Όταν Έλληνες βρισκόμασταν στη θέση του μικρού Αμίρ
Γράφω για πράγματα, που έζησα εγώ και οι συμμαθητές μου. Κι είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω πως νιώθει κανείς όταν πηγαίνει ένα πρωί στο σχολείο του και το βρίσκει με σπασμένα παράθυρα, γιατί νεοναζί είχαν εισβάλλει τη νύχτα, είχαν σπάσει τα τζάμια με πέτρες και λοστούς, είχαν προκαλέσει φθορές και είχαν γράψει συνθήματα μίσους στα θρανία, τους τοίχους και τους πίνακες.
Οι δημοσιογράφοι αποφεύγουμε να μιλάμε επί του προσωπικού. Ακόμη και όταν η προσωπική μας εμπειρία αποτελεί μαρτυρία και σημαντική κατάθεση, προσπαθούμε πάντα να μη δίνουμε προσωπικό, συναισθηματικό τόνο.
Καμία φορά όμως αυτό δεν είναι δυνατό. Καμία φορά το συναίσθημα που σου προκαλεί ένα γεγονός, επειδή κι εσύ έχεις βρεθεί από την πλευρά του θύματος, είναι τόσο δυνατό, που συνδέεται άρρηκτα με την αλήθεια. Την αλήθεια που πρέπει να καταγράφεται.
Γιατί η αλήθεια είναι πως οι Έλληνες της Γερμανίας βρεθήκαμε ουκ ολίγες φορές στη θέση του μικρού Αμίρ και της οικογένειας του, στο σπίτι των οποίων στη Δάφνη κάποιοι επιτέθηκαν τα ξημερώματα της Παρασκευής με πέτρες.
Η ιστορία και της δικής μου οικογένειας, όπως και πολλών άλλων ελληνικών οικογενειών, ήταν ιστορία μετανάστευσης. Η γιαγιά, μητέρα της μητέρας μου, ήταν στο πρώτο τρένο που έφυγε από τη Μακεδονία για τη Γερμανία γεμάτο Gastarbeiter το 1962. Όλο σχεδόν το χωριό, η Μεταμόρφωση Κοζάνης, ξεριζώθηκε, όπως εκατοντάδες χωριά στη δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο, τη μισή Ελλάδα. Και η οικογένεια του πατέρα μου έκανε εξωτερικό και τελικά το 1992 και οι γονείς μου πήραν εμένα και τον αδερφό μας για να εγκατασταθούμε στο Wuppertal, στη Ρηνανία- Βεσφαλία.
Δεν πήγαμε υπό τις ίδιες συνθήκες όπως οι παππούδες μας, όμως το γεγονός της ξενιτιάς φρόντιζαν να μας το θυμίζουν οι νεοναζί, που την ίδια περίοδο άρχισαν να αποθρασύνονται, χρησιμοποιώντας ως “επιχείρημα” τα οικονομικά προβλήματα που είχε προκαλέσει η επανένωση των δύο Γερμανιών.
Δεν γράφω για πράγματα, που άκουσα απλώς ή διάβασα στις εφημερίδες. Γράφω για πράγματα, που έζησα εγώ και οι συμμαθητές μου. Κι είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω πως νιώθει κανείς όταν πηγαίνει ένα πρωί στο σχολείο του και το βρίσκει με σπασμένα παράθυρα, γιατί νεοναζί είχαν εισβάλλει τη νύχτα, είχαν σπάσει τα τζάμια με πέτρες και λοστούς, είχαν προκαλέσει φθορές και είχαν γράψει συνθήματα μίσους στα θρανία, τους τοίχους και τους πίνακες. “Η Γερμανία στους Γερμανούς”. Λες και εάν εμείς και οι οικογένειες μας είχαμε επιλογή, θα βρισκόμασταν εκεί. Λες και οι παππούδες μας πήγαν για τουρισμό ή για να αλλοιώσουν το γερμανικό πολιτισμό και όχι γιατί πεινούσαν και πέθαιναν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Είναι φτωχές οι λέξεις για να περιγράφουν πως νιώθει ένα 13χρονο παιδί όταν βλέπει τον αγκυλωτό σταυρό, το σύμβολο του μίσους, χαραγμένο στο θρανίο του, στο οποίο θα έπρεπε να είναι γραμμένες μόνο εξομολογήσεις εφηβικού έρωτα και ονείρων. Όμως αυτό ήταν μόνο ένα κρούσμα.
