώ
ολημερίς στον αργαλιό.
Και λαχταρούσα κι άλλες κι άλλες
να πέσω σ’ όλες τις αγκάλες.
Πάντοτε ολάνοιχτ’ η καρδιά μου
κ’ η κάθε μια να ‘ναι δικιά μου.
Τώρα πια γύρισ’ ο τροχός,
μένω ο καψούλης μοναχός!
∞
ΣΤΕΡΝΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ.
Να μη σε δω,
να μη με δεις
κι ας μείνουμε κ’ οι δυο
με κείνη την ανάμνηση
της όμορφης ζωής,
στην πρώτη μας τη νιότη,
όλ’ όνειρα κι αγνότη.
Πώς με φαντάζεσαι;
Καμπουριασμένη μια γριούλα,
με δύσκολη περπατησιά,
δύσκολα μάτια,
δύσκολ’ αυτιά,
με μια τρεμουλιαστή φωνούλα;
Κ’ εσύ;… πάντα λιγνός,
πάντ’ αρρωστιάρης,
με το στομάχι το κακό,
που όλο τα κέφια σου χαλούσε
κ’ είσουν κατσούφης
και γκρινιάρης;
Δε σ’ αγαπούσα
κ’ είτανε κι αυτό
που σου ‘κανε τόσο κακό
κ’ είταν κι αυτό
που σ’ αρρωστούσε…
Γιατί η καρδιά τόσο σκληρή
μέσα στης νιότης τη φρεσκάδα;
Λες πως με σκέφτεσαι πολύ
όταν μιλούν για την Ελλάδα.
Τώρα τα συλλογιέμαι και πονώ
και το ‘χω τόσο ζωντανό
μες στην ψυχή μου το κακό
που σου ‘χα τότες κάνει!
Τι ‘ναι η ζωή
εδώ στη γη;
Όλα είναι αχνός
και πλάνη!
Τώρα τα σκέφτομαι όλ’ αυτά.
Είταν στης Μοίρας τα γραφτά
να μ’ αγαπάς… Κ’ εγώ,
σαν το κορίτσι το τρελό,
να μη σου δίνω σημασία…
Κ’ ένιωθες τόση απελπισία!
Είσουν αγνός κ’ είσουν δειλός,
δίπλα μου πάντα σιωπηλός
και μου ‘δειχνες τόση λατρεία!
Τι βγαίνει τώρα αν νοσταλγώ
εκείνος τον καλό καιρό
και τα χρυσά μας νιάτα!
Πώς να διορθώσω το κακό;
Γιατί να τύχω τοτ’ εγώ
στης νιότης σου την πρώτη στράτα;