Σύμφωνα λοιπόν με το Coup D’ Etat Project, το οποίο υπάγεται στο Τμήμα Κοινωνικών Ερευνών του Πανεπιστημίου του Ιλινόι, η εισβολή στο Καπιτώλιο εντάσσεται σε μια τριάδα περιστατικών όπου υπήρξε “επιχείρηση πραξικοπήματος από ομάδα αντιφρονούντων”. Οι άλλες δυο απόπειρες αφορούν τη δολοφονία οικογένειας στο Άρκανσο το 1996 από ομάδα νεοναζί που στόχευαν στη “δημιουργία ανεξάρτητου έθνους λευκών μελών χριστιανικής θρησκείας”, αλλά και την υποτιθέμενη συνωμοσία Αμερικανών κομμουνιστών το 1948 για δήθεν πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας.
H δήθεν απόπειρα πραξικοπήματος του 1948 αφορούσε έντεκα έντεκα ηγετικά στελέχη του ΚΚ ΗΠΑ, ανάμεσά τους και ο τότε γγ του κόμματος, Γιουτζίν Ντέιβις, τα οποία καταδικάστηκαν με την κατηγορία πως επιδίωκαν την ανατροπή της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η νομική βάση που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο διαβόητος νόμος Σμιθ του 1940, που ποινικοποιούσε τη στήριξη ή την ιδιότητα μέλους σε ομάδα με στόχο τη “βίαιη ανατροπή της κυβέρνησης”. Ο Νόμος αυτός πρωτοεφαρμόστηκε κατά του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος των ΗΠΑ το 1941, ενώ αμέσως μετά τον πόλεμο εφαρμόστηκε κατά κόρον κατά του ΚΚ ΗΠΑ.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορούμενοι δεν είχαν διαπράξει καμία αξιόποινη ενέργεια, παρά μόνο την προπαγάνδιση των κομμουνιστικών ιδεών και των αιτημάτων για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Το δικαστήριο όμως έκρινε ότι οι κατηγορούμενοι έχαναν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, Ο δικαστής μάλιστα παραδέχτηκε πως δεν υπήρχε καμία συγκεκριμένη πράξη των κατηγορουμένων που να υποδεικνύει πρόθεση βίαιης ανατροπής της κυβέρνησης, ωστόσο η ιδεολογία τους ήταν αυτή που υπαγόρευε τέτοιες σκέψεις. Μάλιστα, ως τεκμήριο, η πολιτική αγωγή διάβασε αποσπάσματα έργων του Μαρξ, όπως το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, για να αποδείξει το “βίαιο χαρακτήρα” που χαρακτήριζε το ΚΚ ΗΠΑ, αφού οι αρχές του βασιζόταν σε αυτά. Τελικά, οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν όλοι σε πέντε χρόνια φυλάκισης και 10.000 δολάρια πρόστιμο.
Η απόφαση προκάλεσε ήδη από τότε μεγάλες αντιδράσεις, ενώ η εκδίκαση της έφεσης κράτησε 9 μήνες, εν μέσω διαμαρτυριών σε ολόκληρο τον κόσμο. Το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ επικύρωσε μεν το 1951 την απόφαση, αλλά με μικρή πλειοψηφία, ενώ δυο δικαστές τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της αθώωσης των κατηγορουμένων. Ήδη τα επόμενα χρόνια, αρχικά το 1957 και πιο καθαρά το 1969, το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ ουσιαστικά κατάργησε τον νόμο Σμιθ, αποφασίζοντας πως ακόμα και η επίκληση στη βία, εφόσον δεν υποδαυλίζει άμεσα έκνομες πράξεις, προστατεύεται από την ελευθερία του λόγου.
Αυτή την απόλυτα αμφιλεγόμενη ήδη από την εποχή του μακαρθισμού καταδίκη των κομμουνιστών το αξιοποιούν σημερινοί “φιλελεύθεροι” ακαδημαϊκοί, προκειμένου να εξισώσουν τους κομμουνιστές με νεοναζί από τη μια και ακροδεξιούς συνωμοσιολόγους και τραμπούκους από την άλλη, αποδεικνύοντας ότι οι οργανικοί διανοούμενοι της αστικής τάξης δεν ξεχνούν ποτέ ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός του συστήματος, που πρέπει να συκοφαντείται ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλο ή μικρό κίνδυνο αντιπροσωπεύει σε μια ορισμένη ιστορική συγκυρία για την άρχουσα τάξη.