Για μία περίοδο οι επιθέσεις συνεχίζονταν. Κάθε ημέρα μαθαίναμε για μία ακόμη επίθεση. Για μία Ελληνίδα κοπέλα 15 χρονών στο κοντινό Duesseldorf, την οποία έπιασαν νεοναζί και της χάραξαν τον αγκυλωτό σταυρό στο μέτωπο. Εν τω μεταξύ η γερμανική αστυνομία συνέλαβε τους δράστες του βανδαλισμού στο γυμνάσιο Wuppertal, στο γυμνάσιο μας και ήταν αδιανόητο πως επρόκειτο για 15χρονα παιδιά, παιδιά όπως εμείς.
Οι επιθέσεις όμως άρχισαν να γίνονται δολοφονικές. Νεοναζί άρχισαν να βάζουν φωτιά σε σπίτια όπου έμεναν μετανάστες, Έλληνες και Τούρκοι, που συχνά κατοικούσαν στις ίδιες πολυκατοικίες. Στόχος τους ήταν να κάψουν ανθρώπους ζωντανούς, όπως οι ιδεολογικοί τους πρόγονοι. Και έκαψαν ανθρώπους ζωντανούς. Υπήρξαν νεκροί μετανάστες. Η θηριωδία άγγιξε και την ελληνική κοινότητα Wuppertal, όταν νεοναζί έβαλαν φωτιά σε σπίτι όπου έμενε συμμαθήτρια μας. Το κοριτσάκι υπέστη σοβαρά εγκαύματα και επέστρεψε μετά από πολύ καιρό στο σχολείο, με τα σημάδια της φρικτής βίας που υπέστη χαραγμένα για πάντα στο πρόσωπο της. Δε μιλήσαμε για αυτό. Μάλλον κανείς δεν ήθελε να μιλάει για το μίσος.
Η υποφαινόμενη ήμουν τυχερή. Υπέστην μόνο λεκτική βία. Και αυτή ακόμη όμως αφήνει σημάδια στην καρδιά του θύματος.
Ήταν ένα μεσημέρι του Γενάρη 1996. Η φίλη μου, η Νικολέττα, κι εγώ επιστρέφαμε από το σχολείο. Δευτέρα Λυκείου. Χιόνι και κρύο. Μπαίνουμε στο λεωφορείο και καθόμαστε στη γαλαρία. Στην άλλη γωνιά της γαλαρίας, δύο Τούρκοι, εργάτες που επέστρεφαν από την οικοδομή με τις φόρμες εργασίας γεμάτες μπογιές. Δύο καθίσματα πιο μπροστά δύο Γερμανίδες, μάνα και κόρη προφανώς, με έντονα φιλαρισμένα μαλλιά, ψεύτικες γούνες για το κρύο και αντιπαθητικά χρυσά σκουλαρίκια, έχουν ανοίξει τέρμα το παράθυρο, παρά το κρύο. Καθώς ήμουν άρρωστη, με συνάχι και βήχα, η φίλη μου σηκώθηκε και πολύ ευγενικά τους ζήτησε να κλείσουν το παράθυρο. Η αντίδραση ήταν ένας οχετός ρατσιστικού μίσους και ύβρεων. Να γυρίσουμε πίσω στη “σκατοχώρα” μας και άλλα, ακόμη χειρότερα. Το πιο φρικτό όμως ήταν το βλέμμα τους. Διάβαζες μέσα την απειλή.
Καίτοι δύο τσαούσες έφηβες, μείναμε άφωνες. Τέτοιο μίσος σε σοκάρει. Είναι αδύνατο να το κατανοήσεις, το μυαλό σου αδειάζει και δεν ξέρεις τι να πεις. Από όλο το λεωφορείο, μόνο οι δυο Τούρκοι, που καθόταν στη γαλαρία, πετάχτηκαν να μας υπεραπιστούν. “Δε ντρέπεστε ναζί, ρατσίστριες. Αφήστε τα κορίτσια ήσυχα. Νομίζετε ότι θέλαμε εμείς να είμαστε εδώ; Χίλιες φορές να ήμουν στην Ελλάδα, τόσο όμορφη χώρα”. Αυτά έλεγαν οι υποτιθέμενοι προαιώνιοι εχθροί μέχρι που οι δύο ρατσίστριες το βούλωσαν και απλώς μουρμούριζαν θυμωμένα.
Μερικές στάσεις αργότερα, ένας ψηλός Αφρικάνος μπαίνει στο λεωφορείο. Κάθεται ακριβώς μπροστά μας και καθώς το παράθυρο ήταν ακόμη ανοιχτό (με τον καυγά το είχαμε όλοι ξεχάσει), σηκώνεται και με ευγένεια ρωτάει τις δύο γυναίκες εάν μπορούν να το κλείσουν. Του έριξαν μία δολοφονική ματιά, αλλά αυτή τη φορά το έκλεισαν. Εμείς και οι δύο Τούρκοι κοιταχτήκαμε συνομωτικά και σκάσαμε στα γέλια.
Δε νομίζω να είπαμε τίποτε στους γονείς μας ή σε κανέναν άλλο. Άλλωστε ήταν μόνο μία λεκτική επίθεση και οι μετανάστες στη Γερμανία είχαμε δει τα χειρότερα. Το ξεχάσαμε γρήγορα, αλλά δε το λησμονήσαμε. Τα παιδιά ξεχνάνε – ευτυχώς- γρήγορα, αλλά δε λησμονούν ποτέ.
Πως λησμονούμε οι Έλληνες την ίδια μας την εμπειρία, ως λαού μεταναστών, και την ιστορία μας ως χώρα που υπέφερε από τη μπότα του ναζί κατακτητή;
(Πρόσφατα μία παλιά μου συμμαθήτρια μου έκανε αίτημα φιλίας στο facebook. Δεν το αποδέχτηκα, γιατί όταν είδα στο προφίλ της το σήμα της Χρυσής Αυγής, έμεινα άφωνη όπως τότε στο λεωφορείο. Πως μπορεί ένας Έλληνας της Γερμανίας να υποστηρίζει τους ιδεολογικούς απογόνους των ναζί; Πως είναι δυνατόν να έχει ένας άνθρωπος τέτοια έλλειψη ενσυναίσθησης;)
Για να προλάβω ανόητα σχόλια: Ναι, οι Έλληνες Gastarbeiter πήγαν στη Γερμανία κατά βάση νόμιμα. Νομίζετε ότι όλοι, ειδικά της τρίτης γενιάς, ήταν νόμιμοι στη χώρα που τους φιλοξενούσε; Φυσικά και όχι. Υπήρχαν περιπτώσεις κακοποιών και εμπόρων ναρκωτικών. Μας χαρακτήριζε αυτό όλους; Φυσικά και όχι. Αλλάξτε το “Ελληνες” και “Γερμανία” με το “μετανάστες από X” και “Ελλάδα” και σκεφτείτε. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί λαοί και ο νόμος πρέπει να ισχύει για όλους, από το μετανάστη μέχρι το ζάμπλουτο επιχειρηματία ή πολιτικό. Αρκεί να μην πέφτει στον ιστό του μόνο ο μελαψός Αγιάννης, που οι νεοναζί προσφέρουν ως βολικό στόχο για να ξεχνιούνται οι άλλοι, οι εγκληματίες με τα λευκά κολλάρα.
Για να προλάβω και άλλα σχόλια: Όχι δεν είναι όλοι οι Γερμανοί ναζί. Αντίθετα, η πλειοψηφία της γερμανικής κοινωνίας την εποχή εκείνη κατέβαινε στους δρόμους κρατώντας αναμμένα κεριά σε διαδηλώσεις κατά του νεοναζισμού, που έμειναν γνωστές ως Lichtketten, αλυσίδες φωτός. Αλήθεια εμείς εδώ στην Ελλάδα πως αντιδράμε απέναντι στο ρατσισμό;
Συγχωρήστε μου αγαπητοί αναγνώστες το τόσο μακροσκελές, προσωπικό και συναισθηματικό κείμενο. Όμως κάποτε στη θέση του μικρού Αμίρ ήταν μικρά Ελληνόπουλα και μπορεί να ξαναβρεθούν, αφού κοινή είναι η μοίρα όλων των αδύναμων, τους οποίους κάποιοι θέλουν να τσακώνονται.
Η είδηση της επίθεσης στο σπίτι ενός μικρού παιδιού δε μπορεί παρά να προκαλεί, σε όποιον θέλει να λέγεται άνθρωπος, φρίκη. Και δεν είναι θέμα μόνο πολιτικής- κομματικής τοποθέτησης, είναι ζήτημα στοιχειώδους ενσυναίσθησης και ανθρωπιάς.
Η γιαγιά που έφυγε το 1962 για Γερμανία και η οποία ήταν δεξιά (τόσο δεξιά που κάποτε είχε αποκαλέσει το Σημίτη κομμουνιστή) μετά από 30 χρόνια στην ξενιτιά μου έλεγε: ‘Όταν η Τουρκάλα στη φάμπρικα έβγαζε τη μαντίλα, δεν την ξεχώριζες από την Ελληνίδα. Κι εγώ κατάλαβα μετά από τόσα χρόνια πως όλον στον ίδιο Θεό πιστεύουμε. Εμείς τον λεμε Χριστό, αυτοί Αλλάχ, αλλά ο Θεός είναι ένας. Και σε αυτόν μία μέρα θα πάμε όλοι κι εκείνος θα μας κρίνει”.
Αλλά το ζήτημα ίσως δεν είναι εάν πιστεύουμε στο Θεό, αλλά εάν πιστεύουμε στον άνθρωπο. Και εάν θυμόμαστε ότι είναι κοινή όλων μας η μοίρα.
Βίκυ Σαμαρά
Πηγή: news247.gr